"ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ" - ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ

(Πρώτον μέν γάρ είκότως άν τις διαπορήσειε τίνες όντες έπί τήν γραφήν παρεληλύθαμεν) πότερον Έλληνες ή βάρβαροι ή τί άν γένοιτο τούτων μέσον καί τίνας έαυτούς είναί φαμεν ού τήν προσηγορίαν ότι καί τοίς πάσιν έκδηλος αύτη άλλά τόν τρόπον καί τήν προαίρεσιν τού βίου' ούτε γάρ τά Έλλήνων φρονούντας όράν ούτε τά βαρβάρων έπιτηδεύοντας 

(. Ι .). Τί ούν άν γένοιτο τό καθ' ήμάς ξένον καί τίς ό νεωτερισμός τού βίου; πώς δ' ού πανταχόθεν δυσσεβείς άν είεν καί άθεοι οί τών πατρίων έθών άποστάντες δι' ών πάν έθνος καί πάσα πόλις συνέστηκεν; ή τί καλόν έλπίσαι είκός τούς τών σωτηρίων (σωτήρων ω.) Έχθρούς καί πολεμίους καταστάντας καί τούς εύεργέτας παρωσαμένους; καί τί γάρ άλλο ή θεομαχούντας; ποίας δέ καί άξιωθήσεσθαι συγγνώμης τούς έξ αίώνος μέν παρά πάσιν Έλλησιν καί βαρβάροις κατά τε πόλεις καί άγρούς παντοίοις ίεροίς καί τελεταίς καί μυστηρίοις πρός άπάντων όμού βασιλέων τε καί νομοθετών καί φιλοσόφων θεολογουμένους άποστραφέντας έλομένους δέ τά άσεβή καί άθεα τών έν άνθρώποις; ποίαις δ' ούκ άν ένδίκως ύποβληθείεν τιμωρίαις οί τών μέν πατρίων φυγάδες τών δ' όθνείων καί παρά πάσι διαβεβλημένων Ίουδαικών μυθολογημάτων γενόμενοι ζηλωταί; πώς δ' ού μοχθηρίας είναι καί εύχερείας έσχάτης τό μεταθέσθαι μέν εύκόλως τών οίκείων άλόγω δέ καί άνεξετάστω πίστει τά τών δυσσεβών καί πάσιν έθνεσι πολεμίων έλέσθαι καί μηδ' αύτώ τώ παρά Ίουδαίοις τιμωμένω θεώ κατά τά παρ' αύτοίς προσανέχειν νόμιμα καινήν δέ τινα καί έρήμην άνοδίαν έαυτοίς συντεμείν μήτε τά Έλλήνων μήτε τά Ίουδαίων φυλάττουσαν; (Ταύτα μέν ούν είκότως άν τις Έλλήνων μηδέν άληθές μήτε τών οίκείων μήτε τών καθ' ήμάς έπαίων πρός ήμάς άπορήσειεν). 

Ε. δ. Ιιι . Οί δή ούν τά μέν δόξαντα αύτοίς άγαθήν φέρειν φήμην παραιτούμενοι τάς δέ καθ' έαυτών διαβολάς είς άληστον αίώνα καταγράφοντες .... Πώς ού φιλαυτίας μέν άπάσης καί ψευδολογίας έκτός γεγονέναι ένδίκως άν όμολογοίντο φιλαλήθους δέ διαθέσεως σαφή καί έναργή τεκμήρια παρεσχηκέναι; οί δέ γε τούς τοιούσδε πεπλάσθαι καί κατεψεύσθαι νομίζοντες καί οία πλάνους βλασφημείν πειρώμενοι πώς ούκ άν γένοιντο καταγέλαστοι φίλοι μέν φθόνου καί βασκανίας έχθροί άήρ τόν έτερον κινών ώσαύτως ποιεί τήν φωνήν άπασαν όμοίαν καθάπερ έχει καί έπί τής όξύτητος καί τής βαρύτητος. Καί γάρ τά τάχη τά τής πληγής τά έτερα τοίς έτέροις συνακολουθούντα διαφυλάττει τάς φωνάς ταίς άρχαίς όμοίως.

Αί δέ πληγαί γίνονται μέν τού άέρος ύπό τών χορδών πολλαί καί κεχωρισμέναι διά δέ σμικρότητα τού μεταξύ χρόνου τής άκοής ού δυναμένης συναισθάνεσθαι τάς διαλείψεις μία καί συνεχής ήμίν ή φωνή φαίνεται καθάπερ καί έπί τών χρωμάτων' καί γάρ τούτων τά διεστηκότα δοκεί πολλάκις ήμίν συνάπτειν άλλήλοις όταν φέρωνται ταχέως. Τό δ' αύτό συμβαίνει τούτο καί περί τάς συμφωνίας. Διά γάρ τό περισυγκαταλαμβάνεσθαι τούς έτέρους ήχους ύπό τών έτέρων καί γίνεσθαι τάς καταπαύσεις αύτών άμα λανθάνουσιν ήμάς αί μεταξύ γινόμεναι φωναί. Πλεονάκις μέν γάρ έν πάσαις ταίς συμφωνίαις ύπό τών όξυτέρων φθόγγων αί τού άέρος γίνονται πληγαί διά τό τάχος τής κινήσεως' τόν δέ τελευταίον τών ήχων άμα συμβαίνει προσπίπτειν ήμίν πρός τήν άκοήν καί τόν άπό τής βραδυτέρας γινόμενον' ώστε τής άκοής ού δυναμένης αίσθάνεσθαι καθάπερ είρηται τάς μεταξύ φωνάς άμα δοκούμεν άμφοτέρων τών φθόγγων άκούειν συνεχώς. Παχείαι δ' είσί τών φωνών τούναντίον όταν ή τό πνεύμα πολύ καί άθρόον έκπίπτον' διό καί τών άνδρών είσι παχύτεραι καί τών τελείων αύλών καί μάλλον όταν πληρώση τις αύτούς τού πνεύματος. Φανερόν δ' έστίν' καί γάρ άν πιέση τις τά ζεύγη μάλλον όξυτέρα ή φωνή γίνεται καί λεπτοτέρα. Κάν κατασπάση τις τάς σύριγγας κάν δ' έπιλάβη παμπλείων ό όγκος γίνεται τής φωνής διά τό πλήθος τού πνεύματος καθάπερ καί άπό τών παχυτέρων χορδών. Παχείαι δέ γίνονται καί τών τραγιζόντων καί τών βραγχιώντων καί μετά τούς έμέτους διά τήν τραχύτητα τής άρτηρίας καί διά τό μή ύπεξάγειν άλλ' αύτού προσκόπτουσαν άνειλείσθαι τήν φωνήν καί λαμβάνειν όγκον καί μάλιστα διά τήν ύγρότητα τού σώματος. Λιγυραί δ' είσί τών φωνών αί λεπταί καί πυκναί καθάπερ καί έπί τών τεττίγων καί τών άκρίδων καί αί τών άηδόνων καί όλως όσαις λεπταίς ούσαις μηθείς άλλότριος ήχος παρακολουθεί' όλως γάρ ούκ έστιν ούτ' έν όγκω φωνής τό λιγυρόν ούτ' έν τόνοις άνιεμένοις καί βάρεσιν ούτ' έν ταίς τών φθόγγων άφαίς άλλά μάλλον όξύτητι καί λεπτότητι καί άκριβεία. Διό καί τών όργάνων τά λεπτά καί σύντονα καί μή έχοντα κέρας τάς φωνάς έχειν λιγυροτέρας. Ό γάρ άπό τών ύδάτων ήχος καί όλως όταν άπό τινος γινόμενος παρακολουθή συνέχει τήν άκρίβειαν τήν τών φθόγγων. Σαθραί δ' είσί καί παρερρυηκυίαι τών φωνών όσαι μέχρι τινός φερόμεναι συνεχείς διασπώνται. 

Φανερώτατον δέ τούτ' έστίν έπί τού κεράμου' πάς γάρ ό έκ πληγής ΄ραγείς ποιεί τόν ήχον σαθρόν διασπωμένης τής κινήσεως τά κατά τήν πληγήν ώστε μηκέτι γίνεσθαι τούς έκπίπτοντας ήχους συνεχείς. Όμοίως δέ τούτο συμβαίνει καί έπί τών έρρωγότων κεράτων καί έπί τών χορδών τών (παρα)νενευρισμένων. Έπί πάντων μέν γάρ τών τοιούτων μέχρι μέν τινος ό ήχος φέρεται συνεχής έπειτα διασπάται καθ' ό τι άν ή μή συνεχές τό ύποκείμενον ώστε μή μίαν γίνεσθαι πληγήν άλλά διεσπασμένην καί φαίνεσθαι τόν ήχον σαθρόν' σχεδόν γάρ παραπλήσιαι τυγχάνουσιν ούσαι τοίς τραχείαις πλήν έκείναι μέν είσιν άπ' άλλήλων κατά μικρά μέρη διεσπασμέναι τών δέ σαθρών αί πλείσται τάς μέν άρχάς έχουσι συνεχείς έπειτ' είς πλείω μέρη τήν διαίρεσιν λαμβάνουσιν. Δασείαι δ' είσί τών φωνών όσαις έσωθεν τό πνεύμα εύθέως συνεκβάλλομεν μετά τών φθόγγων. Ψιλαί δ' είσί τούναντίον όσαι γίνονται χωρίς τής τού πνεύματος έκβολής.Κε τό πνεύμα' ούτός έστιν (ό) Ίωάννης. Ό δέ λέγει' καί φωνή μεγάλη κράξας είπε' πάτερ είς χείράς σου παραθήσομαι τό πνεύμά μου' ούτος δέ τυγχάνει Λουκάς. Έκ ταύτης τής έώλου ίστορίας καί διαφώνου ώς ούχ ένός άλλά πολλών πεπονθότων έστι λαβείν τόν λόγον' εί γάρ ό μέν' είς χείράς σου λέγει παραθήσομαι τό πνεύμά μου ό δέ' τετέλεσται ό δέ' θεέ μου ίνα τί με έγκατέλιπες; ό δέ' ό θεός θεός μου είς τί ώνείδισάς με; φανερόν ώς άσύμφωνος αύτη μυθοποιία ή πολλούς σταυρουμένους έμφαίνει ή ένα δυσθανατούντα καί τό σαφές τοίς παρούσι τού πάθους μή παρέχοντα' εί δέ κατά άλήθειαν τόν τρόπον τού θανάτου είπείν μή δυνάμενοι ούτοι παντάπασιν έρραψώδησαν καί περί τών λοιπών ούδέν έσαφήνισαν. 

Μ. Ιι Ότι δέ τά περί τού τέλους αύτού πάντα κατεστοχάσαντο έξ έτέρου κεφαλαίου τούτ' άποδειχθήσεται' γράφει γάρ Ίωάννης' έπί δέ τόν Ίησούν έλθόντες ώς είδον αύτόν ήδη τεθνηκότα ού κατέαξαν αύτού τά σκέλη άλλ' είς τών στρατιωτών λόγχη ένυξεν αύτού τήν πλευράν' καί έξήλθεν εύθύς αίμα καί ύδωρ' μόνος γάρ τούτ' είρηκεν ό Ίωάννης τών δέ άλλων ούδείς' διό καί αύτός έαυτώ βούλεται μαρτυρείν λέγων' καί ό έωρακώς μεμαρτύρηκε καί άληθινή αύτού έστιν ή μαρτυρία. Όπερ δοκεί μοι τουτί κέπφου τυγχάνειν τό ΄ρήμα' πώς γάρ άληθινή ή μαρτυρία τού περί ού ή μαρτυρία μή ύφεστώτος; μαρτυρεί γάρ τις περί τού όντος' περί δέ τού μή όντος πώς άν λεχθείη μαρτυρία; 

μ. Ιιι Ταύτα μέν χύδην ούτω μακρηγορούμενα πολλήν ώς είκός έχει τήν άηδίαν καί ώσπερ αύτά πρός έαυτά τής άντιλογίας άνακαίει τήν μάχην' εί γάρ έθέλει τις ώς έκ τριόδου κάκείνον τών εύαγγελίων άφηγήσασθαι τόν λόγον όν ό Ίησούς τών Πέτρω διαφθέγγεται φάς' Υπαγε όπίσω μου Σατανά σκάνδαλόν μου εί ότι ού φρονείς τά τού θεού άλλά τά τών άνθρώπων' είτ' έν έτέρω τόπω' Σύ εί Πέτρος καί έπί ταύτη τή πέτρα οίκοδομήσω μου τήν έκκλησίαν καί σοι δώσω τάς κλείς τής βασιλείας τών ούρανών' εί γάρ ούτω κατέγνω τού Πέτρου ώς καί Σατανάν αύτόν είπείν όπίσω βαλλόμενον καί σκάνδαλον μηδ' ότιούν θείον άνειληφότα φρόνημα άποσκορακίσαι δ' αύτόν ούτως άτε καιρίως πλημμελήσαντα ώς μηδ' είς όψιν τού λοιπού λαβείν τούτον έθέλειν άλλ' είς τούπίσω ΄ρίψαι είς τόν τών άπερριμμένων καί άφανών όμιλοντί χρή ταύτης άνωτέρω τής άποφάσεως ψήφον άπεκδέχεσθαι κατά τού κορυφαίου καί πρώτου τών μαθητών; ταύτα γούν εί τις νήφων σφοδρώς μηρυκήσεται είθ' ώς έπιλαθομένου τού Χριστού τών κατά τού Πέτρου γεγενημένων φωνών έπακούσει τό' Σύ εί Πέτρος καί έπί ταύτη τή πέτρα οίκοδομήσω μου τήν έκκλησίαν καί τό' Σοί δώσω τάς κλείς τής βασιλείας τών ούρανών ού γελάσεται μέγα τό στόμα ΄ρηγνύμενος; ού καγχάσει καθάπερ έν θυμέλη θεάτρου; ού λέξει κερτομών ού συριεί σφοδρότερον; ού τοίς παρεστώσιν έρεί γεγωνότερον' Ή Πέτρον Σατανάν λέγων έμεθύσκετο οίνω βεβαρημένος καί λαλών έπίληπτα ή κλειδάρχην τούτον τής βασιλείας ποιών όνείρους έζωγράφει τή φαντασία τών ύπνων; ποίος γάρ Πέτρος βαστάσαι τής έκκλησίας τήν κρηπίδα δυνά μενος ό μυριάκις σαλευθείς εύχερεία τής γνώμης; ποίος στερρός έν αύτώ λογισμός έφωράθη ή πού τό άκλόνητον τής φρονήσεως έδειξεν ό παιδίσκης οίκτράς ένεκεν τού Ίησού ΄ρημάτιον έπακούσας καί δεινώς κραδαινόμενος ό τρίτον έπιορκήσας ού μεγάλης αύτώ τινος έπικειμένης άνάγκης; εί γούν τόν ούτως είς αύτό τής εύσεβείας πταίσαντα τό κεφάλαιον Σατανάν προλαβών εύλόγως ώνόμασεν άτόπως πάλιν ώς άγνοών ό έποίησε τής κορυφής τών πραγμάτων διδοί τήν έξουσίαν. 

Μ. Ιιι Ότι δέ Πέτρος έν πολλοίς πταίσας κατηγορείται δηλοί κάξ έκείνου τού κεφαλαίου τό ΄ρητόν όπου πρός αύτόν ό Ίησούς είπεν' Ού λέγω σοι έως έπτάκις άλλ' έως έβδομηκοντάκις έπτά άφήσεις τώ πλημμελούντι τό άμάρτημα. Ό δέ ταύτην λαβών τήν έντολήν καί τήν νομοθεσίαν ούδ' ότιούν τόν δούλον τού άρχιερέως πλημμελήσαντα κόπτει τού ώτίου καί ώμόν έργάζεται τόν μηδέν όλως άμαρτόντα. Τί γάρ ήμαρτεν εί κελευσθείς ύπό τού δεσπότου συνήλθεν είς τήν τότε κατά τού Χριστού έφοδον; 

μ. Ιιι Ούτος ό Πέτρος καί έν έτέροις άδικών έλέγχεται' άνδρα γάρ τινα λεγόμενον Άνανίαν καί σύν αύτώ γυναίκα Σάπφειραν καλουμένην έπεί μή τό πάν τού χωρίου τίμημα κατεβάλοντο όλίγον δ' είς άναγκαίας έαυτοίς (τάσ) χρείας άφώρισαν έθανάτωσε μηδέν άδικήσαντας. Τί γάρ ήδίκησαν εί μή πάντα τά έαυτών ήθέλησαν χαρίσασθαι; εί δ' άρα καί άδίκημα τό πράγμα ένομίζετο έχρήν αύτόν τών έντολών τού Ίησού μεμνημένον έως τετρακοσίων ένενήκοντα πλημμελημάτων συμπάσχειν διδαχθέντα συγγνώναι τή μιά εί γ' όντως άμαρτία τις τό πεπραγμένον ύπήρχε' σκοπείν δ' αύτόν έχρήν πρός τοίς άλλοις κάκείνο ώς αύτόν άγνοείν όμόσας τόν Ίησούν ού μόνον έψεύσατο άλλά καί έπιώρκησε τής μελλούσης καταφρονήσας κρίσεως καί άναστάσεως. 

Μ. Ιιι Ούτος ό πρωτοστάτης τού χορού τών μαθητών διδαχθείς ύπό τού θεού θανάτου καταφρονείν συλληφθείς ύπό Ήρώδου καί φυγών αίτιος κολάσεως τοίς τηρούσιν έγένετο. Φυγόντος γάρ αύτού νυκτός ήμέρας γενομένης θόρυβος ήν έν τοίς στρατιώταις πώς έξήλθεν ό Πέτρος' έπιζητήσας δέ αύτόν ό Ήρώδης καί μή εύρών άνακρίνας τούς φύλακας έκέλευσεν άπαχθήναι τουτέστιν άποτμηθήναι. Θαυμάσαι τοίνυν έστι πώς ό Ίησούς τοιούτω όντι τώ Πέτρω τά κλειδία δέδωκε τών ούρανών πώς έν τοσούτω τεταραγμένω θορύβω καί τηλικούτοις πράγμασι καταπεπονημένω έλεγε' βόσκε τά άρνία μου εί γε τά μέν πρόβατά είσιν οί Πιστοί (οί) είς τό τής τελειώσεως προβάντες μυστήριον τά δ' άρνία τών έτι Κατηχουμένων ύπάρχει τό άθροισμα άπαλώ τέως τρεφόμενον διδασκαλίας γάλακτι. Όμως ίστορείται μηδ' όλίγους μήνας βοσκήσας τά προβάτια ό Πέτρος έσταυρώσθαι είρηκότος τού Ίησού τάς άδου πύλας μή κατισχύσειν αύτού. Κατέγνω καί Παύλος Πέτρου λέγων' Πρό τού γάρ έλθείν άπό Ίακώβου τινάς μετά τών έθνών συνήσθιεν' ότε δέ ήλθον άφώριζεν έαυτόν φοβούμενος τούς έκ περιτομής' καί συνεκρίθησαν αύτώ πολλοί Ίουδαίοι. Πολλή δέ κάν τούτω καί μεγάλη κατάγνωσις άνδρα τού θείου στόματος ύποφήτην γενόμενον έν ύποκρίσει ζήν καί πρός άνθρώπων άρέσκειαν πολιτεύεσθαι έτι δέ καί γυναίκα περιάγεσθαι Παύλου καί τούτο λέγοντος' Μή ούκ έχομεν έξουσίαν άδελφήν γυναίκα περιάγεσθαι ώς καί οί λοιποί άπόστολοι καί Πέτρος; είτα έπιλέγει' Οί γάρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι έργάται δόλιοι. Εί γούν έν τοσούτοις ίστόρηται έγκεκυλίσθαι κακοίς πώς ού φρικτέον ύποτοπήσαι κλείδας ούρανού κατέχειν καί λύειν καί δεσμείν αύτόν μυρίοις έσφιγμένον ώσπερ άτοπήμασιν;

μ. Ιιι Πώς ό Παύλος Έλεύθερος γάρ ών λέγει πάσιν έμαυτόν έδούλωσα ίνα πάντας κερδήσω; πώς δέ καί τήν περιτομήν λέγων κατατομήν αύτός έν Λύστροις περιτέμνει τινά Τιμόθεον ώς αί Πράξεις τών άποστόλων διδάσκουσιν; εύ γε τής όντως ώδε βλακείας τών ΄ρημάτων' τοιούτον όκρίβαντα γελοίου μηχανήματα αί τών θεάτρων σκηναί ζωγραφούσι' τοιούτον θαυματοποιών όντως τό παραπαίγνιον. Πώς γάρ έλεύθερος ό (παρά) πάσι δουλούμενος; πώς δέ πάντας κερδαίνει ό πάντας καθικετεύων; εί γάρ τοίς άνόμοις άνομος ώς αύτός λέγει καί τοίς Ίουδαίοις Ίουδαίος καί τοίς πάσιν όμοίως συνήρχετο όντως πολυτρόπου κακίας άνδράποδον καί τής έλευθερίας ξένον καί άλλότριον όντως άλλοτρίων κακών ύπουργός καί διάκονος καί ζηλωτής πραγμάτων άσέμνων έπίσημος ό τή κακία τών άνόμων συνδιατρίβων έκάστοτε καί τάς πράξεις αύτών ίδιοποιούμενος. Ούκ ένι ταύτα ψυχής ύγιαινούσης τά δόγματα ούκ ένι λογισμών έλευθέρων άφήγησις ύποπύρου δέ τάς φρένας καί τόν λογισμόν άρρωστούντος ή τών λόγων ύπόθεσις. Εί γάρ άνόμοις συζή καί τόν Ίουδαισμόν έγγράφως άσμενίζει έκατέρου μετέχων έκατέρω συμπέφυρται συναναμιγνύμενος καί συναπογραφόμενος τών ούκ άστείων τά πταίσματα. Ό γάρ τήν περιτομήν ούτω παραγραφόμενος ώς έπαράσθαι τούς ταύτην έπιτελείν θέλοντας καί περιτεμών αύτός έαυτού βαρύτατος ύπάρχει κατήγορος λέγων' Εί ά κατέλυσα ταύτα πάλιν οίκοδομώ παραβάτην έμαυτόν συνίστημι. 

Μ. Ιιι Ό δ' αύτός ούτος ήμίν ό πολύς έν τώ λέγειν ώσπερ τών οίκείων λόγων έπιλαθόμενός φησι τώ χιλιάρχω ούχί Ίουδαίον έαυτόν άλλά ΄Ρωμαίον είναι πρό τούτου φάς' Έγώ άνήρ Ίουδαίός είμι έν Τάρσω τής Κιλικίας γενόμενος άνατεθραμμένος δέ παρά τούς πόδας Γαμαλιήλ πεπαιδευμένος κατ' άκρίβειαν τού πατρώου νόμου. Ό γούν είπών' Έγώ είμι Ίουδαίος καί Έγώ είμι ΄Ρωμαίος ούδέτερόν έστιν έκατέρω προσκείμενος' ό γάρ ύποκρινόμενος καί λέγων όπερ ούκ ήν δόλω τάς ύποθέσεις τών έργων πραγματεύεται καί προσωπείον άπάτης περιβαλών έαυτώ φενακίζει τό σαφές καί κλέπτει τήν άλήθειαν άλληνάλλως πολιορκών τής ψυχής τό φρόνημα τέχνη γοητείας τούς εύχερείς δουλούμενος. Ό δέ τοιαύτην έν βίω γνώμην άσπασάμενος ούδέν άσπόνδου πολεμίου καί πικρού διενήνοχεν ός τών ύπερορίων τάς γνώμας ύποκριθείς πάντας αίχμαλωτίζει άπανθρώπως δουλούμενος. Εί γούν Παύλος ύποκρινόμενος πή μέν Ίουδαίος πή δέ ΄Ρωμαίός έστι πή μέν άνομος πή δέ Έλλην όταν έθέλη έκάστου πράγματος όθνείος καί πολέμιος έκαστον ύπεισελθών έκαστον ήχρείωκε θωπείαις έκάστου κλέπτων τήν προαίρεσιν. Ψεύστης ούν καί τού ψεύδους έκ τού φανερού σύντροφος καί περιττόν τό λέγειν' Άλήθειαν λέγω έν Χριστώ ού ψεύδομαι. Ό γάρ πρώην τόν νόμον καί τήμερον τό εύαγγέλιον σχηματιζόμενος ένδίκως ό τοιούτος κάν βίω κάν πολιτεία κακούργος καί ύπουλος. 

Μ. Ιιι Ότι δέ κενοδοξίας ένεκεν τό εύαγγέλιον καί πλεονεξίας τόν νόμον ύποκρίνεται δήλος άφ' ών λέγει' Τίς στρατεύεται ίδίοις όψωνίοις ποτέ; τίς ποιμαίνει ποίμνην καί έκ τού γάλακτος τής ποίμνης ούκ έσθίει; καί ταύτα θέλων κρατύναι τόν νόμον τής πλεονεξίας λαμβάνει συνήγορον φάς' Ή καί ό νόμος ταύτα ού λέγει; έν γάρ τώ Μωσέως νόμω γέγραπται' ού φιμώσεις βούν άλοώντα. Είτ' έπισυνάπτει τόν λόγον άσαφή καί μεστόν φλυαρίας τών άλόγων τήν θείαν άποτέμνων πρόνοιαν φάσκων' Μή τών βοών μέλει τώ θεώ; ή δι' ήμάς λέγει; δι' ήμάς γάρ έγράφη. Δοκεί δέ μοι ταύτα λέγων ίκανώς ένυβρίζειν τή σοφία τού κτίσαντος ώς ού προνοουμένη τών γενομένων (πάλαι). Εί γάρ περί τών βοών ού μέλει τώ θεώ τί καί γέγραπται' Πάντα ύπέταξας πρόβατα καί βόας καί κτήνη καί τούς ίχθύας. Εί γάρ ίχθύων λόγον ποιείται πολλώ μάλλον βοών άροτήρων καί καματηρών. Όθεν άγαμαι τόν ούτω φένακα τόν άπληστίας ένεκεν καί τού λαβείν ίκανόν τών ύπηκόων έρανον ούτω τόν νόμον σεμνώς περιέποντα. 

Μ. Ιιι Είθ' ύποστρέψας αίφνίδιον ώς όνειροπλήξ άφ' ύπνου τινός άναπηδήσας φάσκει' Μαρτύρομαι έγώ Παύλος ότι έάν τις έν ποιήση τού νόμου όφειλέτης έστίν όλον τόν νόμον ποιήσαι άντί τού' όλως ού χρή τοίς λεγομένοις ύπό τού νόμου προσέχειν. Ό βέλτιστος ούτος ό φρενήρης ό συνετός ό κατά άκρίβειαν τού πατρώου νόμου πεπαιδευμένος ό τοσαυτάκις Μωσέως δεξιώς μεμνημένος; ώσπερ έν οίνω καί μέθη διαβραχείς άναιρεί δογματίζων τού νόμου τό πρόσταγμα λέγων Γαλάταις' Τίς ύμάς έβάσκανεν τή άληθεία μή πείθεσθαι; τουτέστι τώ εύαγγελίω' είτα δεινοποιών καί φρικτόν έργαζόμενός τινα τώ νόμω πείθεσθαι λέγει' Όσοι γάρ έξ έργων νόμου είσίν ύπό κατάραν είσίν. Ό γράφων ΄Ρωμαίοις ότι Ό νόμος πνευματικός έστι καί αύθις' Ό νόμος άγιος καί ή έντολή άγία καί δικαία τούς πειθομένους τώ άγίω ύπό κατάραν τίθησιν. Είτα φύρων άνω καί κάτω τήν φύσιν τού πράγματος συγχέει τό πάν καί ζοφερόν έργάζεται ώς σκοτοδινιάσαι μικρού δείν τόν άκούοντα καί καθάπερ έν νυκτί προσαράττειν έκατέροις τώ τε νόμω προσπταίειν καί τώ εύαγγελίω προσκρούειν τή συγχύσει διά τήν τού χειραγωγούντος άμαθίαν. 

Μ. Ιιι Ίδε γάρ ίδε τού σοφού τήν άφήγησιν' μετά μυρίας φωνάς άς έκ τού νόμου πρός σύναρσιν έλαβε καί τών οίκείων ΄ρημάτων τήν ψήφον ήκύρωσε λέγων' Νόμος γάρ παρεισήλθεν ίνα πλεονάση τό παράπτωμα καί πρό τούτων' Τό κέντρον τού θανάτου ή άμαρτία ή δέ δύναμις τής άμαρτίας ό νόμος μονονουχί μάχαιραν καθάπερ τήν οίκείαν άπακονήσας γλώτταν άφειδώς μεληδόν τεμαχίζει τόν νόμον ό πείθεσθαι τώ νόμω πολλαχώς προτρεπόμενος καί τό ζήν κατ' αύτόν λέγων έπαινετόν. Ώσπερ δέ έκ συνηθείας ταύτην άναλαβών τήν άπαίδευτον γνώμην τάς οίκείας πανταχού ψήφους καταβέβληκεν. 

Μ. Ιιι Άμέλει τήν βρώσιν τών ίεροθύτων άπαγορεύων πάλιν άδιαφορείν περί τούτων διδάσκει λέγων μή δείν πολυπραγμονείν μηδ' έξετάζειν άλλ' έσθίειν κάν ίερόθυτα ή μόνον έάν τις μή προείπη' .... Έν οίς ίστόρηται λέγων' Ά θύουσι δαιμονίοις θύουσιν' ού θέλω δέ ύμάς κοινωνούς τών δαιμονίων γίνεσθαι. Ταύτα λέγων καί γράφων πάλιν άδιαφόρως περί τής βρώσεως γράφει λέγων' Οίδαμεν ότι ούδέν είδωλον έν κόσμω καί ούδείς θεός εί μή είς καί μετ' όλίγα' βρώμα ύμάς ού παραστήσει τώ θεώ ούτε έάν φάγωμεν περισσεύομεν ούτε έάν ού φάγωμεν ύστερούμεθα είτα μετά τοσαύτην τερθρείας άδολεσχίαν ώσπερ έν κλίνη κείμενος άπεμηρυκήσατο φάς' Πάν τό έν μακέλλω πωλούμενον έσθίετε μηδέν άνακρίνοντες διά τήν συνείδησιν' τού κυρίου γάρ ή γή καί τό πλήρωμα αύτής' ώ σκηνής παίγνιον πρός μηδενός εύρεθέν ώ φωνής άλλόκοτον ΄ρήμα καί άσύμφωνον. Ώ λόγος αύτός έαυτόν τή μαχαίρα χειρούμενος. Ώ καινοτέρα τοξεία κατά τού βάλλοντος έρχομένη καί πίπτουσα. 

Μ. Ιιι Όμοιον τούτοις έν ταίς έπιστολαίς αύτού ΄ρήμά τι εύρομεν ένθα τήν παρθενίαν έπαινών μεταβαλλόμενος αύθις γράφει' Έν ύστέροις καιροίς άποστήσονταί τινες τής πίστεως προσέχοντες πνεύμασι πλάνης κωλύοντες γαμείν άπέχεσθαι βρωμάτων καί έν τή πρός Κορινθίους δέ έπιστολή λέγει' Περί δέ τών παρθένων έπιταγήν κυρίου ούκ έχω. Ούκούν ό παρθενεύων ού καλώς ποιεί ούδ' ό γάμων άπεχόμενος πονηρού τινος ύφηγήσει πειθόμενοι μή έχοντες πρόσταγμα περί παρθενίας τού Ίησού καί πώς τινες παρθενεύουσαι ώς μέγα τι κομπάζουσι καί λέγουσι πνεύματος άγίου πεπληρώσθαι όμοίως τή τεξαμένη τόν Ίησούν; 

μ. Ι Πώς παράγειν ό Παύλος λέγει τό σχήμα τού κόσμου; καί πώς δυνατόν τούς έχοντας ώς μή έχοντας είναι καί τούς χαίροντας ώς μή χαίροντας καί τάς λοιπάς τούτοις γραολογίας είναι πιθανάς; πώς γάρ δυνατόν τόν έχοντα μέν ώς μή έχοντα γενέσθαι; πώς δέ πιθανόν τόν χαίροντα ώς μή χαίροντα; ή πώς τό σχήμα τού κόσμου τούτου παρελθείν δυνατόν; τίς δ' ό παράγων έσται καί τίνος χάριν; εί μέν γάρ ό δημιουργός τούτο παράξειε διαβληθήσεται ώς τό κείμενον άσφαλώς κινών καί μεταφέρων' εί δ' έπί τό κρείττον παράξει τό σχήμα κατηγορείται κάν τούτω πάλιν ώς ού συνιδών έν τή δημιουργία τό άρμόζον καί πρέπον σχήμα τώ κόσμω άλλά τού κρείττονος λόγου λειπόμενος έκτισεν αύτόν ώσπερ άτελή. Πόθεν γούν ίστέον ώς είς τό καλόν ή τού κόσμου φύσις όψέ τών χρόνων άλλαττομένη λήξει ποτέ; τί δέ τό συμφέρον τήν τών φαινομένων τάξιν άλλαγήναι; εί μέν γάρ κατηφή καί λύπης αίτια τά τών όρωμένων ύπάρχει πράγματα καταψάλλεται καί τούτοις ό δημιουργός καταυλούμενος εύλόγοις αίτίαις ότι λυπηρά καί ταράττοντα τήν λογικήν φύσιν έτεκτήνατο τού κόσμου τά μέρη καί μεταγνούς έκρινεν άλλάξαι τό πάν. Μή τι γούν ό Παύλος τώ λόγω τούτω ώς μή έχοντα διδάσκει τόν έχοντα φρονείν έπεί τόν κόσμον έχων ό κτίσας ώς μή έχων τούτου παράγει τό σχήμα; καί τόν χαίροντα λέγει μή χαίρειν έπεί τό χαρίεν καί λαμπρόν κτίσμα ό δημιουργός βλέπων ού τέρπεται καθάπερ δ' έπ' αύτώ πολλά λυπούμενος μετάγειν τούτο καί μεταφέρειν διεβουλεύσατο; μετρίω μέν ούν γέλωτι τούτο τό λεξίδιον παραχωρήσωμεν.

Μ. Ι Άλλο δ' έμβρόντητον καί πεπλανημένον ύπ' αύτού ΄ρηθέν ίδωμεν σόφισμα έν ώ φησίν' Ήμείς οί ζώντες οί περιλειπόμενοι ού μή φθάσωμεν τούς κοιμηθέντας είς τήν παρουσίαν τού κυρίου ότι αύτός ό κύριος έν κελεύσματι έν φωνή άρχαγγέλου καί έν σάλπιγγι θεού καταβήσεται άπ' ούρανού καί οί νεκροί οί έν Χριστώ άναστήσονται πρώτον' έπειτα ήμείς οί ζώντες άμα σύν αύτοίς άρπαγησόμεθα έν νεφέλη είς άπάντησιν τού κυρίου είς άέρα' καί ούτω πάντοτε σύν κυρίω έσόμεθα. Τούτ' ούρανόμηκες όντως καί μετεωρότερον τού πράγματος ύπέρογκον τό ψεύσμα καί άνώτερον' τούτο καί τοίς άλόγοις έπαδόμενον ζώοις άναγκάζει βληχάσθαι καί κρώζειν έν ύποκρίσει τόν έξηχον πάταγον έπάν γνώ ένσάρκους άνθρώπους ώς τά πετεινά πετομένους έν άέρι ή βασταζομένους έπί νεφέλης. Πολύς γάρ ούτος τής άλαζονείας ό κόμπος ζώα τώ φόρτω πεπιλημένα τών σωματικών όγκων φύσιν άναλαβείν πτερωτών όρνέων καί διαπεράν ώσπερ τι πέλαγος τόν πολύν άέρα όχήματι νεφέλης άποχρησάμενα. Εί γάρ καί δυνατόν άλλά τερατώδες καί τής άκολουθίας έστίν άλλότριον. Ή γάρ δημιουργός άνωθεν φύσις τόπους άρμόζοντας τοίς γινομένοις συναπεκλήρωσε καί κατάλληλον ένομοθέτησεν έχειν έναύλισμα ένύδροις θάλασσαν χερσαίοις ήπειρον πτηνοίς άέρα φωστήρσιν αίθέρα. Έν γούν έκ τούτων έκ τής οίκείας άν μετάρη μονής άφανισθήσεται είς ξένην μετελθόν δίαιταν καί μονήν' οίον εί τό ένυδρον βουληθείης λαβείν κάπί τής ξηράς διάγειν βιάση φθείρεται ΄ράον έξαπολλύμενον' εί δέ χερσαίον αύθις καί αύχμηρόν είς τό ύδωρ βάλλης άποπνιγήσεται' κάν τού άέρος χωρίσης πτηνόν ούχ ύπομενεί. Κάν άστέριον έξ αίθερίου σώματος μεταβιβάσης ούχ ύποστήσεται. Άλλ' ούδ' ό θείος καί δραστήριος τού θείου λόγος τούτ' έποίησεν ή πράξει ποτέ καίπερ δυνάμενος τών γινομένων τάς μοίρας άλλάττειν' ού γάρ καθ' ό δύναται πράττει τι καί θέλει άλλά καθ' ό τήν άκολουθίαν σώζει τά πράγματα τόν τής εύταξίας φυλάττει νόμον. Ούδέ γούν τήν γήν εί γε καί δύναται ναυτίλλεσθαι ποιεί ούδ' άρούσθαι πάλιν καί γεωργείσθαι ποιεί τήν θάλασσαν ούδέ τήν άρετήν καθ' ό δύναται ποιεί κακίαν ούδέ τήν κακίαν αύθις άρετήν ούδέ τόν άνθρωπον παρασκευάσει πτηνόν γενέσθαι ούδέ τά άστρα κάτω καί τήν γήν άνω. Όθεν εύλόγως μεστόν έξηχίας τό λέγειν άνθρώπους άρπαγήσεσθαι είς άέρα ποτέ' άρίδηλον δέ τό ψεύδος τού Παύλου έν τώ λέγειν' Ήμείς οί ζώντες' έτη γάρ έξ ού λέγει (τ) τριάκοντα καί ούδέν ούδαμού ούδ' αύτός ό Παύλος μετά καί άλλων ήρπάγη σωμάτων. Καί τούτο μέν ώδε σιγήν έχέτω τό κεκλονημένον ΄ρήμα τού Παύλου. 

Μ. Ι Ίδωμεν δ' έκείνο τό ΄ρηθέν τώ Παύλω' Είπε δέ δι' όράματος ό κύριος έν νυκτί τώ Παύλω' μή φοβού άλλά λάλει ότι μετά σού είμί καί ούδείς έπιθήσεταί σοι τού κακώσαί σε. Καί όσον ούδέπω έν ΄Ρώμη κρατηθείς τής κεφαλής άποτέμνεται ούτος ό κομψός ό λέγων ότι Άγγέλους κρινούμεν ού μήν άλλά καί Πέτρος λαβών έξουσίαν βόσκειν τά άρνία τώ σταυρώ προσηλωθείς άνασκολοπίζεται' καί άλλοι δέ μύριοι τούτοις όμόδοξοι οί μέν έκαύθησαν οί δ' άλλοι τιμωρίαν ή λώβην δεξάμενοι διεφθάρησαν' τούτο δ' ούκ άξιον θεού γνώμης άλλ' ούδ' άνδρός εύσεβούς είς έαυτού χάριν καί πίστιν πλήθος άνδρών άπανθρώπως κολάζεσθαι τής προσδοκωμένης άναστάσεως καί έλεύσεως ούσης άδήλου. 

Τ γ. . . Ιι Τοίς προφήταις άκριβώς έντυχών ό Πορφύριος (μάλα γάρ αύτοίς ένδιέτριψε) τήν καθ' ήμών τυρεύων (τορεύων) γραφήν άλλότριον εύσεβείας καί αύτός άποφαίνει τό θύειν ... Τά θεία λόγια κεκλοφώς καί ένίων τήν διάνοιαν τοίς συγγράμμασιν έντεθεικώς τοίς οίκείοις. 

Ε. . . Ι . Τί δεί ταύτα λέγειν ότε καί ό καθ' ήμάς έν Σικελία καταστάς Πορφύριος συγγράμματα καθ' ήμών ένστησάμενος καί δι' αύτών τάς θείας γραφάς διαβάλλειν πεπειραμένος τών τε είς αύτάς έξηγησαμένων μνημονεύσας μηδέν μηδαμώς φαύλον έγκλημα τοίς δόγμασιν έπικαλείν δυνηθείς άπορία λόγων έπί τό λοιδορείν τρέπεται καί τούς έξηγητάς ένδιαβάλλειν ών μάλιστα τόν Ώριγένην' όν κατά τήν νέαν ήλικίαν έγνωκέναι φήσας διαβάλλειν μέν πειράται συνιστών δέ άρα τόν άνδρα έλάνθανεν τά μέν έπαληθεύων έν οίς ούδ' έτέρως αύτώ λέγειν ήν δυνατόν τά δέ καί ψευδόμενος έν οίς λήσεσθαι ένόμιζεν καί τοτέ μέν ώς Χριστιανού κατηγορών τοτέ δέ τήν περί τά φιλόσοφα μαθήματα έπίδοσιν αύτού διαγράφων' άκουε δ' ούν ά φησιν κατά λέξιν' 

Τής δή μοχθηρίας τών Ίουδαικών γραφών ούκ άπόστασιν λύσιν δέ τινες εύρείν προθυμηθέντες έπ' έξηγήσεις έτράποντο άσυγκλώστους καί άναρμόστους τοίς γεγραμμένοις ούκ άπολογίαν μάλλον ύπέρ τών όθνείων παραδοχήν δέ καί έπαινον τοίς οίκείοις φερούσας. Αίνίγματα γάρ τά φανερώς παρά Μωυσεί λεγόμενα είναι κομπάσαντες καί έπιθειάσαντες ώς θεσπίσματα πλήρη κρυφίων μυστηρίων διά τε τού τύφου τό κριτικόν τής ψυχής καταγοητεύσαντες έπάγουσιν έξηγήσεις. 

Είτα μεθ' έτερά φησιν' 

Ό δέ τρόπος τής άτοπίας έξ άνδρός ώ κάγώ κομιδή νέος ών έτι έντετύχηκα σφόδρα εύδοκιμήσαντος καί έτι δι' ών καταλέλοιπεν συγγραμμάτων εύδοκιμούντος παρειλήφθω Ώριγένους ού κλέος παρά τοίς διδασκάλοις τούτων τών λόγων μέγα διαδέδοται. Άκροατής γάρ ούτος Άμμωνίου τού πλείστην έν τοίς καθ' ήμάς χρόνοις έπίδοσιν έν φιλοσοφία έσχηκότος γεγονώς είς μέν τήν τών λόγων έμπειρίαν πολλήν παρά τού διδασκάλου τήν ώφέλειαν έκτήσατο είς δέ τήν όρθήν τού βίου προαίρεσιν τήν έναντίαν έκείνω πορείαν έποιήσατο. Άμμώνιος μέν γάρ Χριστιανός έν Χριστιανοίς άνατραφείς τοίς γονεύσιν ότε τού φρονείν καί τής φιλοσοφίας ήψατο εύθύς πρός τήν κατά νόμους πολιτείαν μετεβάλετο Ώριγένης δέ Έλλην έν Έλλησιν παιδευθείς λόγοις πρός τό βάρβαρον έξώκειλεν τόλμημα' ώ δή φέρων αύτόν τε καί τήν έν τοίς λόγοις έξιν έκαπήλευσεν κατά μέν τόν βίον Χριστιανώς ζών καί παρανόμως κατά δέ τάς περί τών πραγμάτων καί τού θείου δόξας Έλληνίζων τε καί τά Έλλήνων τοίς όθνείοις ύποβαλλόμενος μύθοις. Συνήν τε γάρ άεί τώ Πλάτωνι τοίς τε Νουμηνίου καί Κρονίου Άπολλοφάνους τε καί Λογγίνου καί Μοδεράτου Νικομάχου τε καί τών έν Πυθαγορείοις έλλογίμων άνδρών ώμίλει συγγράμμασιν έχρήτο δέ καί Χαιρήμονος τού Στωικού Κορνούτου τε ταίς βίβλοις παρ' ών τόν μεταληπτικόν τών παρ' Έλλησιν μυστηρίων γνούς τρόπον ταίς Ίουδαικαίς προσήψεν γραφαίς. 

Ταύτα τώ Πορφυρίω κατά τό γ σύγγραμμα τών γραφέντων αύτώ κατά Χριστιανών είρηται έπαληθεύσαντι μέν περί τής τάνδρός άσκήσεως καί πολυμαθείας ψευσαμένω δέ σαφώστί γάρ ούκ έμελλεν ό κατά Χριστιανών; έν οίς αύτόν μέν φησιν έξ Έλλήνων μετατεθείσθαι τόν δ' Άμμώνιον έκ βίου τού κατά θεοσέβειαν έπί τόν έθνικόν τρόπον έκπεσείν. Ταύτα μέν ούν είς παράστασιν έκκείσθω τής τού ψευδηγόρου συκοφαντίας. (Σ Έλληνικών δέ φιλοσόφων όστις ποτέ ήν έκείνος άνήρ ό τήν καθ' ήμών συσκευήν προβεβλημένος έν τή δ τής είς μάτην αύτώ πονηθείσης καθ' ήμών ύποθέσεως πρό τών Σεμιράμεως χρόνων τόν Μωυσέα γενέσθαι φησί' βασιλεύει δέ Άσσυρίων ή Σεμίραμις πρόσθεν έτεσι ν πρός τοίς ρ' ώστε είναι κατά τούτον τών Τρωικών Μωυσέα πρεσβύτερον ν καί ω έτεσιν). 

Ε. π. . Ι Μέμνηται τούτων ό καθ' ήμάς τήν καθ' ήμών πεποιημένος συσκευήν έν δ τής πρός ήμάς ύποθέσεως ώδε τώ άνδρί μαρτυρών πρός λέξιν' 

Ίστορεί δέ τά περί Ίουδαίων άληθέστατα ότι καί τοίς τόποις καί τοίς όνόμασιν αύτών τά συμφωνότατα Σαγχουνιάθων ό βηρύτιος είληφώς τά ύπομνήματα παρά Ίερομβάλου τού ίερέως θεού τού Ίευώ' ός Άβιβάλω (Άβελβαλώ) τώ βασιλεί βηρυτίων τήν ίστορίαν άναθείς ύπ' έκείνου καί τών κατ' αύτόν έξεταστών τής άληθείας παρεδέχθη. Οί δέ τούτων χρόνοι καί πρό τών Τρωικών πίπτουσι χρόνων καί σχεδόν τοίς Μωσέως πλησιάζουσιν ώς αί τών Φοινίκης βασιλέων μηνύουσι διαδοχαί. Σαγχουνιάθων δέ (ό) κατά τήν Φοινίκων διάλεκτον φιλαλήθως πάσαν τήν παλαιάν ίστορίαν έκ τών κατά πόλιν ύπομνημάτων καί τών έν τοίς ίεροίς άναγραφών συναγαγών δή καί συγγράψας έπί Σεμιράμεως γέγονε τής Άσσυρίων βασιλί δος ή πρό τών Ίλιακών ή κατ' αύτούς γε τούς χρόνους γενέσθαι άναγέγραπται. Τά δέ τού Σαγχουνιάθωνος είς Έλλάδα γλώσσαν ήρμήνευσε Φίλων ό βύβλιος. Τ γ. . . Ιι . . ρ. Πορφύριος γούν ύμίν μάρτυς άξιόχρεως έστω ός τής άσεβείας γενόμενος πρόμαχος κατά τού θεού τών όλων τήν άκόλαστον έκίνησε γλώτταν' άκούσατε ούν αύτού ταύτα λέγοντος έν οίς καθ' ήμών συγγέγραφεν. 

Σ γ. . Ι (μ τ. . ) Λέγουσι πολλοί καί μάλιστα οί τώ θεοστυγεί Πορφυρίω άκουλουθήσαντες τώ κατά Χριστιανών συγγράψαντι καί τού θείου δόγματος πολλούς άποστήσαντι' λέγουσι τοίνυν' Διά τί ό θεός άπηγόρευσε τήν γνώσιν τού καλού καί πονηρού; έστιν τό πονηρόν άπηγόρευσε' διά τί καί τό καλόν; είπών γάρ' Άπό τού ξύλου τού είδέναι καλόν καί πονηρόν μή φάγητε κωλύει φησίν αύτόν τού είδέναι τό κακόν' διά τί καί τό άγαθόν; (άεί ή κακία καθ' έαυτής τεχνάζεται καί τάς λαβάς καθ' έαυτής δίδωσιν). 

Ε. δ. Ι Εί δέ λέγοι τις κατά Άντίοχον τόν Έπιφανή ταύτα πεπληρώσθαι σκεψάσθω εί οίος τέ έστιν άποδιδόναι καί τά ήμιόλιοι καί έπίτριτοι καί όλως έπιμόριοι καί οί τοιούτοι' τό τε διάφορον είλήφασιν έκ τής διαφόρου ύπεροχής θατέρου όρου τού λοιπού. Φέρε γάρ έστω ό ύπερέχων όρος ό ιβ' ούτος δίς μέν τινα έχων καί ίσω τού ύπερεχομένου ύπερέχων έν λόγω γίνεται τώ διπλασίω οίον ό ιβ πρός τόν ' ύπερέχων δέ τώ ήμίσει τού ύπερεχομένου οίον τώ η έν λόγω θεωρείται τώ ήμιολίω' τώ δέ τρίτω ύπερέχων τού ύπερεχομένου οίον τώ θ έν λόγω θεωρείται τώ έπιτρίτω' ώστ' έκ τού ποσού τής ύπεροχής ή διαφορά τών λόγων ύφίσταται. 

Παραβολήν δέ λέγουσιν οί περί τά μαθήματα τήν πρός άλλήλας σχέσιν τών όμοιογενών. Έν ούν τοίς πρός άλλήλους παραβαλλομένοις φθόγγοις καί σχέσιν τινά πρός άλλήλους κεκτημένοις καί λόγον τό έμμελές ήδη καταφαίνεται καί τό έκμελές. Τό γάρ έκμελές ή έμμελές ούκ άσχετον άλλ' έν τή πρός έτερον φθόγγον φθόγγου σχέσει θεωρείται. Τό μέν ούν έκμελές ότι άλλοτριότητα καί τό άναπτον καί άσυνάρμοστον σημαίνει πρόδηλον τίνες δ' οί έκμελείς ΄ρηθήσεται ύστερον. Τό δ' έμμελές ότι σύναψιν καί συνάρμοσιν σημαίνειν βούλεται καί τούτο γνώριμον. Τίνα δ' έχει διαφοράν τό έμμελές πρός τό σύμφωνον όταν τίνες οί έμμελείς καί τίνες οί σύμφωνοι φθόγγοι φανεροί γένωνται έσται σαφές. Διακρίνειν γάρ βούλεται τούτους ό Πτολεμαίος καί μή πάντως τούς έμμελείς είναι καί συμφώνους εί καί πάντως οί σύμφωνοι καί έμμελείς. Συντόμως δέ καί αύτός τά νύν έκδιδάσκει περί τούτων έπάγων. 

{<Είσί δ' έμμελείς έως τού μή ούτως έχοντας.>} 

Προελθών άκριβέστερον περί τούτων διαλήψεται προστιθείς τοίς έμμελέσι καί συμφώνοις καί όμοφώνους' νύν δέ διά τήν φερομένην διάταξιν έμμελείς μέν άποδέδωκε τούς εύφόρους άλλήλοις συναπτομένους συμφώνους δέ τούς τήν όμοίαν άντίληψιν έμποιούντας ταίς άκοαίς. Έστι δ' ή διαφορά ότι οί μέν ούκ έναντιούνται μόνον πρός τήν άλλήλων συναφήν οί δέ καί έναντιούνται καί όμοίως ταίς άκοαίς προσπίπτουσιν. Έστι γάρ συμφωνία δυείν φθόγγων όξύτητι καί βαρύτητι διαφερόντων κατά τό αύτό πτώσις καί κράσις. Δεί γάρ τούς φθόγγους συγκρουσθέντας έν τι είδος άποτελείν φθόγγου τή άκοή ούτε τής όξύτητος ύπερβαλλούσης καί αύτήν παρεμφαινούσης ούτε τής βαρύτητος άλλ' οίονεί κράσεως τοιαύτης γενομένης ώς τών κεκραμένων μή έπικρατείν θατέρου θάτερον μηδέ τήν αύτού δύναμιν έμφαίνειν ή ύπερβάλλουσαν τής θατέρου ή έλλείπουσαν. Έάν γάρ ή άκοή τού βαρέος μάλλον έν τή συγκρούσει ποιήται τήν άντίληψιν ή πάλιν τού όξέος άσύμφωνόν έστι τό τοιούτον. Τούς ούν τοιούτους φθόγγους κεκλήκασι συμφώνους παρά τόν κάλλιστόν φησιν ήδη τών ψόφων τήν φωνήν όνοματοποιήσαντες. Τώ μέν γάρ γένει ψόφος καί ή φωνή έπεί δέ τών αίσθητών τό ζώον τού μή ζώου κρείττον καί τόν ύπό ζώου ή ζώων προιέμενον ψόφον όπερ έστίν ή φωνή κρείττονα τών μή ούτως άποτελουμένων έτίθεντο ψόφον. Καί γάρ πως καί οί δοκούντες είναι άπό τών μουσικών όργάνων κλητήν τήν φωνήν ή μιμείσθαι σπουδάζουσι καί όμως τού κατ' αύτήν διηρθρωμένου ού κατά πάν τυγχάνειν δύνανται. 

Έμβάς τοίνυν είς τόν περί τών συμφώνων λόγον τάς τών <Πυθαγορείων> περί αύτών διατάξεις δοκιμάζει πρότερον είθ' ούτω τά αύτώ άρέσκοντα τίθησιν ών άπ' άλλης άρχής τήν έξήγησιν ποιησόμεθα. 

{Ε.} 

Χρή γινώσκειν ότι τής άρμονικής πάντες οί φθόγγοι γίνονται πληγής τινος γενομένης' πληγήν δ' άμήχανον γίνεσθαι μή ούχί κινήσεως πρότερον γινομένης. Τών δέ κινήσεων αί μέν είσι πυκνότεραι αί δ' άραιότεραι καί αί μέν πυκνότεραι όξυλευθερούν αίσίως τινάς δέ τοίς φόβοις περιβάλλειν άλόγως τούτο ού κατόρθωμα άλλά κακουργία δικαίως άν κληθείη. Ού μήν άλλά καί τώ πολεμίων λαμβάνειν άξίωσιν έπί χώραν έτέραν οίκείν καί κατανέμεσθαι όμοιον πράττει βασιλεί φθείροντι τό ύπήκοον όστις άδυνατών έκ πάσης χώρας έλάσαι τόν βάρβαρον είς τόπον έκ τόπου τούτον έκπέμπει μένειν χώραν έκ τού κακού μίαν έξαιρούμενος καί μίαν έκδοτον τώ κακώ δωρούμενος. Εί γούν καί ό Χριστός όμοίως άδυνατών τότε τής ένορίου έλάσαι τόν δαίμονα είς άγέλην αύτόν τών χοίρων έξέπεμπε τερατώδες μέν όντως τούτο καί χράναι τήν άκοήν (ποιεί) δυνάμενον μεστόν δέ φαύλης ύπονοίας έργάζεται. Εύθύς γάρ ταύτ' άκούσας (εί) εύ φρονών έκρινεν αύτόθεν δικάσας τήν άφήγησιν καί ψήφον άνάλογον έπήγε τώ πράγματι λέγων' εί μή πάσαν τήν ύφήλιον τής βλάβης έλευθεροί άλλ' είς διαφόρους χώρας φυγαδεύει τά βλάπτοντα καί τινων φροντίζει καί τινων ού κήδεται ούκ άσφαλές τούτω προσφεύγειν καί σώζεσθαι' ό γάρ σωθείς τού μή σωθέντος λυπεί τήν διάθεσιν καί ό μή σωθείς τού σωθέντος ύπάρχει κατήγορος. Όθεν ώς έγώ κρίνω πλάσμα τής ίστορίας ταύτης ή άφήγησις. Εί δ' ού πλάσμα τυγχάνει τής δ' άληθείας συγγενές γέλως όντως ίκανός τών χασμωμένων έστί. Φέρε γάρ ώδε τουτί σαφώς έξετάσωμεν πώς έν Ίουδαία γή τοσούτο πλήθος τότε χοίρων ένέμετο τών μάλιστα ΄ρυπαρών καί μισουμένων τοίς Ίουδαίοις βοσκημάτων άνωθεν πώς δέ καί πάντες οί χοίροι έκείνοι συνεπνίγησαν λίμνης ού θαλάσσης βαθείας ύπαρχούσης. Καί ταύτα μέν νηπίοις κρίνειν παραχωρήσωμεν τούτους πάντας ή σωτήριος διέτεμε μάχαιρα έν ένί καθάπερ οίκω άτραυματίστως διχάσασα' τέμνει γάρ αύτη γνώμας καί μώλωπας ού ποιεί .... Ού σώματα διχάζει. 

Μ. Ι Εί γε δεί κάκείνην τήν πεύσιν μηρυκήσασθαι ώς Ίησούς λέγει' Έξομολογούμαί σοι πάτερ κύριε τού ούρανού καί τής γής ότι άπέκρυψας ταύτα άπό σοφών καί συνετών καί άπεκάλυψας αύτά νηπίοις καί έν τώ Δευτερονομίω δέ γέγραπται' Τά κρυπτά κυρίω τώ θεώ ήμών καί τά φανερά ήμίν. Σαφέστερα ούν δεί είναι καί ούκ αίνιγματώδη τά τοίς νηπίοις καί άσυνέτοις γραφόμενα' εί γάρ άπό τών σοφών κέκρυπται τά μυστήρια νηπίοις δέ καί θηλαζομένοις άλόγως έκκέχυται βέλτιον τήν άλογίαν ζηλούν καί τήν άμαθίαν' καί τούτο τής σοφίας τού έπιδημήσαντος τό μέγα κατόρθωμα κρύψαι μέν τών σοφών τήν άκτίνα τής γνώσεως άφροσι δέ ταύτην έκκαλύψαι καί βρέφεσιν. 

Μ. Ι Άλλο δέ μυθωδέστερον τούτου καθάπερ έν νυκτί δόγμα ψηλαφήσωμεν έν τώ' Όμοία έστίν ή βασιλεία τών ούρανών κόκκω σινάπεως καί πάλιν' Όμοία έστίν ή βασιλεία τών ούρανών ζύμη καί αύθις' Όμοία έστίν άνθρώπω έμπόρω ζητούντι καλούς μαργαρίτας; ταύτα γάρ ούκ άνδρών άλλ' ούδ' όνειροπολούντων γυναίων τά μυθάρια' όταν γάρ τις περί μεγάλων ή θείων άπαγγέλη κοινοίς μέν όφείλει καί άνθρωπίνοις χρήσθαι παραδείγμασι σαφηνείας ένεκεν ού μήν ούτω χυδαίοις καί άσυνέτοις. Ταύτα τά ΄ρήματα μετά τού ταπεινά είναι καί μή πρέποντα τηλικούτοις πράγμασιν ούδεμίαν έχει έν έαυτοίς έννοιαν συνετήν ούδέ σαφήνειαν' καίτοι σφόδρα προσήκεν αύτά είναι σαφή διά τό μή σοφοίς μηδέ συνετοίς άλλά νηπίοις γεγράφθαι. 

Μ. Ιιι Φέρε δέ σοι κάκείνην έκ τού εύαγγελίου τήν ΄ρήσιν άναπτύξωμεν τήν γελοίως μέν ώδε γραφείσαν άπιθάνως γελοιωδέστερον δέ έχουσαν τό διήγημα όπηνίκα τούς μαθητάς άπό δείπνου προπέμψας ό Ίησούς διαπλεύσαι τήν θάλασσαν αύτός έπέστη τή τετάρτη τής νυκτός αύτοίς φυλακή δεινώς ύπό τής ζάλης τετρυχωμένοις τού χειμώνος άτε παννύχιον μοχλεύουσιν (αύτοίσ) τή βία τών κυμάτων' τετάρτη γάρ τής νυκτός φυλακή έστιν ή δεκάτη τής νυκτός ώρα μεθ' ήν ύπολείπονται τρείς ύστεραίοι ώραι. Οί γούν τήν άλήθειαν τών τόπων άφηγούμενοί φασι θάλασσαν μέν έκεί μή είναι λίμνην δέ μικράν έκ ποταμού συνεστώσαν ύπό τό όρος κατά τήν Γαλιλαίαν χώραν παρά πόλιν Τιβεριάδα ήν καί μονοξύλοις μικροίς διαπλεύσαι ΄ράδιον έν ώραις ού πλείον δύο μήτε δέ κύμα μήτε χειμώνα χωρήσαι δυναμένην. Έξω τοίνυν τής άληθείας πολύ βαίνων ό Μάρκος σφόδρα γελοίως τούτο συγγράφει τό μύθευμα τό διανυθεισών ώρών έννέα τή δεκάτη τόν Ίησούν έπιβάντατουτέστι τή τετάρτη τής νυκτός φυλακήεύρείν έπιπλέοντας τώ λάκκω τούς μαθητάς' είτα θάλατταν λέγει καί ούχ άπλώς θάλατταν άλλά καί χειμαζομένην καί δεινώς άγριαίνουσαν καί τή τών κυμάτων ταραχή φοβερόν σφαδάζουσαν ίν' έκ τούτων ώς μέγα τι τόν Χριστόν ένεργήσαντα σημείον είσαγάγη χειμώνά τε πολύν παύσαντα καί έξαίσιον κάκ βυθού καί πελάγους σεσωκότα τούς μαθητάς μικρού κινδυνεύοντας. Έκ τοιούτων παιδικών ίστοριών έγνώκαμεν σκηνήν σεσοφισμένην είναι τό εύαγγέλιον. Έξ ών έκαστα ζητούμεν λεπτότερον. 

Μ. Ιι Τί πράγμα είχον οί πολλοί ταύτης άκούειν τής φωνής (ώ γενεά άπιστος έως ποτέ έσομαι μεθ' ύμών;) ένός άξιούντος ή καί σφαλλομένου περί τήν άξίωσιν (ού γάρ σελήνη τούτον άλλά δαίμων έκόλαζε); τίνος δέ ένεκεν έλεεινώς τού πατρός διά τόν υίόν γονυπετούντος έπιτιμητικώς ούκ αύτώ μόνω άλλά καί τοίς όχλοις άπαντήσας έφθέγξατο; ού γάρ έχρήν μάλλον άσμενίσαι τήν έντευξιν άτε περί κακουμένου συμπαθώς γιγνομένην; άλλά τούναντίον άποσκορακίζει τών ίκετών τήν δέησιν' δοκεί γάρ ό Χριστός άλόγως έκ τού προφανούς ένυβρίζειν τόν δήμον. 

Μ. Ιιι Άλλην δέ τούτων άσαφεστέραν λέξιν έξετάσωμεν ένθα φησίν' Εύκοπώτερόν έστι κάμηλον διά ΄ραφίδος είσελθείν ή πλούσιον είς τήν βασιλείαν τών ούρανών. Εί γε ούν τις πλούσιος τών έν τώ βίω πλημμελημάτων άφέμενος φόνου κλοπής μοιχείας φαρμακείας άνοσίου όρκου τυμβωρυχίας ίεροσύλου κακίας είς τήν λεγομένην βασιλείαν ούρανών ούκ είσάγεται τί τού δικαιοπραγείν τοίς δικαίοις όφελος εί τυγχάνουσι πλούσιοι; τί δέ τοίς πένησι βλαβερόν πράττειν τών κακών πάν άνοσιούργημα; ού γάρ άρετή τόν άνθρωπον είς ούρανούς άνάγει άλλά πενία καί πραγμάτων ένδεια. Εί γάρ τόν πλούσιον ό πλούτος άποκλείει τών ούρανών έξ άντιφάσεως ή πενία τούς πένητας είσάγει' καί θέμις τούτο μαθόντα τινά τό μάθημα άρετής μέν ούδαμώς ποιείσθαι λόγον πενίας δέ μόνης καί τών αίσχίστων άκωλύτως έχεσθαι άτε πενίας οίας τε σώζειν τόν πενόμενον καί πλούτου τόν πλούσιον άποκλείοντος τής άκηράτου μονής. Όθεν δοκεί μοι ταύτα μέν τού Χριστού μή τυγχάνειν τά ΄ρήματα είγε τόν τής άληθείασ παρεδίδου κανόνα άλλά πενήτων τινών τάς τών πλουτούντων ούσίας έκ τοιαύτης κενοφωνίας άφαιρείσθαι θελόντων. Άμέλει γούν χθές ού πάλαι γυναιξίν εύσχήμοσι ταύτ' έπαναγινώσκοντες' Πώλησόν σου τά ύπάρχοντα καί δός πτωχοίς καί έξεις θησαυρόν έν ούρανοίς έπεισαν πάσαν ούσίαν ήν είχον καί ύπαρξιν διανείμαι πένησι καί αύτάς είς ένδειαν έλθούσας έρανίζεσθαι έξ έλευθερίας είς άσεμνον άπαίτησιν έλθούσας έλεεινόν έξ εύδαιμονίας έπελθούσας πρόσωπον καί τέλος άναγκασθείσας έπί τάς έχόντων οίκίας άπιέναι' όπερ έστί τής πρώτης μάλλον δ' έσχάτης ύβρεώς τε καί συμφοράς τών οίκείων έκπεσείν εύσεβείας προσχήματι καί τών άλλοτρίων έράν άνάγκη τής ένδείας. Έξ ών δοκεί μοι ταύτα γυναικός είναι καμνούσης τά ΄ρήματα. 

Μ. Ι Ένι καί έτερον έκ τού φανερού λαβείν άμφίβολον ώδε ΄ρημάτιον ένθα φησίν ό Χριστός' βλέπετε μή τις ύμάς πλανήση' πολλοί γάρ έλεύσονται έπί τώ όνόματί μου λέγοντες' έγώ είμι ό Χριστός καί πολλούς πλανήσουσι. Καί ίδού .... Ή καί περαιτέρω διίππευσεν έτη καί ούδείς ούδαμού τοιούτος έπέστη' μή τί γε Άπολλώνιον τόν Τυανέα φήσετε άνδρα φιλοσοφία πάση κεκοσμημένον; έτερον δ' ούκ άν εύροιτε' άλλ' ού περί ένός άλλά περί πολλών λέγει' έγερθήσονται. 

Μ. Ιιι Αύτίκα γούν έτερον λεξίδιον εύρόντες άνακόλουθον ύπό τού Χριστού τοίς μαθηταίς είρημένον ούδ' έκείνο σιγήσαι διέγνωμεν όπου λέγει' Τούς πτωχούς πάντοτε έμέ δέ ού πάντοτε έχετε. Ή δέ αίτία τής ύποθέσεώς έστιν αύτη' γυνή τις άλάβαστρον μύρου κομίσασα κατέχεε κατά τής κεφαλής αύτού' τών δέ θεασαμένων καί τού γενομένου τήν άκαιρίαν θρυλούντων είπε' Τί κόπους παρέχετε τή γυναικί; έργον καλόν είργάσατο είς έμέ' τούς πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ' έαυτών έμέ δέ ού πάντοτε έχετε. Ήσαν γάρ ού μικρώς γογγύσαντες έπειδή μή μάλλον έπράθη πολλής τιμής τό μύρον καί τοίς πτωχοίς έδόθη πεινώσιν είς άνάλωμα. Διά ταύτην ώσπερ τήν άκαιροφωνίαν τό φλυαρώδες τούτο ΄ρήμα διεφθέγξατο φάς μή πάντοτε είναι μετ' αύτών ό διαβεβαιούμενος άλλαχού καί λέγων αύτοίς' Έσομαι μεθ' ύμών έως τής συντελείας τού αίώνος. Ώς δ' έπί τώ μύρω λυπηθείς είναι πάντοτε μετ' αύτών ήρνήσατο. 

Μ. Ιιι Ού μήν άλλά κάκείνο μεστόν άσαφείας μεστόν δ' άπαιδευσίας τό ΄ρήμα καθέστηκε τό ύπό Ίησού τοίς μαθηταίς λεγόμενον' Μή φοβηθήτε φάσκον τούς άποκτείνοντας τό σώμα καί αύτός άγωνιών καί τή προσδοκία τών δεινών έπαγρυπνών καί δι' εύχής παρακαλών τό πάθος αύτόν παρελθείν (καί) λέγων τοίς γνωρίμοις' Γρηγορείτε καί προσεύχεσθε ίνα παρέλθη ήμάς ό πειρασμός. Ταύτα γάρ ούκ άξια παιδός θεού τά ΄ρήματα άλλ' ούδ' άνθρώπου σοφού θανάτου καταφρονούντος. 

Μ. Ιιι Τίνος ένεκεν ό Χριστός ούτε τώ άρχιερεί προσαχθείς ούτε τώ ήγεμόνι άξιόν τι σοφού καί θείου άνδρός έφθέγξατο δυνάμενον καί τόν κριτήν καί τούς παρεστώτας παιδεύσαι καί βελτίους έργάσασθαι άλλ' ήνέσχετο καλάμω τύπτεσθαι καί περιπτύεσθαι καί στεφανούσθαι άκάνθαις καί μή καθάπερ Άπολλώνιος μετά παρρησίας τώ αύτοκράτορι λαλήσας Δομετιανώ τής βασιλικής αύλής άφανής έγένετο καί μεθ' ώρας ού πολλάς έν πόλει Δικαιαρχεία νύν δέ Ποτιόλοις καλουμένη ώφθη έπιφανέστατος; ό δέ γε Χριστός εί καί παθείν είχε κατ' έντολάς τού θεού έχρήν μέν ύπομείναι τήν τιμωρίαν ού μήν (δ') άνευ παρρησίας ύποστήναι τό πάθος άλλά σπουδαίά τινα καί σοφά διαφθέγξασθαι πρός Πιλάτον τόν δικαστήν καί μή ώς είς τών έκ τριόδου χυδαίων ύβρισθήναι. 

Μ. Ιι Έστι καί έτερος λόγος δυνάμενος σαθράν ταύτην έλέγξαι τήν δόξαν ό περί τής άναστάσεως αύτού τής πανταχού θρυλουμένης' τίνος χάριν ό Ίησούς μετά τό παθείν αύτόν ώς φατε καί άναστήναι ούκ έμφανίζεται Πιλάτω τώ κολάσαντι αύτόν καί λέγοντι μηδέν άξιον πεπραχέναι θανάτου ή Ήρώδη τώ τών Ίουδαίων βασιλεί ή τώ άρχιερεί τής Ίουδαικής φρατρίας ή πολλοίς άμα καί άξιοπίστοις καί μάλιστα ΄Ρωμαίων τή τε βουλή καί τώ δήμω ίνα τά κατ' αύτόν θαυμάσαντες μή δόγματι κοινώ καταψηφίσωνται θάνατον ώς άσεβών τών πειθομένων αύτώ; άλλ' έμφανίζει τή Μαγδαληνή Μαρία γυναικί χυδαία καί άπό κωμυδρίου λυπροτάτου τινός όρμωμένη καί ύπό έπτά δαιμόνων κατασχεθείση ποτέ μετ' έκείνης δέ καί άλλη Μαρία άφανεστάτω καί αύτώ γυναίω κωμητικώ καί άλλοις όλίγοις ού σφόδρα έπισήμοις καίτοι φάσκοντος Ματθαίου τώ άρχιερεί τών Ίουδαίων προείρηκε άπάρτι λέγων όψεσθε τόν υίόν τού άνθρώπου καθήμενον έν δεξιά τής δυνάμεως καί έρχόμενον μετά τών νεφελών. Εί γάρ ήν έμφανίσας άνδράσιν έπισήμοις δι' αύτών πάντες άν έπίστευον καί ούδείς άν τών δικαστών ώς μύθους άλλοκότους (αύτούσ) άναπλάττοντας έκόλαζεν' ούδέ γάρ θεώ δήπουθεν άρεστόν άλλ' ούδέ άνθρώπω συνετώ πολλούς δι' αύτόν ταίς άνωτάτω τιμωρίαις ύποβληθήναι. 

Μ. Ιιι Έτι δέ πολλής μοι γέμον τής άβελτηρίας φαίνεται τό λεχθέν' Εί έπιστεύετε Μωσεί έπιστεύετε άν έμοί' περί γάρ έμού έκείνος έγραψεν. Όμως δέ Μωσέως ούδέν άποσώζεται' συγγράμματα γάρ πάντα συνεμπεπρήσθαι τώ ναώ λέγεται' όσα δ' έπ' όνόματι Μωσέως έγράφη μετά ταύτα μετά χίλια καί έκατόν καί όγδοήκοντα έτη τής Μωσέως τελευτής ύπό Έσδρα καί τών άμφ' αύτόν (ούκ άκριβώσ) συνεγράφη. Εί δέ καί Μωσέως δοίη τις είναι τό γράμμα ού δυνατόν δειχθήναι ώς θεόν που λελέχθαι ή θεόν λόγον τόν Χριστόν ή δημιουργόν. Όλως (δέ) Χριστόν σταυρούσθαι τίς είρηκεν; 

μ. Ιιι Πολυθρύλητον έκείνο τό ΄ρήμα τού διδασκάλου έστίν ό λέγει' Έάν μή φάγητέ μου τήν σάρκα καί πίητέ μου τό αίμα ούκ έχετε ζωήν έν έαυτοίς. Τούτο γάρ ού θηριώδες όντως ούδ' άτοπον άλλ' άτοπήματος παντός άτοπώτερον καί παντός θηριώδους τρόπου θηριωδέστερον άνθρωπον άνθρωπίνων σαρκών άπογεύεσθαι καί πίνειν όμοφύλων αίμα καί όμογενών καί τούτο πράττοντα ζωήν έχειν αίώνιον. Ποίαν γάρ είπέ μοι τούτο ποιούντες ύπερβολήν ώμότητος είς τόν βίον είσάξετε; ποίαν τούτου τού μύσους έναγεστέραν κακίαν άλλην καινοτομήσετε; ού φέρουσιν άκοαίού λέγω τήν πράξιν άλλ' ούδέ τό λεγόμενον νεώτερον τούτο καί ξένον άνοσιούργημα ούδέ τών Έριννύων αί φαντασίαι ποτέ τοίς έκτόπως ζώσι τούτο κατεμήνυσαν ούδέ Ποτιδαιάται εί μή λιμός άπάνθρωπος αύτούς κατελέπτυνε τούτο κατεδέξαντο' Θυέστειόν ποτε δείπνον έξ άδελφικής λύπης τοιούτο έγένετο' Τηρεύς ό Θράξ άκων τοιούτων ένεφορήθη σιτίων' Άρπαγος ύπ' Άστυάγους άπατηθείς τάς τού φιλτάτου σάρκας έθοινήσατο' καί πάντες ούτοι άκουσίως τοιαύτην ύπέμενον βδελυρίαν. Ού μήν τις έν είρήνη ζών τοιαύτην ήρτυσεν έν τή ζωή τράπεζαν' ούδείς παρά διδασκάλου τοιούτο μυσαρόν έδιδάχθη μάθημα. Κάν Σκυθίαν ταίς ίστορίαις παρέλθης κάν τούς Μακροβίους διέλθης Αίθίοπας κάν τήν ώκεάνιον ζώνην έν κύκλω διιππεύσης Φθειροφάγους μέν καί ΄Ριζοφάγους εύρήσεις Έρπετοσίτας καί Μυοτρώκτας άκούσεις σαρκών δ' άνθρωπείων πάμπαν άπεχομένους. Τίς ούν ό λόγος ούτος; κάν γάρ άλληγορικώς έχη τι μυστικώτερον καί λυσιτελέστερον άλλ' ή όσμή τής λέξεως διά τής άκοής είσω που παρελθούσα αύτήν έκάκωσε τήν ψυχήν τή άηδία ταράξασα καί τών άποκρύφων τόν λόγον έσίνωσεν όλον παρασκευάσας σκοτοδινιάσαι τή συμφορά τόν άνθρωπον. Ούδέ τών άλόγων ή φύσις κάν άπαραίτητον ίδη λιμόν καί άφόρητον ύπομενεί τούτό ποτε ούδέ κύων κυνός ούδέ άλλο τι τών όμογενών γεύσεταί ποτε σαρκών. Άλλοι πολλοί τών διδασκόντων καινοτομούσι ξένα' τούτου δέ καινότερον ούδείς τών διδασκόντων έξεύρε τραγώδημα ούχ ίστοριογράφος ού φιλόσοφος άνήρ ού βαρβάρων ούχ Έλλήνων τών άνω. βλέπετε γούν τί παθόντες συμπείθεσθαι τούς εύχερείς άλόγως προτρέπεσθε βλέπετε ποίον ού μόνον ταίς άγροικίαις άλλά καί ταίς πόλεσιν έπικεκώ μακε κακόν όθεν δοκεί μοι μήτε Μάρκον μήτε Λουκάν μήτ' αύτόν τούτο γεγραφηκέναι Ματθαίον άτε δοκιμάσαντας ούκ άστείον τό ΄ρήμα άλλά ξένον καί άπάδον καί τής ήμέρου ζωής μακράν άπωκισμένον. 

Μ. Ιι Φέρε δή κάκείνης τής έπισκηνίου λέξεως άκούσωμεν τής πρός τούς Ίουδαίους ώδε γεγενημένης' ού δύνασθε φησίν άκούειν τόν λόγον τόν έμόν ότι έκ τού πατρός τού διαβόλου έστέ καί τάς έπιθυμίας τού πατρός ύμών θέλετε ποιείν. Τίς ούν ό διάβολος ό τών Ίουδαίων πατήρ ήμίν διασάφησον' οί γάρ τάς έπιθυμίας τού πατρός έκτελούντες πρεπόντως τούτο ποιούσι γνώμη πατρός είκοντες καί τούτον τιμώμενοι' εί δέ κακός ό πατήρ ού τοίς τέκνοις τό έγκλημα τού κακού προσαπτέον. Τίς ούν έκείνος ό πατήρ ού τάς έπιθυμίας ποιούντες ούκ ήκουον τού Χριστού; λεγόντων γάρ τών Ίουδαίων ώς ένα πατέρα έχομεν τόν θεόν άκυροί τούτον τόν λόγον έν τώ φάσκειν' ύμείς έκ τού πατρός τού διαβόλου έστέ τουτέστιν έκ τού διαβόλου έστέ. Τίς ούν ό διάβολος έκείνος καί πού τυγχάνει καί τίνα διαβαλών τήν έπωνυμίαν ταύτην έκληρώσατο; δοκεί γάρ ού κύριον άλλ' έκ τού συμβεβηκότος τούτ' έχειν τό όνομα' όπερ άν μάθωμεν δεόντως είσόμεθα' έκ διαβολής γάρ εί καλείται διάβολος τίνων μεταξύ φανείς τήν άπηγορευμένην πράξιν άπετέλεσεν; όφθήσεται γάρ κάν τούτω ό τήν διαβολήν δεχόμενος εύχερής μάλιστ(α δ') άδικούμενος ό διαβαλλόμενος' όφθήσεται δέ καί αύτός μηδέν ήδικηκώς ό διάβολος άλλ' ό τής διαβολής ύποδείξας τήν πρόφασιν. Ώς γάρ ό θείς έν όδώ νύκτωρ τόν σκόλοπα ούχ ό περιπατών καί πταίων ύπεύθυνος άλλ' ό καταπήξας λαμβάνει τό έγκλημα ούτως ό διαβολής ένθέμενος άφορμήν αύτός πλέον ούχ ό κατέχων ούδ' ό λαβών άδικεί. Λέγε δέ κάκείνο' ό διαβάλλων παθητός ή άπαθής; εί μέν γάρ άπαθής ούκ άν ποτε διέβαλεν' εί δ' έμπαθής όφείλει συγγνώμης τυχείν' ούδείς γάρ νοσήμασι φυσικοίς ένοχλούμενος ώς άδικών κρίνεται άλλ' ώς καταπονούμενος πρός πάντων οίκτείρεται. 

Μ. Ιι Εί δέ τις κάκείνην τήν γεγραμμένην έν τώ εύαγγελίω τερθρείαν άναγνώη σφόδρα είσεται τερατολογίαν είναι τά είρημένα ένθα φησί' νύν κρίσις έστί τού κόσμου νύν ό άρχων τού κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Είπέ γάρ μοι πρός θεού τίς ή κρίσις ή τότε γινομένη καί τίς ό άρχων τού κόσμου ό βληθείς έξω; εί μέν γάρ έρείτε' τόν αύτοκράτορα άλλ' ούκ έστι μόνος άρχων άλλ' ούδ' έβλήθη κάτω' πολλοί γάρ άρχουσι τού κόσμου' εί δέ νοητόν τινα καί άσώματον ού δυνατόν βληθήναι έξω' πού γάρ βληθή άρχων τυγχάνων τού κόσμου; εί μέν γάρ άλλον λέξετέ που κόσμον ύφεστάναι είς όν (ό) άρχων βληθήσεται έκ πιθανής ήμίν ίστορίας τούτο είπατε' εί δ' ούκ έστιν άλλος έπεί μηδέ δυνατόν κόσμους ύφεστάναι δύο πού βληθή ό άρχων εί μήτι γε έν αύτώ έν ώ τυγχάνων έστίν; καί πώς έν ώ τις έστιν έν αύτώ καταβάλλεται; εί μήτι κατά τό κεραμεούν άγγος ό συντριβέν καί τό έν αύτώ έξω βληθήναι ποιείόμως ούκ είς κενόν άλλ' είς έτερον σώμα άέρος ή γής εί τύχοι ή άλλου τινός. Εί γούν όμοίως όπερ άδύνατον συντριβέντος τού κόσμου ό έν αύτώ βληθήσεται έξω καί ποίος έξω χώρος είς όν έκβληθήσεται; τί δέ καί τό ίδιον έν έκείνω τώ χώρω πόσον ή ποίον ύψος ή βάθος ή μήκος ή πλάτος; εί γάρ ταύτ' έν αύτώ κόσμος έσται ταύτ' έχων. Τίς δέ (ή) αίτία (τού) βληθήναι τόν άρχοντα έξω ώς ξένον τού κόσμου; καί πώς ξένος ών ήρξε; πώς δ' έκβάλλεται; έκών ή άκων; άκων δηλονότι' άπό γάρ τής λέξεως φανερόν τό λεγόμενον' τό γάρ έκβαλλόμενον άκουσίως έκβάλλεται' άλλ' ό βιαζόμενος ούχ ό τήν βίαν ύπομένων άδικεί. Καί τήν μέν τοσαύτην τών εύαγγελίων άσάφειαν γυναίοις ούκ άνδράσι παραχωρείν δίκαιον' εί γάρ θέλοιμεν τά τοιαύτα ζητείν άκριβέστερον εύρήσομεν μυρίας άσαφείς διηγήσεις λόγου μηδέν κατεχούσας (έρμαιον). 

Ε. δ. Ι Ούδέν ήμάς δύνασθαί φασι οί συκοφάνται δι' άποδείξεως παρέχειν πίστει δέ μόνη προσέχειν άξιούν τούς ήμίν προσιόντας τούτους δέ καί πείθειν ούδέν πλέον ή σφάς αύτούς θρεμμάτων άλόγων δίκην μύσαντας εύ καί άνδρείως έπεσθαι δείν άνεξετάστως άπασι τοίς παρ' ήμών λεγομένοις παρ' ό καί Πιστούς χρηματίζειν τής άλόγου χάριν πίστεως. . Π. . Ι συκοφάντας προαποδείκνυμεν τούς μηδέν έχειν ήμάς δι' άποδείξεως παριστάναι άλόγω δέ πίστει (. Ι προσέχειν άποφηναμένους.

Μ. Ι Τό μέντοι περί τής μοναρχίας τού μόνου θεού καί τής πολυαρχίας τών σεβομένων θεών διαρρήδην ζητήσωμεν ώς ούκ οίδας ούδέ τής μοναρχίας τόν λόγον άφηγήσασθαι. Μονάρχης γάρ έστιν ούχ ό μόνος ών άλλ' ό μόνος άρχων. Άρχει δ' όμοφύλων δηλαδή ή όμοίων οίον Άδριανός ό βασιλεύς μονάρχης γέγονεν ούχ ότι μόνος ήν ούδ' ότι βοών καί προβάτων ήρχεν ών άρχουσι ποιμένες ή βουκόλοι άλλ' ότι άνθρώπων έβασίλευσε τών όμογενών τήν αύτήν φύσιν έχόντων. Ώσαύτως θεός μονάρχης ούκ άν κυρίως έκλήθη εί μή θεών ήρχε' τούτο γάρ έπρεπε τώ θείω μεγέθει καί τώ ούρανίω πολλώ άξιώματι. 

Μ. Ι Εί γάρ άγγέλους φατέ τώ θεώ παρεστάναι άπαθείς καί άθανάτους καί τήν φύσιν άφθάρτους ούς ήμείς θεούς λέγομεν διά τό πλησίον αύτούς είναι τής θεότητος τί τό άμφισβητούμενον περί τού όνόματος ή μόνον τό διαφοράν ήγείσθαι τής κλήσεως; καί γάρ τήν καλουμένην ύφ' Έλλήνων Άθηνάν Μινέρβαν οί ΄Ρωμαίοι καλούσιν Αίγύπτιοι δέ καί Σύροι καί Θράκες άλλως προσαγορεύουσι καί ού δήπου τή τών όνομάτων διαφορά συσχηματίζεται ή άναιρείται τής τού θεού προσηγορίας. Είτε ούν θεούς είτε άγγέλους τις αύτούς όνομάζει ού πολύ τό διάφορον τής φύσεως αύτών μαρτυρουμένης θείας όπότε γράφει Ματθαίος ούτως' Καί άποκριθείς ό Ίησούς είπε' πλανάσθε μή είδότες τάς γραφάς μηδέ τήν δύναμιν τού θεού' έν γάρ τή άναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται άλλ' είσίν ώς άγγελοι έν τώ ούρανώ. Όμολογουμένου τοίνυν θείας φύσεως τούς άγγέλους μετέχειν οί τό πρέπον σέβας τοίς θεοίς ποιούντες ούκ έν ξύλω ή λίθω ή χαλκώ έξ ού τό βρέτας κατασκευάζεται τόν θεόν είναι νομίζουσιν ούδ' εί τι μέρος άγάλματος άκρωτηριασθείη τής τού θεού δυνάμεως άφαιρείσθαι κρίνουσιν. Υπομνήσεως γάρ ένεκα τά ξόανα καί οί ναοί ύπό τών παλαιών ίδρύθησαν ύπέρ τού τούς φοιτώντας έκείσε σχολήν άγοντας καί τό λοιπόν καθαρεύοντας είς έννοιαν γίνεσθαι τού θεού ή προσιόντας εύχαίς καί ίκεσίαις χρήσθαι αίτούντας παρ' αύτού ών έκαστος χρήζει. Καί γάρ εί τις είκόνα κατασκευάσει φίλου ούκ έν έκείνω δήπουθεν αύτόν νομίζει τόν φίλον είναι ούδέ τά μέλη τού σώματος έκείνου τοίς τής γραφής έγκεκλείσθαι μέρεσιν άλλά τήν είς τόν φίλον τιμήν δι' είκόνος δείκνυσθαι. Τάς δέ προσαγομένας τοίς θεοίς θυσίας ού τοσούτον τιμήν είς αύτούς φέρειν όσον δείγμα είναι τής τών θρησκευόντων προαιρέσεως καί τού μή πρός αύτούς άχαρίστως διακείσθαι. Άνθρωποειδή δέ τών άγαλμάτων είκότως είναι τά σχήματα έπεί τό κάλλιστον τών ζώων άνθρωπος είναι νομίζεται καί είκών θεού. Ένι δ' έξ έτέρου λόγου τούτο κρατύναι τό δόγμα διαβεβαιουμένου δακ τύλους έχειν τόν θεόν οίς γράφει φάσκων' Καί έδωκε τώ Μωσή τάς δύο πλάκας τάς γεγραμμένας τώ δακτύλω τού θεού' άλλά καί οί Χριστιανοί μιμούμενοι τάς κατασκευάς τών ναών μεγίστους οίκους οίκοδομούσιν είς ούς συνιόντες εύχονται καίτοι μηδενός κωλύοντος έν ταίς οίκίαις τούτο πράττειν τού κυρίου δηλονότι πανταχόθεν άκούοντος. 

Μ. Ι Εί δέ καί τις τών Έλλήνων ούτω κούφος τήν γνώμην ώς έν τοίς άγάλμασιν ένδον οίκείν νομίζειν τούς θεούς πολλώ καθαρώτερον είχε τήν έννοιαν τού πιστεύοντος ότι είς τήν γαστέρα Μαρίας τής παρθένου είσέδυ τό θείον έμβρυόν τε έγένετο καί τεχθέν έσπαργανώθη μεστόν αίματος χορίου καί χολής καί τών έτι πολλώ τούτων άτοπωτέρων. 

Μ. Ι Έχοιμι άν σοι καί άπό τού νόμου δείξαι τό τών θεών πολύσεπτον όνομα έν τώ βοάν καί μετά πολλής αίδούς νουθετείν τόν άκούοντα' Θεούς ού κακολογήσεις καί άρχοντα τού λαού σου ούκ έρείς κακώς. Ού γάρ άλλους παρά τούς ήμίν νομιζομένους ώδε θεούς λέγει έξ ών ίσμεν έν τώ' Ού πορεύση όπίσω θεών καί πάλιν' Έάν πορευθήτε καί λατρεύσητε θεοίς έτέροις. Ότι γάρ ούκ άνθρώπους άλλά θεούς καί τούς ύφ' ήμών δοξαζομένους λέγει ού μόνον Μωσής άλλά καί Ίησούς ό διάδοχος αύτού φησιν τώ λαώ' Καί νύν φοβήθητε αύτόν καί λατρεύσατε αύτώ μόνω καί περιέλεσθε τούς θεούς οίς έλάτρευσαν οί πατέρες ύμών καί Παύλος δέ ού περί άνθρώπων άλλά περί τών άσωμάτων φησίν' Είπερ είσίν οί λεγόμενοι θεοί πολλοί καί κύριοι πολλοί είτε έπί γής είτε έν ούρανώ άλλ' ήμίν είς θεός καί πατήρ έξ ού τά πάντα. Διό πάνυ σφάλλεσθε νομίζοντες χαλεπαίνειν τόν θεόν εί τις καί άλλος κληθείη θεός καί τής αύτού προσηγορίας τυγχάνοι όπότε καί άρχοντες ύπηκόοις καί δούλοις δεσπόται τής όμωνυμίας ού φθονούσιν' ού θεμιτόν γούν μικροψυχότερον άνθρώπων τόν θεόν είναι νομίζειν. Καί περί μέν τού είναι θεούς καί δείν τιμάσθαι τούτους άλις. 

Ε. π. . Αύτός ό καθ' ήμάς τών δαιμόνων προήγορος έν τή καθ' ήμών συσκευή τούτόν που λέγων μαρτυρεί τόν τρόπον' 

Νυνί δέ θαυμάζουσιν εί τοσούτων έτών κατείληφε τήν πόλιν ή νόσος Άσκληπιού μέν έπιδημίας καί τών άλλων θεών μηκέτ' ούσης' Ίησού γάρ τιμωμένου ούδεμιάς τις θεών δημοσίας ώφελείας ήσθετο. Μ ς. ζ. . Οίονταί τινες καί τόν θεόν πρός τό τής οίκείας διαθέσεως μέτρον ίσάζοντες αύτόν τά αύτά τοίς φαύλοις ή έπαινετέα ή ψεκτέα ήγείσθαι ώσπερ κανόνι καί μέτρω χρώμενον ταίς δόξαις τών άνθρώπων ού συννοήσαντες διά τήν ούσαν έν αύτοίς άγνοιαν ότι πάσα δήπουθεν ή κτίσις ένδεής έστι τού κάλλους τού θεού. (β ς. .) 

Τί ώφέλησεν ήμάς ό υίός τού θεού σαρκωθείς έπί γής καί γενόμενος άνθρωπος; καί διά τί τώ τού σταυρού σχήματι ήνέσχετο παθείν καί ούκ άλλη τινί τιμωρία; καί τί τό χρήσιμον τού σταυρού; 

Πώς ό τού θεού υίός ό Χριστός έν βραχεί τε καί περιωρισμένω χρόνω διαστολαίς σώματι έκεχώρητο; καί πώς άπαθής ών έγένετο ύπό πάθους; 

τ. ε. . (Μ τ. ξ. ) Ώστε διαπέπτωκε τού Έλληνος Πορφυρίου τό σόφισμα' έκείνος γάρ άνατρέπειν πειρώμενος τό εύαγγέλιον τοιαύταις έχρήτο διαιρέσεσιν' Εί γάρ λόγος φησίν ό υίός τού θεού ήτοι προφορικός έστιν ή ένδιάθετος' άλλά μήν ούτε τούτο ούτε έκείνο' ούκ άρα ούδέ λόγος έστίν. 

Μ. Ι Άλλο δέ τούτου πράγμα πολύ λογιώτερον κατ' άντίφρασιν λέγωθέμις διασκοπήσαι' Ού χρείαν έχουσιν οί ύγιαίνοντες ίατρού άλλ' οί κακώς έχοντες. Περί δέ τής οίκείας έπιδημίας ό Χριστός ταύτ' έρραψώδει τοίς όχλοις. Εί γούν διά τούς κάμνοντας ώς αύτός λέγει ταίς άμαρτίαις έπέστη άρ' 

Άποδέδεικται άρα τών συμφώνων έκαστον έν τίσι λόγοις έχει τούς περιέχοντας φθόγγους πρός άλλήλους. 

Λοιπόν δή περί τού τονιαίου διαστήματος διελθείν ότι έστίν έπόγδοον. Έμάθομεν γάρ ότι έάν άπό ήμιολίου διαστήματος έπίτριτον διάστημα άφαιρεθή τό λοιπόν καταλείπεται έπόγδοον. Έάν δ' άπό τού διά πέντε τό διά τεσσάρων άφαιρεθή τό λοιπόν τονιαίόν έστι διάστημα' τό γάρ τονιαίον διάστημά έστιν έπόγδοον. 

Τό δέ διά πασών έλαττόν έστιν ή έξ τόνων. Δέδεικται γάρ τό μέν διά πασών διπλάσιον ό δέ τόνος έπόγδοος' τά δ' έξ έπόγδοα διαστήματα μείζονα διαστήματός έστι διπλασίου. Τό άρα διά πασών έλαττον ή έξ τόνων. 

Τό δέ διά τεσσάρων έλαττον δύο τόνων καί ήμιτονίου καί τό διά πέντε έλαττον τριών τόνων καί ήμιτονίου. Έστω γάρ νήτη μέν διεζευγμένων ό β παραμέση δέ ό Γ μέση δέ ό Δ ύπάτη δέ (μέσων) ό Ζ. Ούκούν τό μέν ΓΔ διάστημα τόνος τό δέ βΖ διά πασών όν έλαττον έξ τόνων. Τά δέ λοιπά άρα τό τε βΓ καί τό ΔΖ ίσα όντα έλαττον δύο τόνων καί ήμιτονίου ό έστι διά τεσσάρων' τό δέ βΔ έλαττον τριών τόνων καί ήμιτονίου ό έστι διά πέντε. 

Ό τόνος ού διαιρεθήσεται είς δύο ίσα ούτε είς πλείω. Έδείχθη γάρ ών έπιμόριος' έπιμορίου δέ διαστήματος (μέσοι) ούτε πλείους ούτε είς άνάλογον έμπίπτουσιν. Ούκ άρα διαιρεθήσεται είς ίσα. 

Δέδεικται μέν ούν καί έκάστη τών προκειμένων προτάσεων. Άρξώμεθα δέ καί τού έξής κεφαλαίου σαφηνίζοντες τήν τού Πτολεμαίου φω νήν άνατρέπειν βουλομένου τήν αίρεσιν τών Πυθαγορείων. Τό δέ κεφάλαιόν έστι τούτο. 

{.} {<Τοιαύτης δή τυγχανούσης έως τού καταλαμβανομένοις.>} 

Ό λέγει τοιούτόν έστιν. Οί ποιούντες τήν διά πασών συμφωνίαν φθόγγοι οίον ύπάτη μέσων καί νήτη διεζευγμένων άδιαφορούσι κατά τήν δύναμιν ένός φθόγγου' όντων γάρ έναντίων δύναμίς έστιν ή αύτή καί ούτως γ' άμφοίν ώς ένός. Τούτο γάρ έστι τό δύο άδιαφορείν ένός κατά δύναμιν όταν έκ δυείν άποδέδωται δύναμις ώσπερ άπό τού ένός. Διό καί άντίφωνοι οί φθόγγοι λέγονται ώς άντίθεος ό ίσόθεος καί άντιάνειραι αί άμάζονες αί τή δυνάμει άνδράσιν ίσούμεναι καίτοι ούσαι γυναίκες. Έλεγον δ' οί περί τόν <Άρχύταν> ένός φθόγγου γίνεσθαι κατά τάς συμφωνίας τήν άντίληψιν τή άκοή. 

Καί συνεχώρει τούτο καί <Διονύσιοσ> έπί τοίς διά πασών κατά δύναμιν ένός φθόγγου άδιαφορούσιν όταν άλλη τινί τών συμφωνιών προσληφθώσιν ώς είς συνάπτεται. Όποίω γάρ άν συναφθή τό σύμφωνον φθόγγω είτε τή νήτη είτε τή ύπάτη ώς ένί καί τώ αύτώ συνάπτεται. Διό καί άπαράτρεπτον τηρεί τό (τήσ) συναφθείσης συμφωνίας είδος καί γίνεται τό συμβαίνον οίον έπί τών άριθμών. Οί γάρ έντός τής δεκάδος συντεθειμένοι μέν άλλήλοις μεταβάλλουσι τό είδος τή δεκάδι δέ προσαφθέντες τηρούσιν άπαράτρεπτον. Δύο μέν γάρ καί τρία πέντε' δύο δέ καί δέκα όμοίως δέκα καί δύο' καί εί πάλιν μένει τό είδος δεκάδος' ού γάρ παρ' όσον τή δεκάδι προστίθεται έκβιβάζεται' παρ' όσον δ' άλλω τινι παρά τήν δεκάδα' δεκάδος ούν πάλιν προστεθείσης όμοιον τών έντός τής δεκάδος μένει τό είδος' είκοσι γάρ δύο πάλιν τά αύτά. 

Τόν αύτόν ούν τρόπον φησί τή διά πασών συμφωνία πεπονθέναι' έπεί γάρ οί φθόγγοι οί άποτελούντες αύτήν άδιαφορούσιν ένός κατά δύναμιν καί έοικεν αύτη ή συμφωνία δεκάδι ώσπερ καθ' αύτάς αί συμφωνίαι ού παρατρέπονται τού οίκείου είδους ούτως ούδέ σύν τή διά πασών. Όταν ούν τή νήτη τών διεζευγμένων συναφθέν τετράχορδον τό ύπερβολααί διαμένων έπί τής ταυτότητος άεί; εί μή τί γε τις έκ διαβολής τόν ούρανόν άξιον είναι κρίσεως ΄ρητορεύσει τώ κτίσαντι ώς τόν κριτήν άνασχόμενον κατ' αύτού τινα τερατεύεσθαι ούτω θαυμαστού ούτω μεγάλου. 

Μ. Ι Καί έκείνο δ' αύθις λέγει ό καί άσεβείας μεστόν ύπάρχει τό ΄ρήμα φάσκον' Καί τακήσεται πάσα δύναμις ούρανού καί έλιχθήσεται ό ούρανός ώς βιβλίον' καί πάντα τά άστρα πεσείται ώς φύλλα έξ άμπέλου καί ώς πίπτει φύλλα άπό συκής. Άπό τερατώδους καί τούτο ψευδολογίας καί ύπερφυούς άλαζονείας κεκόμπασται τό' Ό ούρανός καί ή γή παρελεύσεται οί δέ λόγοι μου ού μή παρέλθωσι. Ποίος γάρ τις άν είποι τού Ίησού τούς λόγους στήσεσθαι είπερ ούρανός καί γή μηκέτ' είεν; άλλως τε εί τούτο πράξειεν ό Χριστός καί κατάξειε τόν ούρανόν τούς άσεβεστάτους τών άνθρώπων μιμήσεται οί τά έαυτών διαφθείρουσιν' ότι γάρ ούρανού καί γής πατήρ έστιν ό θεός ύπό τού υίού ώμολόγηται Πάτερ κύριε τού ούρανού καί τής γής λέγοντος' Ίωάννης δέ ό βαπτίστης μεγεθύνει τόν ούρανόν καί έξ αύτού λέγει τά θεία χαρίσματα πέμπεσθαι λέγων' Ούδείς δύναται ποιείν ούδέν έάν μή ή δεδομένον αύτώ έκ τού ούρανού καί οί προφήται δέ άγιον τού θεού οίκητήριον λέγουσιν ύπάρχειν τόν ούρανόν έν τώ' Έπιδε έκ κατοικητηρίου άγίου (σου) καί εύλόγησον τόν λαόν σου τόν Ίσραήλ. Εί γε ό τοσούτος καί τηλικούτος έν μαρτυρίαις ούρανός παρελεύσεται τίς έσται καθέδρα λοιπόν τού δεσπόζοντος; εί δέ καί τό τής γής στοιχείον άπόλλυται τί τό ύποπόδιον έσται τού καθημένου λέγοντος αύτού' Ό ούρανός μοι θρόνος ή δέ γή ύποπόδιον τών ποδών μου; καί περί μέν τού παρελθείν τόν ούρανόν καί τήν γήν ώδε. 

Ν δ . . Διά ταύτην τήν άποκατάστασιν φασί τινες τούς Χριστιανούς τήν άνάστασιν φαντάζεσθαι πολύ πλανηθέντες' είς άπαξ γάρ τά τής άναστάσεως καί ού κατά περίοδον έσεσθαι τά τού Χριστού δοξάζει λόγια. Θ χι χ γ ξ (ο ξ. Α. () Σ. ; Η τ . Υ. β. Χχι () ς. .) Εί φθείρεται τό γινόμενον παρά τού θεού τίνος κακία φθείρεται τού ποιήσαντος ή τού γεγονότος ή τινος έξωθεν ύπεναντίου γινομένου τώ ποιήσαντι; ό τι δ' άν αύτών ύποθώμεθα δήλον ότι τού ποιήσαντος ή κακία. Είτε γάρ τό γεγονός διά τινα έμφυτον έαυτού κακίαν όφείλει φθαρήναι ό ποιήσας αίτιος ότι τοιούτον αύτό έποίησεν ώστε ύπολιμπάνεσθαι έν αύτώ κακόν τι. Είτε έξωθέν έστί τι ύπεναντίον τώ ποιήσαντι καί ούτως κακία τού πεποιηκότος διά τό μή δύνασθαι κατακρατείν τών έναντίων' είτε έκ τού ποιήσαντος ή κακία πρόδηλον ώς αύτός ό κακός. 

Εί δεί φησί σώους άνίστασθαι τούς τετελευτηκότας πώς εί συμβαίη άνθρωπον άποθανείν είς θάλατταν είτα βρωθέντα τούτον ύπό ίχθύων αύθις ύπό άλλων άνθρώπων καταβρωθήναι διά μέσων τών ίχθύων πώς άν άναλάβοι τάς σάρκας τάς είς άλλους άνθρώπους άναδαπανηθείσας; ή γάρ τούτον άνάγκη παρά τάς σάρκας άναστήναι άς έφαγον οί άλλοι άνθρωποι διά μέσων τών ίχθύων καθώς πολλάκις είρηται ή έκείνους μέλη τών έαυτών σαρκών άπαιτουμένους άποθέσθαι καί έλλιπείς γενέσθαι ίνα άποπληρώσωσι τό έλλείπον τών ύπ' αύτών άδίκως καταβρωθέντων. 

Μ. Ι Περί δέ τής άναστάσεως τών νεκρών αύθις άφηγητέον. Τίνος γάρ ένεκεν τούτο ποιήσειεν ό θεός καί τήν μέχρι νύν τών γενομένων διαδοχήν δι' ών (ήσ) ώρισε τά γένη σώζεσθαι καί μή διαλείπειν άναλύσειε προχείρως ούτως έξ άρχής νομοθετήσας καί διατυπώσας; τά δ' άπαξ δόξαντα τώ θεώ καί τοσούτω φυλαχθέντα αίώνι αίώνια αύτά προσήκει είναι καί μήτε καταγινώσκεσθαι ύπό τού δημιουργήσαντος μήτε διαφθείρεσθαι ώς ύπό τινος άνθρώπου γενόμενα καί θνητά ύπό θνητού κατεσκευασμένα. Όθεν άλογον εί τού παντός φθαρέντος άκολουθήσει ή άνάστασις εί τόν πρό τριών (έτών) εί τύχοι τής άναστάσεως τελευτήσαντα άναστήσει (καί) σύν αύτώ Πρίαμον καί Νέστορα τούς πρό χιλίων έτών άποθανόντας καί άλλους πρό έκείνων άπό τής άνθρωπείας γενέσεως. Εί δέ κάκείνό τις έθέλοι κατανοείν εύρήσει μεστόν άβελτηρίας πράγμα τό τής άναστάσεως' πολλοί γάρ έν θαλάττη πολλάκις άπώλοντο καί ύπό ίχθύων άνηλώθη τά σώματα πολλοί δ' ύπό θηρίων καί όρνέων έβρώθησαν' πώς ούν τά σώματα αύτών έπανελθείν οίόν τε; φέρε γάρ τό λεχθέν λεπτώς βασανίσωμεν' οίον έναυάγησέ τις είτα τρίγλαι τού σώματος έγεύσαντο είθ' άλιεύσαντές τινες καί φαγόντες έσφάγησαν καί ύπό κυνών έβρώθησαν τούς κύνας άποθανόντας κόρακες παμμελεί καί γύπες έθοινήσαντο' πώς ούν συναχθήσεται τό σώμα τού ναυαγήσαντος διά τοσούτων έξαναλωθέν ζώων; καί δή άλλο πάλιν ύπό πυρός άναλωθέν καί έτερον είς σκώληκας λήξαν πώς οίόν τε είς τήν έξ άρχής έπανελθείν ύπόστασιν; άλλ' έρείς μοι ότι τούτο τώ θεώ δυνατόν όπερ ούκ άληθές. Ού γάρ πάντα δύναται' άμέλει ού δύναται ποιήσαι μή γεγενήσθαι ποιητήν τόν Όμηρον ούδέ τό Ίλιον μή άλώναι' ού μήν ούδέ τά δύο διπλασιαζόμενα τέτταρα όντα τώ άριθμώ. Άριθμείσθαι ποιήσειεν ε κάν αύτώ δοκή τούτο. Άλλ' ούδέ κακός ό θεός εί καί θέλει δύναται γενέσθαι ποτέ άλλ' ούδέ άγαθός ών τήν φύσιν άμαρτήσαι δύναιτ' άν' εί ούν άμαρτάνειν ούκ έστιν οίός τε ούδέ κακός γενέσθαι τούτο ού δι' άσθένειαν τώ θεώ συμβαίνει' οί γάρ έχοντες έκ φύσεως παρασκευήν καί έπιτηδειότητα πρός τι είτα κωλυόμενοι τούτο ποιείν ύπό άσθενείας δηλαδή κωλύονται' ό δέ θεός άγαθός είναι πέφυκε καί ού κωλύεται κακός είναι' όμως καί μή κωλυόμενος γενέσθαι κακός άδυνατεί. Σκέψασθε δέ κάκείνο πηλίκον έστίν άλογον εί ό δημιουργός τόν μέν ούρανόν ού μηδέν τις έπενόησε κάλλος θεσπεσιώτερον περιόψεται τηκόμενον καί άστρα πίπτοντα καί γήν άπολλυμένην τά δέ σεσηπότα καί διεφθαρμένα τών άνθρώπων άναστήσει σώματα σπουδαίων ένια καί άλλα πρό τού άποθανείν άτερπή καί άσύμμετρα καί άηδεστάτην όψιν έχοντα. Εί δέ καί ΄ράδιον άναστήσαι δύναται σύν κόσμω πρέποντι άδύνατον χωρήσαι τήν γήν τούς άπό γενέσεως τού κόσμου τελευτήσαντας εί άνασταίεν. 

Μ. Ιιι βλέπε δ' όμοιον τούτω ΄ρητόν καί άκόλουθον' Έάν έχητε πίστιν ώς κόκκον σινάπεως άμήν λέγω ύμίν έρείτε τώ όρει τούτω' άρθητι καί βλήθητι είς τήν θάλασσαν καί ούδέν άδυνατήσει ύμίν. Δήλον τοίνυν ώς ό μή δυνάμενος έκ προστάγματος όρος άποκινήσαι ούκ έστιν άξιος τής τών Πιστών νομίζεσθαι φρατρίας. Όθεν έλέγχεσθε φανερώς ότι μή όπως τό λοιπόν μέρος τών Χριστιανών τοίς Πιστοίς έναριθμείται άλλά μηδέ τών έπισκόπων ή πρεσβυτέρων τις τούτου (τού) προσρήματός έστιν άξιος. 

Μ. Ιιι Σκέψαι δέ κάκείνο λεπτώς τό κεφάλαιον ένθα φησί' Τοίς δέ πιστεύσασιν έπακολουθήσει σημεία τοιάδε' έπί άρρώστους χείρας έπιθήσουσι καί καλώς έξουσι' κάν θανάσιμον φάρμακον πίωσιν ού μή αύτούς βλάψει. Έχρήν γούν τούς έκκρίτους τής ίερωσύνης καί μάλιστα τούς άντιποιουμένους τής έπισκοπής ήτοι προεδρίας τούτω χρήσασθαι τώ τής κρίσεως τρόπω καί προκείσθαι τό θανάσιμον φάρμακον ίνα ό μή βλαβείς έκ τής φαρμακοποσίας τών άλλων προκριθείη' εί δ' ού θαρρούσι τοιούτον παραδέξασθαι τρόπον όμολογείν αύτούς ώς ού πιστεύουσι τοίς ύπό Ίησού. Εί γάρ τής πίστεως ίδιον νικήσαι φαρμάκου κακίαν καί νοσούντος άλγηδόνα καταβαλείν ό πιστεύων καί μή ποιών ταύτα ή γνησίως ού πεπίστευκεν ή πιστεύων γνησίως ού δυνατόν άλλ' άσθενές έχει τό πιστευόμενον.