ΣΑΛΟΥΣΤΙΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ «ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΥ»

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Οίον δεί είναι τόν άκούοντα. Καί περί κοινής έννοίας.
Β. Ότι ό Θεός (άγαθός καί άπαθής) ού μεταβάλλεται.
Γ. Ότι πάς Θεός άγένητος καί άίδιος.
Δ. Ότι πάς Θεός άσώματος.
Ε. Ότι ούκ έν τόπω. Περί μύθων.
ΣΤ. Ότι καί θείοι οί μύθοι.
Ζ. (Ότι) διά τί θείοι οί μύθοι.
Η. Ότι πέντε είδη τών μύθων. Καί έκάστου ύποδείγματα.
Θ. Περί τής πρώτης αίτίας.
Ι. Περί τών ύπερκοσμίων Θεών.
Ια. Περί τών δώδεκα έγκοσμίων.
Ιβ. Ότι σφαίραι δώδεκα.
Ιγ. Περί τής φύσεως τού Κόσμου καί τής άιδιότητος.
Ιδ. Ότι γή μέση. Καί διά τί.
Ιε. Περί νού καί ψυχής.
Ιστ. Ότι άθάνατος ή ψυχή.
Ιζ. Περί Προνοίας καί Είμαρμένης καί Τύχης.
Ιη. Περί Άρετής καί Κακίας.
Ιθ. Περί όρθής πολιτείας καί φαύλης.
Κ. Ποθέν τά κακά. Καί ότι κακού φύσις ούκ έστιν.
Κα. Πώς τά άίδια λέγεται γίνεσθαι.
Κβ. Πώς οί Θεοί μή μεταβαλλόμενοι όργίζεσθαι καί θεραπεύεσθαι λέγονται.
Κγ. Διά τί άνενδεείς όντας τούς Θεούς τιμώμεν.
Κδ. Περί θυσιών καί τών άλλων τιμών. Ότι Θεούς μέν ούδέν άνθρώπους δέ ώφελούμεν.
Κε. Ότι καί φύσει άφθαρτος ό Κόσμος.
Κστ. Διά τί άθείαι γίνονται. Καί ότι Θεός ού βλάπτεται.
Κζ. Ότι αί άποφράδες διά τό μή δύνασθαι άεί τούς άνθρώπους θεραπεύειν έγένοντο.
Κη. Διά τί οί άμαρτάνοντες ούκ εύθέως κολάζονται.
Κθ. Ότι διάφοροι αί κολάσεις. Καί πάσαι μετά τής άλόγου ψυχής διά τού σκιοειδούς σώματος.
Λ. Περί μετεμψυχώσεως. Καί πώς είς άλογα (αί ψυχαί) λέγονται φέρεσθαι.
Λα. Ότι άνάγκη μετεμψυχώσιν είναι.
Λβ. Ότι καί ζώντες καί τελευτήσαντες εύδαίμονες οί άγαθοί.

(Α) Τούς περί Θεών άκούειν έθέλοντας δεί μέν έκ παίδων ήχθαι καλώς καί μή άνοήτοις συντρέφεσθαι δόξαις' 
δεί δέ καί τήν φύσιν άγαθούς είναι καί έμφρονας ίνα όμοιόν τι έχωσι τοίς λόγοις' δεί δέ αύτούς καί τάς κοινάς έννοίας είδέναι. Κοιναί δέ είσιν έννοιαι όσας πάντες άνθρωποι όρθώς έρωτηθέντες όμολογήσουσιν'

(Β) οίον ότι πάς Θεός άγαθός ότι άπαθής ότι άμετάβλητος' πάν γάρ τό μεταβαλλόμενον ή έπί τό κρείττον ή έπί τό χείρον' καί εί μέν έπί τό χείρον κακύνεται εί δέ έπί τό κρείττον τήν άρχήν ήν κακόν.

(Γ) Καί ό μέν άκούων έστω τοιούτος. Οί δέ λόγοι τοιοίδε γινέσθωσαν' αί τών Θεών ούσίαι ούδέ έγένοντο τά γάρ άεί όντα ούδέποτε γίνονται άεί δέ είσίν όσα δύναμίν τε έχει τήν πρώτην καί πάσχειν ούδέν πέφυκεν.

(Δ) Ούδέ έκ σωμάτων είσί' καί γάρ τών σωμάτων αί δυνάμεις άσώματοι. (Ε) Ούδέ τόπω περιέχονται σωμάτων γάρ τούτό γε ούδέ τής πρώτης αίτίας ή άλλήλων χωρίζονται ώσπερ ούδέ νού αί νοήσεις ούδέ ψυχής αί έπιστήμαι ούδέ ζώου αί αίσθήσεις.

(Ε) Τί δήποτε ούν τούτους άφέντες τούς λόγους οί παλαιοί μύθοις έχρήσαντο ζητείν άξιον' καί τούτο πρώτον έκ τών μύθων ώφελείσθαι τό γε ζητείν καί μή άργόν τήν διάνοιαν έχειν.

{ΣΤ}Ότι μέν ούν θείοι οί μύθοι έκ τών χρησαμένων έστιν είπείν' καί γάρ τών ποιητών οί θεόληπτοι καί τών φιλοσόφων οί άριστοι οί τε τάς τελετάς καταδείξαντες καί αύτοί δέ έν χρησμοίς οί Θεοί μύθοις έχρήσαντο.

(Ζ) Διά τί δέ θείοι οί μύθοι φιλοσοφίας ζητείν. Έπεί τοίνυν πάντα τά όντα όμοιότητι μέν χαίρει άνομοιότητα δέ άποστρέφεται έχρήν καί τούς περί Θεών λόγους όμοίους είναι έκείνοις ίνα τής τε ούσίας αύτών άξιοι γίνωνται καί τοίς λέγουσι τούς Θεούς ποιώσιν εύμενείς' όπερ διά τών μύθων μόνως άν γένοιτο.

Αύτούς μέν ούν τούς Θεούς κατά τό ΄ρητόν τε καί άρρητον άφανές τε καί φανερόν σαφές τε καί κρυπτόμενον οί μύθοι μιμούνται (καί) τήν τών Θεών άγαθότητα ότι ώσπερ έκείνοι τά μέν έκ τών αίσθητών άγαθά κοινά πάσιν έποίησαν τά δέ έκ τών νοητών μόνοις τοίς έμφροσιν ούτως οί μύθοι τό μέν είναι Θεούς πρός άπαντας λέγουσι τίνες δέ ούτοι καί όποίοι τοίς δυναμένοις (μόνοισ) είδέναι.

Καί τάς ένεργείας δέ μιμούνται τών Θεών' έξεστι γάρ καί τόν Κόσμον μύθον είπείν σωμάτων μέν καί χρημάτων έν αύτώ φαινομένων ψυχών δέ καί νών κρυπτομένων.

Πρός δέ τούτοις τό μέν πάντας τήν περί Θεών άλήθειαν διδάσκειν έθέλειν τοίς μέν άνοήτοις διά τό μή δύνασθαι μανθάνειν καταφρόνησιν τοίς δέ σπουδαίοις ΄ραθυμίαν έμποιεί' τό δέ διά μύθων τάληθές έπικρύπτειν τούς μέν καταφρονείν ούκ έά τούς δέ φιλοσοφείν άναγκάζει.

Άλλά διά τί μοιχείας καί κλοπάς καί πατέρων δεσμά καί τήν άλλην άτοπίαν έν τοίς μύθοις είρήκασιν; Ή καί τούτο άξιον θαύματος ίνα διά τής φαινομένης άτοπίας εύθύς ή ψυχή τούς μέν λόγους ήγήσηται προκαλύμματα τό δέ άληθές άπόρρητον είναι νομίση;

(Η) Τών δέ μύθων οί μέν είσι θεολογικοί οί δέ φυσικοί οί δέ ψυχικοί τε καί ύλικοί καί έκ τούτων μικτοί.

Είσί δέ θεολογικοί μέν οί μηδενί σώματι χρώμενοι άλλά τάς ούσίας αύτάς τών Θεών θεωρούντες' οίον αί τού Κρόνου καταπόσεις τών παίδων' έπειδή νοερός ό Θεός πάς δέ νούς είς έαυτόν έπιστρέφει τήν ούσίαν ό μύθος αίνίττεται τού Θεού.

Φυσικώς δέ τούς μύθους έστι θεωρείν όταν τάς περί τόν Κόσμον ένεργείας λέγη τις τών Θεών' ώσπερ ήδη τινές χρόνον μέν τόν Κρόνον ένόμισαν τά δέ μέρη τού χρόνου παίδας τού Όλου καλέσαντες καταπίνεσθαι ύπό τού πατρός τούς παίδάς φασιν.

Ό δέ ψυχικός τρόπος έστίν αύτής τής ψυχής τάς ένεργείας σκοπείν ότι καί τών ήμετέρων ψυχών αί νοήσεις κάν είς τούς άλλους προέλθωσιν άλλ' ούν έν τοίς γεννήσασι μένουσιν.

Υλικός δέ έστι καί έσχατος ώ μάλιστα Αίγύπτιοι δι' άπαιδευσίαν έχρήσαντο αύτά τά σώματα Θεούς νομίσαντες καί καλέσαντες (καί) Ίσιν μέν τήν γήν Όσιριν δέ τό ύγρόν Τυφώνα δέ τήν θερμότητα ή Κρόνον μέν ύδωρ Άδωνιν δέ καρπούς Διόνυσον δέ οίνον. Ταύτα δέ άνακείσθαι μέν Θεοίς λέγειν ώσπερ καί βοτάνας καί λίθους καί ζώα σωφρονούντων έστίν άνθρώπων Θεούς δέ καλείν μαινομένων' εί μή άρα ώσπερ τού ήλίου τήν σφαίραν καί τήν άπό τής σφαίρας άκτίνα Ήλιον έν συνηθεία καλούμεν.

Τό δέ μικτόν είδος τών μύθων έν πολλοίς μέν καί άλλοις έστιν ίδείν καί μέντοι καί έν τώ συμποσίω φασι τών Θεών τήν Έριν μήλον ΄ρίψαι χρυσούν καί περί τούτου τάς Θεάς φιλονεικούσας ύπό τού Διός πρός τόν Πάριν πεμφθήναι κριθησομένας' τώ δέ καλήν τε φανήναι τήν Άφροδίτην καί ταύτη δούναι τό μήλον.

Ένταύθα γάρ τό μέν συμπόσιον τάς ύπερκοσμίους δυνάμεις δηλοί τών Θεών καί διά τούτο μετ' άλλήλων είσί' τό δέ χρυσούν μήλον τόν Κόσμον ός έκ τών έναντίων γινόμενος είκότως ύπό τής Έριδος λέγεται ΄ρίπτεσθαι. Άλλων δέ άλλα τώ Κόσμω χαριζομένων Θεών φιλονεικείν ύπέρ τού μήλου δοκούσιν' ή δέ κατ' αίσθησιν ζώσα ψυχήτούτο γάρ έστιν ό Πάριστάς μέν άλλας έν τώ Κόσμω δυνάμεις ούχ όρώσα μόνον δέ τό κάλλος τής Άφροδίτης τό μήλον είναί φησι.

Πρέπουσι δέ τών μύθων οί μέν θεολογικοί φιλοσόφοις οί δέ φυσικοί καί ψυχικοί ποιηταίς οί δέ μικτοί τελεταίς έπειδή καί πάσα τελετή πρός τόν Κόσμον ήμάς καί πρός τούς Θεούς συνάπτειν έθέλει.

Εί δέ δεί καί έτερον μύθον είπείν τήν Μητέρα τών Θεών φασι τόν Άττιν παρά τώ Γάλλω κείμενον ίδούσαν ποταμώ έρασθήναι τε καί λαβούσαν τόν άστερωτόν αύτώ περιθείναι πίλον καί τού λοιπού μεθ' έαυτής έχειν ό δέ Νύμφης έρασθείς τήν Θεών Μητέρα άπολιπών τή Νύμφη συνήν. Καί διά τούτο ή Μήτηρ τών Θεών ποιεί μανήναι τόν Άττιν καί τά γόνιμα άποκοψάμενον άφείναι παρά τή Νύμφη πάλιν δέ άνελθόντα αύτή συνοικείν.

Ή μέν ούν Μήτηρ τών Θεών ζωογόνος έστί Θεά καί διά τούτο Μήτηρ καλείται' ό δέ Άττις τών γινομένων καί φθειρομένων δημιουργός καί διά τούτο παρά τώ Γάλλω λέγεται εύρεθήναι ποταμώ' ό γάρ Γάλλος τόν γαλαξίαν αίνίττεται κύκλον άφ' ού τό παθητόν έρχεται σώμα. Τών δέ πρώτων Θεών τελειούντων τούς δευτέρους έρά μέν ή Μήτηρ τού Άττεως καί ούρανίους αύτώ δίδωσι δυνάμεις τούτο γάρ έστιν ό πίλος. Έρά δέ ό Άττις τής Νύμφης' αί δέ Νύμφαι γενέσεως έφοροι πάν γάρ τό γινόμενον ΄ρεί' έπεί δέ έδει στήναι τήν γένεσιν καί μή τών έσχάτων γενέσθαι τι χείρον ό ταύτα ποιών δημιουργός δυνάμεις γονίμους άφείς είς τήν γένεσιν πάλιν συνάπτεται τοίς Θεοίς. Ταύτα δέ έγένετο μέν ούδέποτε έστι δέ άεί' καί ό μέν νούς άμα πάντα όρά ό δέ λόγος τά μέν πρώτα τά δέ δεύτερα λέγει.

Ούτω δέ πρός τόν Κόσμον οίκείως έχοντος τού μύθου ήμείς τόν Κόσμον μιμούμενοιπώς γάρ άν μάλλον κοσμηθείημεν; έορτήν άγομεν διά ταύτα' καί πρώτον μέν ώς καί αύτοί πεσόντες έξ ούρανού καί τή Νύμφη συνόντες έν κατηφεία έσμέν σίτου τε καί τής άλλης παχείας καί ΄ρυπαράς τροφής άπεχόμεθα έκάτερα γάρ έναντία ψυχή' είτα δένδρου τομαί καί νηστεία ώσπερ καί ήμών άποκοπτομένων τήν περαιτέρω τής γενέσεως πρόοδον' έπί τούτοις γάλακτος τροφή ώσπερ άναγεννωμένων' έφ' οίς ίλαρία καί στέφανοι καί πρός τούς Θεούς οίον έπάνοδος.

Μαρτυρεί δέ τούτοις καί ό τών δρωμένων καιρός' περί γάρ τό έαρ καί τήν ίσημερίαν δράται τά δρώμενα ότε τού μέν γίνεσθαι παύεται τά γινόμενα ήμέρα δέ μείζων γίνεται τής νυκτός όπερ οίκείον άναγομέναις ψυχαίς. Περί γούν τήν έναντίαν ίσημερίαν ή τής Κόρης άρπαγή μυθολογείται γενέσθαι ό δή κάθοδός έστι τών ψυχών.

Τοσαύτα περί μύθων είπούσιν ήμίν αύτοί τε οί Θεοί καί τών γραψάντων τούς μύθους αί ψυχαί ίλεω γένοιντο.

(Θ) Άκόλουθον δέ τούτοις έστί τήν τε πρώτην αίτίαν είδέναι καί τάς μετ' έκείνην τάξεις τών Θεών καί τού Κόσμου τήν φύσιν νού τε καί ψυχής τήν ούσίαν Πρόνοιάν τε καί Είμαρμένην καί Τύχην Άρετήν τε καί Κακίαν καί τάς έκ τούτων γινομένας άγαθάς τε καί φαύλας πολιτείας ίδείν καί πόθεν άρα τά κακά είς τόν Κόσμον άφίκετο. Τούτων δέ έκαστον λόγων δείται πολλών καί μεγάλων' ώς δέ έν βραχέσιν είπείν καί πρός τό μή παντελώς άνηκόους είναι ούδέν ίσως λέγειν κωλύει.

Τήν πρώτην αίτίαν μίαν τε είναι προσήκει παντός γάρ πλήθους ήγείται μονάς δυνάμει τε καί άγαθότητι πάντα νικά' καί διά τούτο πάντα μετέχειν έκείνης άνάγκη ούδέν γάρ αύτήν άλλο κωλύσει διά τήν δύναμιν ούδέ έαυτήν άφέξει δι' άγαθότητα. Άλλ' εί μέν ήν ψυχή πάντα άν έμψυχα ήν' εί δέ καί νούς πάντα νοερά' εί δέ ούσία πάντα ούσίας μετείχε τούτο δέ έν πάσιν ίδόντες τινές έκείνο ούσίαν ένόμισαν. Εί μέν ούν ήν μόνον τά όντα άγαθά δέ ούκ ήν άληθής ήν ό λόγος' εί δέ δι' άγαθότητα έστι τε τά όντα καί μετείληχεν άγαθού ύπερούσιον μέν άγαθόν δέ είναι τό πρώτον άνάγκη. Σημείον δέ μέγιστον' τού γάρ είναι διά τό άγαθόν αί σπουδαίαι καταφρονούσι ψυχαί όταν ύπέρ πατρίδος ή φίλων ή άρετής κινδυνεύειν έθέλωσι. Μετά δέ τήν ούτως άρρητον δύναμιν αί τών Θεών τάξεις είσί.

(Ι) Τών δέ Θεών οί μέν είσιν έγκόσμιοι οί δέ ύπερκόσμιοι. Έγκοσμίους δέ λέγω αύτούς τούς τόν Κόσμον ποιούντας Θεούς' τών δέ ύπερκοσμίων οί μέν ούσίας ποιούσι Θεών οί δέ νούν οί δέ ψυχάς' καί διά τούτο τρείς έχουσι τάξεις καί πάσας έν τοίς περί τούτων λόγοις έστιν εύρείν.

(Ια) Τών δέ έγκοσμίων οί μέν είναι ποιούσι τόν Κόσμον οί δέ αύτόν ψυχούσιν οί δέ έκ διαφόρων όντα άρμόζουσιν οί δέ ήρμοσμένον φρουρούσι' τούτων δέ όντων τεσσάρων πραγμάτων καί έκάστου πρώτα έχοντος καί μέσα καί τελευταία καί τούς διοικούντας δώδεκα είναι άνάγκη.

Οί μέν ούν ποιούντες τόν Κόσμον Ζεύς καί Ποσειδών είσι καί Ήφαιστος' οί δέ ψυχούντες Δημήτηρ καί Ήρα καί Άρτεμις' οί δέ άρμόζοντες Άπόλλων καί Άφροδίτη καί Έρμής' οί δέ φρουρούντες Έστία καί Άθηνά καί Άρης. Αίνίγματα δέ τούτων έν τοίς άγάλμασιν έστιν ίδείν' ό μέν γάρ Άπόλλων λύραν άρμόζει ώπλισται δέ ή Άθηνά γυμνή δέ ή Άφροδίτη έπειδή άρμονία μέν τό κάλλος ποιεί τό δέ κάλλος έν τοίς όρωμένοις ού κρύπτεται. Τούτων δέ πρώτως έχόντων τόν Κόσμον καί τούς άλλους έν τούτοις ήγητέον είναι Θεούς' οίον Διόνυσον μέν έν Διί Άσκληπιόν δέ έν Άπόλλωνι Χάριτας δέ έν Άφροδίτη.

(Ιβ) Καί σφαίρας δέ τούτων έστιν ίδείν' Έστίας μέν γήν Ποσειδώνος δέ ύδωρ Ήρας (δέ) άέρα Ήφαίστου δέ πύρ έξ δέ τάς άνωτέρας ών έθος νομίζειν Θεών' Άπόλλωνα γάρ καί Άρτεμιν άνθ' ήλίου καί σελήνης ληπτέον' τήν Κρόνου δέ Δήμητρι δοτέον Άθηνά δέ τόν αίθέρα' ό δέ ούρανός πάντων κοινός.Αί μέν ούν τάξεις καί δυνάμεις καί σφαίραι τών δώδεκα Θεών ούτως είρηνταί τε καί ύμνηνται.

(Ιγ) Αύτόν δέ τόν Κόσμον άφθαρτόν τε καί άγένητον είναι άνάγκη' άφθαρτον μέν ότι άνάγκη τούτου φθαρέντος ή κρείττονα ή χείρονα ποιήσαι ή τόν αύτόν ή άκοσμίαν. Άλλ' εί μέν χείρονα κακός ό έκ κρείττονος χείρον ποιών' εί δέ κρείττονα άδύνατος ό μή τήν άρχήν τό κρείττον ποιήσας' εί δέ τόν αύτόν μάτην ποιήσει' εί δέ άκοσμίαν άλλ' ούδέ άκούειν τούτό γε θέμις.

Άγένητον δέ ίκανά μέν δείξαι καί ταύτα' εί γάρ μή φθείρεται ούδέ γέγονεν έπειδή πάν τό γινόμενον φθείρεται καί ότι άνάγκη διά τήν τού Θεού άγαθότητα όντος τού Κόσμου άεί τε τόν Θεόν άγαθόν είναι καί τόν Κόσμον ύπάρχειν. Ώσπερ ήλίω μέν καί πυρί συνυφίσταται φώς σώματι δέ σκιά.

Τών δέ έν τώ Κόσμω σωμάτων τά μέν νούν μιμείται καί κύκλω κινείται τά δέ ψυχήν καί έπ' εύθείας. Καί τών μέν έπ' εύθείας πύρ μέν καί άήρ άνω γή δέ καί ύδωρ κάτω' τών δέ κύκλω ή μέν άπλανής άπ' άνατολής αί δέ έπτά έκ δύσεως φέρονται. Αίτίαι δέ τούτου πολλαί μέν καί άλλαι καί τό μή ταχείας τής περιόδου τών σφαιρών γινομένης άτελή τήν γένεσιν είναι.

Διαφόρου δέ τής κινήσεως ούσης διαφέρειν καί τήν φύσιν τών σωμάτων άνάγκη' καί μήτε καίειν μήτε ψύχειν τό ούράνιον σώμα μηδέ άλλο τι ποιείν ά τών τεσσάρων στοιχείων.

(Ιδ) Σφαίρας δέ ούσης τού Κόσμουό γάρ ζωδιακός δείκνυσι τούτο έπειδή σφαίρας πάσης τό κάτω μέσον έστίπανταχόθεν γάρ πλείστον άφέστηκε τά τε βαρέα φέρεται κάτω φέρεται δέ είς γήν.

Ταύτα δέ πάντα ποιούσι μέν Θεοί τάττει δέ νούς κινεί δέ ψυχή. Καί περί μέν Θεών ήδη προείρηται.

(Ιε) Έστι δέ νούς δύναμις ούσίας μέν δευτέρα ψυχής δέ πρώτη έχουσα μέν έκ τής ούσίας τό είναι τελειούσα δέ τήν ψυχήν ώσπερ ήλιος τάς όψεις.

Τών δέ ψυχών αί μέν είσι λογικαί καί άθάνατοι αί δέ άλογοι καί θνηταί' καί αί μέν έκ τών πρώτων αί δέ έκ τών δευτέρων παράγονται Θεών.

Πρώτον δέ ότιπέρ έστι ψυχή ζητητέον. Ώι τοίνυν διαφέρει τά έμψυχα τών άψύχων τούτό έστι ψυχή διαφέρει δέ κινήσει αίσθήσει φαντασία νοήσει. Έστιν άρα ψυχή άλογος μέν ζωή αίσθητική καί φανταστική λογική δέ αίσθήσεως καί φαντασίας άρχουσα καί λόγω χρωμένη' καί ή μέν άλογος τοίς σωματικοίς έπεται πάθεσιν' έπιθυμεί γάρ άλόγως καί όργίζεται ή δέ λογική τού τε σώματος μετά λόγου καταφρονεί καί πρός τήν άλογον μαχομένη κρατήσασα μέν Άρετήν ήττηθείσα δέ Κακίαν ποιεί.

(Ιστ) Άθάνατον δέ αύτήν είναι άνάγκη ότι τε γινώσκει Θεούσθνητόν δέ ούδέν άθάνατον οίδε τών τε άνθρωπίνων πραγμάτων ώς άλλοτρίων καταφρονεί καί τοίς σώμασιν ώς άσώματος άντιπέπονθε' καλών μέν γάρ καί νέων όντων άμαρτάνει γηρώντων δέ έκείνων άκμάζει. Καί πάσα μέν σπουδαία ψυχή κέχρηται νώ νούν δέ ούδέν σώμα γεννά' πώς γάρ άν τά άνόητα νούν γεννήσαι;

Όργάνω δέ χρωμένη τώ σώματι ούκ έστιν έν τούτω' ώσπερ ούδέ ό μηχανοποιός έν τοίς μηχανοποιήμασι' καίτοι πολλά τών μηχανημάτων ούδενός άπτομένου κινείται. Εί δέ ύπό τού σώματος παρατρέπεται πολλάκις θαυμά ζειν ού δεί' καί γάρ αί τέχναι τών όργάνων βλαβέντων ένεργείν ούκ άν δύναιντο.

(Ιζ) Τήν δέ τών Θεών Πρόνοιαν έστι μέν καί έκ τούτων ίδείν' πόθεν γάρ ή τάξις τώ Κόσμω είπερ μηδέν ήν τό τάττον; Πόθεν δέ τό πάντα τινός ένεκα γίνεσθαι οίον άλογον μέν ψυχήν ίνα αίσθησις ή λογικήν δέ ίνα κοσμήται ή γή;

Έστι δέ καί έκ τής περί τήν φύσιν Προνοίας ίδείν' τά μέν γάρ όμματα διαφανή πρός τό βλέπειν κατεσκεύασται ή δέ ΄ρίς ύπέρ τό στόμα διά τό κρίνειν τά δυσώδη τών δέ όδόντων οί μέν μέσοι όξείς διά τό τέμνειν οί δέ ένδον πλατείς διά τό τρίβειν τά σιτία' καί πάντα δέ έν πάσιν ούτω κατά λόγον όρώμεν' άδύνατον δέ έν μέν τοίς έσχάτοις τοσαύτην είναι τήν Πρόνοιαν έν δέ τοίς πρώτοις μή είναι' αί τε έν τώ Κόσμω μαντείαι καί θεραπείαι σωμάτων γινόμεναι τής άγαθής Προνοίας είσί τών Θεών.

Τήν δέ τοιαύτην περί τόν Κόσμον έπιμέλειαν ούδέν βουλευομένους ούδέ πονούντας τούς Θεούς ήγητέον ποιείσθαι' άλλ' ώσπερ τών σωμάτων τά δύναμιν έχοντα αύτώ τώ είναι ποιεί ά ποιείοίον ήλιος φωτίζει καί θάλπει αύτώ μόνω τώ είναι ούτω πολύ μάλλον ή τών Θεών Πρόνοια αύτή τε άπόνως καί τοίς προνοουμένοις έπ' άγαθώ γίνεται' ώστε καί αί τών Έπικουρείων λέλυνται ζητήσεις τό γάρ θείον φασίν ούδέ αύτό πράγματα έχειν ούδέ άλλοις παρέχειν.

Καί ή μέν άσώματος περί τε τά σώματα καί τάς ψυχάς Πρόνοια τών Θεών έστι τοιαύτη. Ή δέ έκ τών σωμάτων καί έν τοίς σώμασιν έτέρα τε ταύτης έστί καί Είμαρμένη καλείται διά τό μάλλον (έν) τοίς σώμασι φαίνεσθαι τόν είρμόν. Περί ήν καί ή μαθηματική εύρηται τέχνη. Τό μέν ούν μή μόνον έκ Θεών άλλά καί έκ τών θείων σωμάτων διοικείσθαι τά άνθρώπινα πράγματα καί μάλιστα τήν σωματικήν φύσιν εύλογόν τέ έστι καί άληθές' καί διά τούτο ύγείαν τε καί νόσον εύτυχίας τε καί δυστυχίας κατ' άξίαν έκείθεν γίνεσθαι ό λόγος εύρίσκει.

Τό δέ άδικίας τε καί άσελγείας έκ τής Είμαρμένης διδόναι ήμάς μέν άγαθούς τούς δέ Θεούς ποιείν έστι κακούς' εί μή άρα έκείνο λέγειν έθέλοι τις ώς όλω μέν τώ Κόσμω καί τοίς κατά φύσιν έχουσιν έπ' άγαθώ γίνεται πάντα τό δέ τραφήναι κακώς ή τήν φύσιν άσθενεστέρως έχειν τά παρά τής Είμαρμένης άγαθά είς τό χείρον μεταβάλλει ώσπερ τόν ήλιον άγαθόν όντα πάσι τοίς όφθαλμιώσιν ή πυρέττουσι βλαβερόν είναι συμβαίνει. Διά τί γάρ Μασσαγέται μέν τούς πατέρας έσθίουσιν Έβραίοι δέ περιτέμνονται Πέρσαι δέ τήν εύτεκνίαν σώζουσι;

Πώς δέ Κρόνον τε καί Άρην κακοποιούς λέγοντες πάλιν ποιούσιν άγαθούς φιλοσοφίαν τε καί βασιλείαν στρατηγίας τε καί θησαυρούς είς έκείνους άνάγοντες; Εί δέ τρίγωνα καί τετράγωνα λέξουσιν άτοπον τήν μέν άνθρωπίνην άρετήν πανταχού τήν αύτήν μένειν τούς δέ Θεούς έκ τών τόπων μεταβάλλεσθαι' τό δέ καί πατέρων εύγένειαν ή δυσγένειαν προλέγειν ώς ού πάντα ποιούντων τινά δέ σημαινόντων μόνον τών άστέρων διδάσκει. Πώς γάρ άν τά πρό τής γενέσεως έκ τής γενέσεως γένοιτο;

Ώσπερ τοίνυν Πρόνοια καί Είμαρμένη έστι μέν περί έθνη καί πόλεις έστι δέ καί περί έκαστον άνθρωπον ούτω καί Τύχη' περί ής καί λέγειν άκόλουθον.

Ή τοίνυν τά διάφορα καί τά παρ' έλπίδα γινόμενα πρός άγαθόν τάττουσα δύναμις τών Θεών Τύχη νομίζεται' καί διά τούτο μάλιστα κοινή τάς πόλεις τήν Θεόν προσήκει τιμάν' πάσα γάρ πόλις έκ διαφόρων πραγμάτων συνίσταται. Έν σελήνη δέ τήν δύναμιν έχει έπειδή ύπέρ σελήνην ούδέ έν έκ Τύχης άν γένοιτο.

Εί δέ κακοί μέν εύτυχούσιν άγαθοί δέ πένονται θαυμάζειν ού δεί' οί μέν γάρ πάντα οί δέ ούδέν ύπό πλούτων ποιούσι καί τών μέν κακών ή εύτυχία ούκ άν άφέλοι τήν κακίαν τοίς δέ άγαθοίς ή Άρετή μόνον άρκέσει.

(Ιη) Οί δέ περί τής Άρετής καί τής Κακίας λόγοι πάλιν τών περί ψυχής δέονται' τής γάρ άλόγου ίούσης είς τά σώματα καί θυμόν εύθύς καί έπιθυμίαν ποιούσης ή λογική τούτοις έφεστηκυία τριμερή ποιεί τήν ψυχήν έκ λόγου καί θυμού καί έπιθυμίας. Άρετή δέ λόγου μέν φρόνησις θυμού δέ άνδρεία έπιθυμίας δέ σωφροσύνη όλης δέ τής ψυχής δικαιοσύνη' δεί γάρ τόν μέν λόγον κρίνειν τά δέοντα τόν δέ θυμόν λόγω πειθόμενον τών δοκούντων δεινών καταφρονείν τήν δέ έπιθυμίαν μή τό φαινόμενον ήδύ άλλά τό μετά λόγου διώκειν.

Τούτων δέ ούτως έχόντων ό βίος γίνεται δίκαιος' ή γάρ περί χρήματα δικαιοσύνη μακρόν τι μέρος έστίν Άρετής' καί διά τούτο έν μέν τοίς πεπαιδευμένοις πάσας έστιν ίδείν έν δέ τοίς άπαιδεύτοις ό μέν έστιν άνδρείος καί άδικος ό δέ σώφρων καί άνόητος ό δέ φρόνιμος καί άκόλαστος' άσπερ ούδέ άρετάς προσήκει καλείν λόγου τε έστερημένας καί άτελείς ούσας καί τών άλόγων τισί παραγινομένας.

Ή δέ Κακία έκ τών έναντίων θεωρείσθω' λόγου μέν άνοια θυμού δέ δειλία έπιθυμίας δέ άκολασία όλης δέ τής ψυχής άδικία. Γίνονται δέ αί μέν άρεταί έκ πολιτείας όρθής καί τού τραφήναι καλώς καί παιδευθήναι' αί δέ κακίαι έκ τών έναντίων.

(Ιθ) Καί αί πολιτείαι δέ κατά τήν τριμέρειαν γίνονται τής ψυχής' έοίκασι γάρ οί μέν άρχοντες τώ λόγω οί δέ στρατιώται τώ θυμώ οί δέ δήμοι ταίς έπιθυμίαις. Καί όπου μέν κατά λόγον πράττεται πάντα καί ό πάντων άριστος άρχει βασιλεία γίνεται' όπου δέ κατά λόγον τε καί θυμόν καί πλείους ένός άρχουσιν Άριστοκρατίαν είναι συμβαίνει' όπου δέ κατά έπιθυμίαν πολιτεύονται καί αί τιμαί πρός τά χρήσιμα γίνονται Τιμοκρατία ή τοιαύτη πολιτεία καλείται.

Έναντία δέ βασιλεία μέν Τυραννίς' ή μέν γάρ μετά λόγου πάντα ή δέ ούδέν κατά λόγον ποιεί' Άριστοκρατία δέ Όλιγαρχία ότι ούχ οί άριστοι άλλ' όλίγοι κάκιστοι άρχουσι' Τιμοκρατία δέ Δημοκρατία ότι ούχ οί τάς ούσίας έχοντες άλλ' ό δήμος κύριός έστιν άπάντων.

(Κ) Άλλά πώς Θεών άγαθών όντων καί πάντα ποιούντων τά κακά έν τώ Κόσμω; Ή πρώτον μέν αύτό τούτο ΄ρητέον ότι Θεών άγαθών όντων καί πάντα ποιούντων κακού φύσις ούκ έστιν άπουσία δέ άγαθού γίνεται ώσπερ καί σκότος αύτό μέν ούκ έστιν άπουσία δέ φωτός γίνεται;

Άνάγκη δέ είπερ έστιν ή έν Θεοίς είναι ή νοίς ή ψυχαίς ή σώμασιν. Άλλ' έν μέν Θεοίς ούκ έστιν έπειδή πάς Θεός άγαθός' εί δέ νούν τίς φησι κακόν νούν άνόητον λέγει' εί δέ ψυχήν χείρονα ποιήσει σώματος' πάν γάρ σώμα καθ' έαυτό κακίαν ούκ έχει' εί δέ έκ ψυχής καί σώματος άλογον κεχωρισμένα μέν μή είναι κακά συνελθόντα δέ κακίαν ποιείν.

Εί δέ Δαίμονάς τις λέγοι κακούς εί μέν έκ Θεών τήν δύναμιν έχουσιν ούκ άν είεν κακοί εί δέ άλλαχόθεν ού πάντα ποιούσι Θεοί. Εί δέ μή πάντα ποιούσιν ή βουλόμενοι ού δύνανται ή δυνάμενοι ού βούλονται ών ούδέτερον πρέπει Θεώ.

Ότι μέν ούν ούδέν έν τώ Κόσμω φύσει κακόν έκ τούτων έστιν ίδείν' περί δέ τάς τών άνθρώπων ένεργείας καί τούτων ού πάντων ούδέ άεί φαίνεται τά κακά.

Ταύτα δέ εί μέν δι' αύτό τό κακόν ήμάρτανον άνθρωποι αύτή άν ήν ή φύσις κακή' εί δέ ό μέν μοιχεύων τήν μέν μοιχείαν ήγείται κακόν τήν δέ ήδονήν άγαθόν ό δέ φονεύων τόν μέν φόνον ήγείται κακόν τά δέ χρήματα άγαθά ό δέ έχθρόν κακώς ποιών τό μέν κακώς ποιήσαι κακόν τό δέ τόν έχθρόν άμύνασθαι άγαθόν καί πάντα ούτως άμαρτάνει ή ψυχή δι' άγαθότητα γίνεται τά κακά ώσπερ διά τό φώς μή είναι γίνεται σκότος φύσει μή όν' άμαρτάνει μέν ούν ψυχή ότι έφίεται άγαθού πλανάται δέ περί τό άγαθόν ότι μή πρώτη έστίν ούσία.

Υπέρ δέ τού μή πλανάσθαι καί πλανηθείσαν θεραπεύεσθαι πολλά παρά Θεών γινόμενα έστιν ίδείν' καί γάρ τέχναι (τε) καί έπιστήμαι καί μελέται εύχαί τε καί θυσίαι καί τελεταί νόμοι τε καί πολιτείαι δίκαι τε καί κολάσεις διά τό κωλύειν ψυχάς άμαρτάνειν έγένοντο' καί τού σώματος έξελθούσας Θεοί καθάρσιοι καί Δαίμονες τών άμαρτημάτων καθαίρουσι.

(Κα) Περί μέν ούν Θεών καί Κόσμου καί τών άνθρωπίνων πραγμάτων τοίς μήτε διά φιλοσοφίας άχθήναι δυναμένοις μηδέ τάς ψυχάς άνιάτοις άρκέσει ταύτα' περί δέ τού μή γενέσθαι ταύτά ποτε μηδέ άλλήλων χωρίζεσθαι λείπεται λέγειν έπειδή καί ήμείς έν τοίς λόγοις ύπό τών πρώτων τά δεύτερα είπομεν γίνεσθαι.

Πάν τό γινόμενον ή τέχνη ή φύσει ή κατά δύναμιν γίνεται' τά μέν ούν κατά τέχνην ή φύσιν ποιούντα πρότερα είναι τών ποιουμένων άνάγκη τά δέ κατά δύναμιν μεθ' έαυτών συνίστησι τά γινόμενα έπειδή καί τήν δύναμιν άχώριστον έχει ώσπερ δή ήλιος μέν φώς πύρ δέ θερμότητα χιών δέ ψυχρότητα.

Εί μέν ούν τέχνη τόν Κόσμον ποιούσι Θεοί ού τό είναι τό δέ τοιόνδε είναι ποιούσι' πάσα γάρ τέχνη τό είδος ποιεί. Πόθεν ούν τό είναι τώ Κόσμω;

Εί δέ φύσει πάν τό φύσει ποιούν έαυτού τι δίδωσι τώ γινομένω άσωμάτων δέ τών Θεών όντων έχρήν καί τόν Κόσμον άσώματον είναι. Εί δέ τούς Θεούς σώματα λέγοι τις πόθεν τών άσωμάτων ή δύναμις; Εί δέ καί τούτο συγχωρήσαιμεν φθειρομένου τού Κόσμου τόν ποιήσαντα φθείρεσθαι άνάγκη είπερ κατά φύσιν ποιεί.

Εί δέ μή τέχνη μηδέ φύσει τόν Κόσμον ποιούσι Θεοί δυνάμει λείπεται μόνον' πάν δέ τό δυνάμει γινόμενον τώ τήν δύναμιν έχοντι συνυφίσταται καί ούδέ άπολέσθαι ποτέ τά ούτως γινόμενα δύνανται εί μή τις τού ποιούντος άφέλοι τήν δύναμιν. Ώστε οί τόν Κόσμον φθείροντες Θεούς μή είναι λέγουσιν ή Θεούς είναι λέγοντες τόν Θεόν ποιούσιν άδύνατον. Δυνάμει μέν ούν πάντα ποιών έαυτώ συνυφίστησι πάντα μεγίστης δέ τής δυνάμεως ούσης ούκ άνθρώπους έδει καί ζώα μόνα ποιείν άλλά Θεούς τε καί Άγγέλους καί Δαίμονας.

Καί όσω τής ήμετέρας φύσεως ό πρώτος διαφέρει Θεός τοσούτω πλείους είναι τάς μεταξύ ήμών τε κάκείνου δυνάμεις άνάγκη' πάντα γάρ πλείστον άλλήλων κεχωρισμένα πολλά έχει τά μέσα.

(Κβ) Εί δέ τις τό μέν Θεούς μή μεταβάλλεσθαι εύλογόν τε ήγείται καί άληθές άπορεί δέ πώς άγαθοίς μέν χαίρουσι κακούς δέ άποστρέφονται καί άμαρτάνουσι μέν όργίζονται θεραπευόμενοι δέ ίλεω γίνονται ΄ρητέον ώς ού χαίρει Θεόστό γάρ χαίρον καί λυπείται ούδέ όργίζεταιπάθος γάρ καί τό όργίζεσθαι ούδέ δώροις θεραπεύεταιήδονή γάρ άν ήττηθείη ούδέ θέμις έκ τών άνθρωπίνων πραγμάτων ούτε καλώς ούτε κακώς έχειν τό θείον. Άλλ' έκείνοι μέν άγαθοί τέ είσιν άεί καί ώφελούσι μόνον' βλάπτουσι δέ ούδέποτε κατά τά αύτά ώσαύτως έχοντες.

Ήμείς δέ άγαθοί μέν όντες δι' όμοιότητα Θεοίς συναπτόμεθα κακοί δέ γενόμενοι δι' άνομοιότητα χωριζόμεθα' καί κατ' άρετάς μέν ζώντες έχόμεθα τών Θεών κακοί δέ γενόμενοι έχθρούς ήμίν ποιούμεν έκείνους ούκ έκείνων όργιζομένων άλλά τών άμαρτημάτων Θεούς μέν ήμίν ούκ έώντων έλλάμπειν Δαίμοσι δέ κολαστικοίς συναπτόντων.

Εί δέ εύχαίς καί θυσίαις λύσιν τών άμαρτημάτων εύρίσκομεν καί τούς Θεούς θεραπεύομεν καί μεταβάλλομεν άλλά διά τών δρωμένων καί τής πρός τό θείον έπιστροφής τήν ήμετέραν κακίαν ίώμενοι πάλιν τής τών Θεών άγαθότητος άπολαύομεν' ώστε όμοιον τόν Θεόν λέγειν τούς κακούς άποστρέφεσθαι καί τόν ήλιον τοίς έστερημένοις τών όψεων κρύπτεσθαι.

(Κγ) Έκ δέ τούτων καί ή περί θυσιών καί τών άλλων τών είς Θεούς γινομένων τιμών λέλυται ζήτησις. Αύτό μέν γάρ τό θείον άνενδεές αί δέ τιμαί τής ήμετέρας ώφελείας ένεκα γίνονται.

Καί ή μέν Πρόνοια τών Θεών διατείνει πανταχή έπιτηδειότητος δέ μόνον πρός ύποδοχήν δείται' πάσα δέ έπιτηδειότης μιμήσει καί όμοιότητι γίνεται διό οί μέν ναοί τόν ούρανόν οί δέ βωμοί μιμούνται τήν γήν τά δέ άγάλματα τήν ζωήνκαί διά τούτο ζώοις άπείκασται αί δέ εύχαί τό νοερόν οί δέ χαρακτήρες τάς άρρήτους άνω δυνάμεις βοτάναι δέ καί λίθοι τήν ύλην τά δέ θυόμενα ζώα τήν έν ήμίν άλογον ζωήν.

Έκ δέ τούτων άπάντων τοίς μέν Θεοίς πλέον ούδέν τί γάρ άν πλέον γένοιτο Θεώ; ήμίν δέ πρός έκείνους γίνεται συναφή.

(Κδ) Άξιον δέ οίμαι περί θυσιών βραχέα προσθείναι. Πρώτον μέν έπειδή πάντα παρά Θεών έχομεν δίκαιον δέ τοίς διδούσι τών διδομένων άπάρχεσθαι' χρημάτων μέν δι' άναθημάτων σωμάτων δέ διά κόμης ζωής δέ διά θυσιών άπαρχόμεθα. Έπειτα αί μέν χωρίς θυσιών εύχαί λόγοι μόνον είσίν αί δέ μετά θυσιών έμψυχοι λόγοι τού μέν λόγου τήν ζωήν δυναμούντος τής δέ ζωής τόν λόγον ψυχούσης. Έτι παντός πράγματος εύδαιμονία ή οίκεία τελειότης έστίν οίκεία δέ τελειότης έκάστω ή πρός τήν έαυτού αίτίαν συναφή' καί διά τούτο ήμείς εύχόμεθα συναφθήναι Θεοίς.

Έπεί τοίνυν ζωή μέν πρώτη ή τών Θεών έστι ζωή δέ τις καί ή άνθρωπίνη βούλεται δέ αύτη συναφθήναι έκείνη μεσότητος δείται' ούδέν γάρ τών πλείστον διεστώτων άμέσως συνάπτεται. Ή δέ μεσότης όμοία είναι τοίς συναπτομένοις όφείλει' ζωής ούν μεσότητα ζωήν έχρήν είναι. Καί διά τούτο ζώα θύουσιν άνθρωποι οί τε νύν εύδαίμονες καί πάντες οί πάλαι' καί ταύτα ούχ άπλώς άλλ' έκάστω Θεώ τά πρέποντα μετά πολλής τής άλλης θρησκείας. Καί περί μέν τούτων ίκανά.

(Κε) Τόν δέ Κόσμον ότι μέν ούκ άν Θεοί φθερούσιν είρηται ότι δέ καί τήν φύσιν άφθαρτον έχει λέγειν άκόλουθον' πάν γάρ τό φθειρόμενον ή ύφ' έαυτού φθείρεται ή ύπό άλλου. Εί μέν ούν ύφ' έαυτού ό Κόσμος φθείρεται έδει καί τό πύρ έαυτό καίειν καί τό ύδωρ έαυτό ξηραίνειν' εί δέ ύπό άλλου ή σώματος ή άσωμάτου.

Άλλ' ύπό μέν άσωμάτου άδύνατον τά γάρ άσώματα σώζει τά σώματα οίον φύσις καί ψυχή ούδέν δέ ύπό τού φύσει σώζοντος φθείρε ται' εί δέ ύπό σώματος ή ύπό τών όντων ή ύπό έτέρων. Καί εί μέν ύπό τών όντων ή ύπό τών κύκλω κινουμένων τά έπ' εύθείας ή ύπό τών έπ' εύθείας τά κύκλω.

Άλλ' ούδέ τά κύκλω φθαρτικήν έχει φύσινδιά τί γάρ μηδέν όρώμεν έκείθεν φθειρόμενον; ούδέ τά έπ' εύθείας έκείνων άψασθαι δύναταιδιά τί γάρ άχρι νύν ούκ ήδυνήθη; άλλ' ούδέ τά έπ' εύθείας ύπ' άλλήλων φθείρεσθαι δύναται' ή γάρ άλλου φθορά άλλου γένεσίς έστι τούτο δέ φθείρεσθαι μέν ούκ έστι μεταβάλλεσθαι δέ. Εί δέ ύπ' άλλων σωμάτων ό Κόσμος φθείρεται πόθεν γενομένων ή πού νύν όντων; Ούκ έστιν είπείν.

Έτι πάν τό φθειρόμενον ή είδει ή ύλη φθείρεται. Έστι δέ είδος μέν τό σχήμα ύλη δέ τό σώμα' καί τών μέν είδών φθειρομένων τής δέ ύλης μενούσης έτερα όρώμεν γινόμενα' εί δέ ύλη φθείρεται πώς έν τοσούτοις έτεσιν ούκ έπέλιπεν;

Εί δέ άντί τής φθειρομένης έτέρα γίνεται ή έκ τών όντων ή έκ τών μή όντων γίνεται' άλλ' εί μέν έκ τών όντων τών όντων μενόντων άεί καί ή ύλη έστιν άεί' εί δέ καί τά όντα φθείρεται ού τόν Κόσμον μόνον άλλά καί πάντα λέγουσι φθείρεσθαι. Εί δέ έκ τών μή όντων ή ύλη πρώτον μέν άδύνατον έκ τών μή όντων είναί τι εί δέ καί τούτο γένοιτο καί δυνατόν έκ τών μή όντων είναι τήν ύλην έως άν ή τά μή όντα έσται καί ή ύλη ού γάρ δήποτε καί τά μή όντα άπόλλυται.

Εί δέ άνείδεον λέγουσι μένειν τήν ύλην πρώτον μέν διά τί ού κατά μέρη άλλ' έν όλω τούτο γίνεται τώ Κόσμω; Έπειτα ού τό είναι τών σωμάτων τό δέ κάλλος φθείρουσι μόνον.

Έτι πάν τό φθειρόμενον ή άφ' ών έγένετο είς έκείνα λύεται ή είς τό μή όν άφανίζεται. Άλλ' εί μέν άφ' ών έγένετο είς έκείνα λυθείη πάλιν γίνεται έτεραδιά τί γάρ τήν άρχήν έγένετο; εί δέ είς τό μή όν άπεισι τά όντα τί κωλύει καί τόν Θεόν τούτο παθείν; Εί δέ ή δύναμις κωλύει ούκ έστι δυνατού έαυτόν μόνον σώζειν καί όμοίως δέ άδύνατον έκ τών μή όντων γίνεσθαι τά όντα καί τά όντα είς τό μή όν άφανίζεσθαι.

Έτι άνάγκη τόν Κόσμον εί φθείρεται ή κατά φύσιν φθείρεσθαι ή παρά φύσιν' ούδέ τό παρά φύσιν πρότερον έχει τής φύσεως εί δέ παρά φύσιν δεί έτέραν είναι φύσιν τήν μεταβάλλουσαν τού Κόσμου τήν φύσιν' όπερ ού φαίνεται.

Έτι πάν τό φύσει φθειρόμενον καί ήμείς φθείρειν δυνάμεθα' τού δέ Κόσμου τό μέν κυκλικόν σώμα ούτε έφθειρέ τίς ποτε ούτε μετέβαλε' τών δέ στοιχείων μεταβάλλειν μέν δυνατόν φθείρειν δέ άδύνατον.

Έτι πάν τό φθειρόμενον ύπό χρόνου μεταβάλλεται καί γηρά' ό δέ Κόσμος έν τοσούτοις έτεσιν άμετάβλητος μένει.

Τοσαύτα καί πρός τούς ίσχυροτέρων άποδείξεων δεομένους είπόντες αύτόν ήμίν εύχόμεθα ίλεων τόν Κόσμον γένεσθαι.

(Κστ) Καί μήν ούδέ τό άθείας περί τινας τόπους τής γής γενέσθαι πολλάκις δέ ύστερον έσεσθαι άξιον ταράττειν τούς έμφρονας. Ότι τε ούκ είς Θεούς γίνεται ταύτα ώσπερ ούδέ αί τιμαί έκείνους ώφελούσαι έφάνησαν καί διά τό άδυνατείν μέσης ούσίας ούσαν τήν ψυχήν άεί κατορθούν καί τό μή δύνασθαι πάντα τόν Κόσμον τής τών Θεών Προνοίας άπολαύειν όμοίως'

άλλά τά μέν αίωνίως τά δέ κατά χρόνον καί τά μέν πρώτως τά δέ δευτέρως μετέχειν έκείνης ώσπερ καί τών αίσθήσεων πασών μέν ή κεφαλή μιάς δέ όλον τό σώμα αίσθάνεται.

(Κζ) Καί διά τούτο ώς έοικεν οί τάς έορτάς καταστησάμενοι καί Άποφράδας έποίησαν έν αίς τά μέν ήργει τών ίερών τά δέ έκλείετο τών δέ καί τόν κόσμον άφήρουν πρός τήν άσθένειαν τής ήμετέρας άφοσιούμενοι φύσεως.

Καί κολάσεως δέ είδος είναι άθείαν ούκ άπεικός' τούς γάρ γνόντας Θεούς καί καταφρονήσαντας εύλογον έν έτέρω βίω καί τής γνώσεως στέρεσθαι' καί τούς έαυτών βασιλέας ώς Θεούς τιμήσαντας έδει τήν δίκην αύτών ποιήσαι τών Θεών έκπεσείν.

(Κη) Εί δέ μηδέ τούτων μηδέ τών άλλων άμαρτημάτων εύθύς αί δίκαι τοίς άμαρτήσασιν έπονται θαυμάζειν ού δεί ότι τε ού Δαίμονές είσι μόνον οί κολάζοντες τάς ψυχάς άλλά καί αύτή έαυτήν ύπάγει τή δίκη' καί ότι μένουσι τόν άπαντα χρόνον ούκ έχρήν έν όλίγω πάντων τυχείν' καί διά τό δείν άνθρωπίνην άρετήν είναι. Εί γάρ τοίς άμαρτήσασιν εύθύς ήκολούθουν αί δίκαι φόβω δικαιοπραγούντες άνθρωποι άρετήν ούκ άν είχον.

(Κθ) Κολάζονται δέ τού σώματος έξελθούσαι' αί μέν ένταύθα πλανώμεναι αί δέ είς τινας τόπους τής γής θερμούς ή ψυχρούς αί δέ ύπό Δαιμόνων ταραττόμεναι' πάντα δέ μετά τής άλόγου ύπομένουσι μεθ' ήσπερ καί ήμαρτον' δι' ήν καί τό σκιοειδές σώμα ύφίσταται ό περί τούς τάφους καί μάλιστα τών κακώς ζησάντων όράται.

(Λ) Αί δέ μετεμψυχώσεις εί μέν είς λογικά γένοιντο αύτό τούτο ψυχαί γίνονται τών σωμάτων εί δέ είς άλογα έξωθεν έπονται ώσπερ καί ήμίν οί είληχότες ήμάς Δαίμονες' ού γάρ μήποτε λογική άλόγου ψυχή γένοιτο.

(Λα) Τήν δέ μετεμψύχωσιν έκ τών έκ γενετής παθών έστιν ίδείνδιά τί γάρ οί μέν τυφλοί οί δέ παρειμένοι οί δέ καί αύτήν τήν ψυχήν κακώς έχοντες τίκτονται; καί έκ τής φύσεως έχούσας έν σώματι πολιτεύεσθαι τάς ψυχάς μή δείν άπαξ έξελθούσας τόν άπαντα αίώνα μένειν έν άργία.

Εί γάρ μή πάλιν αί ψυχαί είς σώματα φέροιντο άνάγκη άπείρους είναι ή τόν Θεόν άεί έτέρας ποιείν' άλλ' ούδέ άπειρόν τι έν τώ Κόσμωέν γάρ πεπερασμένω άπειρόν τι ούκ άν γένοιτο ούδέ άλλας γίνεσθαι δυνατόνπάν γάρ έν ώ τι γίνεται καινόν καί άτελές είναι άνάγκη' τόν δέ Κόσμον έκ τελείου γενόμενον τέλειον είναι προσήκει.

(Λβ) Αί δέ κατ' Άρετήν ζήσασαι ψυχαί τά τε άλλα εύδαιμονούσαι καί τής άλόγου χωρισθείσαι καί καθαραί παντός γενόμεναι σώματος Θεοίς τε συνάπτονται καί τόν όλον Κόσμον συνδιοικούσιν έκείνοις.

Καίτοι καί εί μηδέν αύταίς τούτων έγίνετο αύτή γε ή Άρετή καί ή έκ τής Άρετής ήδονή τε καί δόξα ό τε άλυπος καί άδέσποτος βίος εύδαίμονας ήρκει ποιείν τούς κατ' Άρετήν ζήν προελομένους καί δυνηθέντας.