Λευκίππη και Κλειτοφών - Αχιλλέας Τάτιος

Σιδών έπί θαλάττη πόλις' Συρίων ή θάλασσα' μήτηρ Φοινίκων ή πόλις' Θηβαίων ό δήμος πατήρ. Δίδυμος λιμήν έν κόλπω πλατύς ήρέμα κλείων τό πέλαγος' ή γάρ ό κόλπος κατά πλευράν έπί δεξιά κοιλαίνεται στόμα δεύτερον όρώρυκται καί τό ύδωρ αύθις είσρεί καί γίνεται τού λιμένος άλλος λιμήν ώς χειμάζειν μέν ταύτη τάς όλκάδας έν γαλήνη θερίζειν δέ τού λιμένος είς τό προκόλπιον.

Ένταύθα ήκων έκ πολλού χειμώνος σώστρα έθυον έμαυτού τή τών Φοινίκων θεά' Άστάρτην αύτήν καλούσιν οί Σιδώνιοι. Περιιών ούν καί τήν άλλην πόλιν καί περισκοπών τά άναθήματα όρώ γραφήν άνακειμένην γής άμα καί θαλάττης. Εύρώπης ή γραφή' Φοινίκων ή θάλασσα' Σιδώνος ή γή.

Έν τή γή λειμών καί χορός παρθένων. Έν τή θαλάττη ταύρος έπενήχετο καί τοίς νώτοις καλή παρθένος έπεκάθητο έπί Κρήτην τώ ταύρω πλέουσα. Έκόμα πολλοίς άνθεσιν ό λειμών' δένδρων αύτοίς άνεμέμικτο φάλαγξ καί φυτών. Συνεχή τά δένδρα' συνηρεφή τά πέταλα' συνήπτον οί πτόρθοι τά φύλλα καί έγίνετο τοίς άνθεσιν όροφος ή τών φύλλων συμπλοκή.

Έγραψεν ό τεχνίτης ύπό τά πέταλα καί τήν σκιάν καί ό ήλιος ήρέμα τού λειμώνος κάτω σποράδην διέρρει όσον τό συνηρεφές τής τών φύλλων κόμης άνέωξεν ό γραφεύς.

Όλον έτείχιζε τόν λειμώνα περιβολή' είσω δέ τού τών όρόφων στεφανώματος ό λειμών έκάθητο. Αί δέ πρασιαί τών άνθέων ύπό τά πέταλα τών φυτών στιχηδόν έπεφύκεσαν νάρκισσος καί ΄ρόδα καί μυρρίναι. Υδωρ κατά μέσον έρρει τού λειμώνος τής γραφής τό μέν άναβλύζον κάτωθεν άπό τής γής τό δέ τοίς άνθεσι καί τοίς φυτοίς περιχεόμενον.

Όχετηγός τις έγέγραπτο δίκελλαν κατέχων καί περί μίαν άμάραν κεκυφώς καί άνοίγων τήν όδόν τώ ΄ρεύματι. Έν δέ τώ τού λειμώνος τέλει πρός ταίς έπί θάλατταν τής γής έκβολαίς τάς παρθένους έταξεν ό τεχνίτης.

Τό σχήμα ταίς παρθένοις καί χαράς καί φόβου. Στέφανοι περί τοίς μετώποις δεδεμένοι' κόμαι κατά τών ώμων λελυμέναι' τό σκέλος άπαν γεγυμνωμέναι τό μέν άνω τού χιτώνος τό δέ κάτω τού πεδίλου' τό γάρ ζώσμα μέχρι γόνατος άνείλκε τόν χιτώνα. Τό πρόσωπον ώχραί' σεσηρυίαι τάς παρειάς' τούς όφθαλμούς άνοίξασαι πρός τήν θάλασσαν' μικρόν ύποκεχηνυίαι τό στόμα ώσπερ άφήσειν ύπό φόβου μέλλουσαι καί βοήν' τάς χείρας ώς έπί τόν βούν ώρεγον.

Έπέβαινον άκρας τής θαλάσσης όσον ύπεράνω μικρόν τών ταρσών ύπερέχειν τό κύμα' έώκεσαν δέ βούλεσθαι μέν ώς έπί τόν ταύρον δραμείν φοβείσθαι δέ τή θαλάττη προσελθείν. Τής δέ θαλάσσης ή χροιά διπλή' τό μέν γάρ πρός τήν γήν ύπέρυθρον κυάνεον δέ τό πρός τό πέλαγος.

Άφρός έπεποίητο καί πέτραι καί κύματα' αί πέτραι τής γής ύπερβεβλημέναι ό άφρός περιλευκαίνων τάς πέτρας τό κύμα κορυφούμενον καί περί τάς πέτρας λυόμενον είς τούς άφρούς. Ταύρος έν μέση τή θαλάσση έγέγραπτο τοίς κύμασιν έποχούμενος ώς όρους άναβαίνοντος τού κύματος ένθα καμπτόμενον τού βοός κυρτούται τό σκέλος.

Ή παρθένος μέσοις έπεκάθητο τοίς νώτοις τού βοός ού περιβάδην άλλά κατά πλευράν έπί δεξιά συμβάσα τώ πόδε τή λαιά τού κέρως έχομένη ώσπερ ήνίοχος χαλινού' καί γάρ ό βούς έπέστραπτο ταύτη μάλλον πρός τό τής χειρός έλκον ήνιοχούμενος. Χιτών άμφί τά στέρνα τής παρθένου μέχρις αίδούς' τούντεύθεν έπεκάλυπτε χλαίνα τά κάτω τού σώματος. Λευκός ό χιτών' ή χλαίνα πορφυρά' τό δέ σώμα διά τής έσθήτος ύπεφαίνετο.

βαθύς όμφαλός' γαστήρ τεταμένη' λαπάρα στενή' τό στενόν είς ίξύν καταβαίνον ηύρύνετο. Μαζοί τών στέρνων ήρέμα προκύπτοντες' ή συνάγουσα ζώνη τόν χιτώνα καί τούς μαζούς έκλειε καί έγίνετο τού σώματος κάτοπτρον ό χιτών. Αί χείρες άμφω διετέταντο ή μέν έπί κέρας ή δέ έπ' ούράν' ήρτητο δέ άμφοίν έκατέρωθεν ύπέρ τήν κεφαλήν ή καλύπτρα κύκλω τών νώτων έμπεπετασμένη' ό δέ κόλπος τού πέπλου πάντοθεν έτέτατο κυρτούμενος' καί ήν ούτος άνεμος τού ζωγράφου. Ή δέ δίκην έπεκάθητο τώ ταύρω πλεούσης νηός ώσπερ ίστίω τώ πέπλω χρωμένη.

Περί δέ τόν βούν ώρχούντο δελφίνες έπαιζον Έρωτες' είπες άν αύτών έγγεγράφθαι καί τά κινήματα. Έρως είλκε τόν βούν' Έρως μικρόν παιδίον ήπλώκει τό πτερόν ήρτητο φαρέτραν έκράτει τό πύρ' μετέστραπτο δέ ώς έπί τόν Δία καί ύπεμειδία ώσπερ αύτού καταγελών ότι δι' αύτόν γέγονε βούς.

Έγώ δέ καί τά άλλα μέν έπήνουν τής γραφής άτε δέ ών έρωτικός περιεργότερον έβλεπον τόν άγοντα τόν βούν Έρωτα' καί Οίον είπον άρχει βρέφος ούρανού καί γής καί θαλάσσης. Ταύτά μου λέγοντος νεανίσκος καί αύτός παρεστώς Έγώ ταύτα άν είδείην έφη τοσαύτας ύβρεις έξ έρωτος παθών.

Καί τί πέπονθας είπον ώ άγαθέ; καί γάρ όρώ σου τήν όψιν ού μακράν τής τού θεού τελετής. Σμήνος άνεγείρεις είπε λόγων' τά γάρ έμά μύθοις έοικε. Μή κατοκνήσης ώ βέλτιστε έφην πρός τού Διός καί τού Έρωτος αύτού ταύτη μάλλον ήσειν εί καί μύθοις έοικε.

Καί ταύτα δή λέγων δεξιούμαί τε αύτόν καί έπί τινος άλσους άγω γείτονος ένθα πλάτανοι μέν έπεφύκεσαν πολλαί καί πυκναί παρέρρει δέ ύδωρ ψυχρόν τε καί διαυγές οίον άπό χιόνος άρτι λυθείσης έρχεται. Καθίσας ούν αύτόν έπί τινος θώκου χαμαιζήλου καί αύτός παρακαθισάμενος Ώρα σοι έφην τής τών λόγων άκροάσεως' πάντως δέ ό τοιούτος τόπος ήδύς καί μύθων άξιος έρωτικών.

Ό δέ άρχεται τού λέγειν ώδε' Έμοί Φοινίκη γένος Τύρος ή πατρίς όνομα Κλειτοφών πατήρ Ίππίας άδελφός πατρός Σώστρατος ού πάντα δέ άδελφός άλλ' όσον άμφοίν είς πατήρ' αί γάρ μητέρες τώ μέν ήν βυζαντία τώ δέ έμώ πατρί Τυρία. Ό μέν ούν τόν πάντα χρόνον είχεν έν βυζαντίω' πολύς γάρ ό τής μητρός κλήρος ήν αύτώ' ό δέ έμός πατήρ έν Τύρω κατώκει.

Τήν δέ μητέρα ούκ οίδα τήν έμήν' έπί νηπίω γάρ μοι τέθνηκεν. Έδέησεν ούν τώ πατρί γυναικός έτέρας έξ ής άδελφή μοι Καλλιγόνη γίνεται. Καί έδόκει μέν τώ πατρί συνάψαι μάλλον ήμάς γάμω' αί δέ Μοίραι τών άνθρώπων κρείττονες άλλην έτήρουν μοι γυναίκα. Φιλεί δέ τό δαι μόνιον πολλάκις άνθρώποις τό μέλλον νύκτωρ λαλείν ούχ ίνα φυλάξωνται μή παθείν (ού γάρ είμαρμένης δύνανται κρατείν) άλλ' ίνα κουφότερον πάσχοντες φέρωσι.

Τό μέν γάρ έξαίφνης άθρόον καί άπροσδόκητον έκπλήσσει τήν ψυχήν άφνω προσπεσόν καί κατεβάπτισε τό δέ πρό τού παθείν προσδοκώμενον προκατηνάλωσε κατά μικρόν μελετώμενον τού πάθους τήν άκμήν. Έπεί γάρ είχον ένατον έτος έπί τοίς δέκα καί παρεσκεύαζεν ό πατήρ είς νέωτα ποιήσων τούς γάμους ήρχετο τού δράματος ή Τύχη.

Όναρ έδόκουν συμφύναι τή παρθένω τά κάτω μέρη μέχρις όμφαλού δύο δέ έντεύθεν τά άνω σώματα. Έφίσταται δή μοι γυνή φοβερά καί μεγάλη τό πρόσωπον άγρία' όφθαλμός έν αίματι βλοσυραί παρειαί όφεις αί κόμαι. Άρπην έκράτει τή δεξιά δάδα τή λαιά. Έπιπεσούσα ούν μοι θυμώ καί άνατείνασα τήν άρπην καταφέρει τής ίξύος ένθα τών δύο σωμάτων ήσαν αί συμβολαί καί άποκόπτει μου τήν παρθένον.

Περιδεής ούν άναθορών έκ τού δείματος φράζω μέν πρός ούδένα κατ' έμαυτόν δέ πονηρά έσκεπτόμην. Έν δέ τούτω συμβαίνει τοιάδε. Ήν άδελφός ώς έφην τού πατρός Σώστρατος. Παρά τούτου τις έρχεται κομίζων έπιστολήν άπό βυζαντίου καί ήν τά γεγραμμένα τοιάδε'

Ίππία τώ άδελφώ χαίρειν Σώστρατος.

Ήκουσι πρός σέ θυγάτηρ έμή Λευκίππη καί Πάνθεια γυνή' πόλεμος γάρ περιελαύνει βυζαντίους Θρακικός. Σώζε δέ μοι τά φίλτατα τού γένους μέχρι τής τού πολέμου τύχης.

Ταύτα ό πατήρ άναγνούς άναπηδά καί έπί τήν θάλασσαν έκτρέχει καί μικρόν ύστερον αύθις έπανήκεν. Είπετο δέ αύτώ κατόπιν πολύ πλήθος οίκετών καί θεραπαινίδων άς συνεκπέμψας ό Σώστρατος έτυχε ταίς γυναιξίν. Έν μέσοις δέ ήν γυνή μεγάλη καί πλουσία τή στολή.

Ώς δέ ένέτεινα τούς όφθαλμούς κατ' αύτήν έν άριστερά παρθένος έκφαίνεταί μοι καί καταστράπτει μου τούς όφθαλμούς τώ προσώπω.

Τοιαύτην είδον έγώ ποτε έπί ταύρω γεγραμμένην Σελήνην' όμμα γοργόν έν ήδονή' κόμη ξανθή τό ξανθόν ούλον' όφρύς μέλαινα τό μέλαν άκρατον' λευκή παρειά τό λευκόν είς μέσον έφοινίσσετο καί έμιμείτο πορφύραν είς οίαν τόν έλέφαντα Λυδία βάπτει γυνή' τό στόμα ΄ρόδων άνθος ήν όταν άρχηται τό ΄ρόδον άνοίγειν τών φύλλων τά χείλη.

Ώς δέ είδον εύθύς άπωλώλειν' κάλλος γάρ όξύτερον τιτρώσκει βέλους καί διά τών όφθαλμών είς τήν ψυχήν καταρρεί' όφθαλμός γάρ όδός έρωτικώ τραύματι.

Πάντα δέ με είχεν όμού έπαινος έκπληξις τρόμος αίδώς άναίδεια. Έπήνουν τό μέγεθος έκπεπλήγμην τό κάλλος έτρεμον τήν καρδίαν έβλεπον άναιδώς ήδούμην άλώναι. Τούς δέ όφθαλμούς άφέλκειν μέν άπό τής κόρης έβιαζόμην' οί δέ ούκ ήθελον άλλ' άνθείλκον έαυτούς έκεί τώ τού κάλλους έλκόμενοι πείσματι καί τέλος ένίκησαν.

Αί μέν δή κατήγοντο πρός ήμάς καί αύταίς ό πατήρ μέρος τι τής οίκίας άποτεμόμενος εύτρεπίζει δείπνον. Καί έπεί καιρός ήν συνεπίνομεν κατά δύο τάς κλίνας διαλαχόντες (ούτω γάρ έταξεν ό πατήρ) αύτός κάγώ τήν μέσην αί μητέρες αί δύο τήν έν άριστερά' τήν δεξιάν είχον αί παρθένοι.

Έγώ δέ ώς ταύτην ήκουσα τήν εύταξίαν μικρού προσελθών τόν πατέρα κατεφίλησα ότι μου κατ' όφθαλμούς άνέκλινε τήν παρθένον.

Τί μέν ούν έφαγον μά τούς θεούς έγωγε ούκ ήδειν' έώκειν γάρ τοίς έν όνείροις έσθίουσιν. Έρείσας δέ κατά τής στρωμνής τόν άγκώνα καί έγκλίνας έμαυτόν όλοις έβλεπον τήν κόρην τοίς προσώποις κλέπτων άμα τήν θέαν' τούτο γάρ μου ήν τό δείπνον.

Ώς δέ ήμεν άπό τού δείπνου παίς έρχεται κιθάραν άρμοσάμενος τού πατρός οίκέτης καί ψιλαίς τό πρώτον διατινάξας ταίς χερσί τάς χορδάς έκρουε' καί τι κρουμάτιον ύπολιγήνας ύποψιθυρίζουσι τοίς δακτύλοις μετά τούτο ήδη τώ πλήκτρω τάς χορδάς έκρουε καί όλίγον όσον κιθαρίσας συνήδε τοίς κρούμασι.

Τό δέ άσμα ήν Άπόλλων μεμφόμενος τήν Δάφνην φεύγουσαν καί διώκων άμα καί μέλλων καταλαμβάνειν καί γινομένη φυτόν ή κόρη καί Άπόλλων τό φυτόν στεφανούμενος. Τούτό μοι μάλλον άσθέν τήν ψυχήν έξέκαυσεν'

ύπέκκαυμα γάρ έπιθυμίας λόγος έρωτικός. Κάν είς σωφροσύνην τις έαυτόν νουθετή τώ παραδείγματι πρός τήν μίμησιν έρεθίζεται μάλιστα όταν έκ τού κρείττονος ή τό παράδειγμα' ή γάρ ών άμαρτάνει τις αίδώς τώ τού βελτίονος άξιώματι παρρησία γίνεται.

Καί ταύτα πρός έμαυτόν έλεγον' Ίδού καί Άπόλλων έρά κάκείνος παρθένου καί έρών ούκ αίσχύνεται άλλά διώκει τήν παρθένον' σύ δέ όκνείς καί αίδή καί άκαίρως σωφρονείς' μή κρείττων εί τού θεού;

Ώς δέ ήν έσπέρα πρότεραι μέν πρός ύπνον έτράπησαν αί γυναίκες μικρόν δέ ύστερον καί ήμείς' οί μέν δή άλλοι τή γαστρί μετρήσαντες τήν ήδονήν έγώ δέ τήν εύωχίαν έν τοίς όφθαλμοίς φέρων τών τε τής κόρης προσώπων γεμισθείς καί άκράτω θεάματι καί μέχρι κόρου προελθών άπήλθον μεθύων έρωτι.

Ώς δέ είς τό δωμάτιον παρήλθον ένθα μοι καθεύδειν έθος ήν ούδέ ύπνου τυχείν ήδυνάμην. Έστι μέν γάρ φύσει καί τά άλλα νοσήματα καί τά τού σώματος τραύματα (έν) νυκτί χαλεπώτερα καί έπανίσταται μάλλον ήμίν ήσυχάζουσι καί έρεθίζει τάς άλγηδόνας'

όταν γάρ άναπαύηται τό σώμα τότε σχολάζει τό έλκος νοσείν' τά δέ τής ψυχής τραύματα μή κινουμένου τού σώματος πολύ μάλλον όδυνά. Έν ήμέρα μέν γάρ όφθαλμοί καί ώτα πολλής γεμιζόμενα περιεργίας έπικουφίζει τής νόσου τήν άκμήν άντιπεριάγοντα τήν ψυχήν τής είς τό πονείν σχολής' άν δέ ήσυχία τό σώμα πεδηθή καθ' έαυτήν ή ψυχή γενομένη τώ κακώ κυμαίνεται.

Πάντα γάρ έξεγείρεται τότε τά τέως κοιμώμενα' τοίς πενθούσιν αί λύπαι τοίς μεριμνώσιν αί φροντίδες τοίς κινδυνεύουσιν οί φόβοι τοίς έρώσι τό πύρ. Περί δέ τήν έω μόλις έλεήσας μέ τις ύπνος άνέπαυσεν όλίγον.

Άλλ' ούδέ τότε μου τής ψυχής άπελθείν ήθελεν ή κόρη' πάντα γάρ ήν μοι Λευκίππη τά ένύπνια' διελεγόμην αύτή συνέπαιζον συνεδείπνουν ήπτόμην πλείονα είχον άγαθά τής ήμέρας' καί γάρ κατεφίλησα καί ήν τό φίλημα άληθινόν' ώστε έπειδή με ήγειρεν ό οίκέτης έλοιδορούμην αύτώ τής άκαιρίας άπολέσας όνειρον ούτω γλυκύν.

Άναστάς ούν έβάδιζον έξεπίτηδες είσω τής οίκίας κατά πρόσωπον τής κόρης βιβλίον άμα κρατών καί έγκεκυφώς άνεγίνωσκον' τόν δέ όφθαλμόν εί κατά τάς θύρας γενοίμην ύπείλιττον κάτωθεν καί τινας έμπεριπατήσας διαύλους καί έποχετευσάμενος έκ τής θέας έρωτα σαφώς άπήειν έχων τήν ψυχήν κακώς. Καί ταύτά μοι τριών ήμερών έπυρσεύετο.

Ήν δέ μοι Κλεινίας άνεψιός όρφανός καί νέος δύο άναβεβηκώς έτη τής ήλικίας τής έμής έρωτι τετελεσμένος' μειρακίου δέ ό έρως ήν. Ούτω δέ είχε φιλοτιμίας πρός αύτό ώστε καί ίππον πριάμενος έπεί θεασάμενον τό μειράκιον έπήνεσεν εύθύς έχαρίσατο φέρων αύτώ τόν ίππον.

Έσκωπτον ούν αύτόν άεί τής άμεριμνίας ότι σχολάζει φιλείν καί δούλός έστιν έρωτικής ήδονής. Ό δέ μοι μειδιών καί τήν κεφαλήν έπισείων έλεγεν' Έση καί σύ μοι ποτέ δούλος.

Ταχύ πρός τούτον άπιών καί άσπασάμενος καί παρακαθισάμενος Έδωκα έφην Κλεινία σοι δίκην τών σκωμμάτων. Δούλος γέγονα κάγώ. άνακροτήσας ούν τάς χείρας έξεγέ λασε καί άναστάς κατεφίλησέ μου τό πρόσωπον έμφαίνον έρωτικήν άγρυπνίαν' καί Έράσ είπεν έράς άληθώς' οί όφθαλμοί σου λέγουσιν. άρτι δέ λέγοντος αύτού Χαρικλής είστρέχει (τούτο γάρ ήν όνομα τώ μειρακίω) τεθορυβημένος Οίχομαί σοι λέγων Κλεινία.

Καί συνεστέναξεν ό Κλεινίας ώσπερ έκ τής έκείνου ψυχής κρεμάμενος' καί τή φωνή τρέμων Άποκτενείσ είπε σιωπών' τί σε λυπεί; τίνι δεί μάχεσθαι; καί ό Χαρικλής Γάμον είπεν ό πατήρ μοι προξενεί καί γάμον άμόρφου κόρησ ίνα διπλώ συνοικώ τώ κακώ. Πονηρόν μέν γάρ γυνή κάν εύμορφος ή' έάν δέ καί άμορφίαν δυστυχή τό κακόν διπλούν.

Άλλά πρός τόν πλούτον ό πατήρ άποβλέπων σπουδάζει τό κήδος. Έκδίδομαι ό δυστυχής τοίς έκείνης χρήμασιν ίνα γήμω πωλούμενος.

Ώς ούν ταύτα ήκουσεν ό Κλεινίας ώχρίασεν. Έπιπαρώξυνεν ούν τό μειράκιον άποθέσθαι τόν γάμον τό τών γυναικών γένος λοιδορών. Γάμον είπεν ήδη σοι δίδωσιν ό πατήρ; τί γάρ ήδίκησας ίνα καί πεδηθής;

ούκ άκούεις τού Διός λέγοντος

Τοίς δ' έγώ άντί πυρός δώσω κακόν ώ κεν άπαντες

τέρπωνται κατά θυμόν έόν κακόν άμφαγαπώντεσ; αύτη γυναικών ήδονή καί έοικε τή τών Σειρήνων φύσει' κάκείναι γάρ ήδονή φονεύουσιν ώδής.

Έστι δέ σοι συνιέναι τό μέγεθος τού κακού καί άπ' αύτής τής τού γάμου παρασκευής' βόμβος αύλών δικλίδων κτύπος πυρσών δαδουχία. Έρεί τις ίδών τοσούτον κυδοιμόν' Άτυχής ό μέλλων γαμείν' έπί πόλεμον δοκώ μοι πέμπεται. Άλλ' εί μέν ίδιώτης ήσθα μουσικής ήγνόεις άν τά τών γυναικών δράματα' νύν δέ κάν άλλοις λέγοις όσων ένέπλησαν μύθων γυναίκες τήν σκηνήν' (ό) όρμος Έριφύλης Φιλομήλας ή τράπεζα Σθενεβοίας ή διαβολή Άερόπης ή κλοπή Πρόκνης ή σφαγή.

Άν τό Χρυσηίδος κάλλος Άγαμέμνων ποθή λοιμόν τοίς Έλλησι ποιεί' άν τό βρισηίδος κάλλος Άχιλλεύς ποθή πένθος αύτώ προξενεί' έάν έχη γυναίκα Κανδαύλης καλήν φονεύει Κανδαύλην ή γυνή.

Τό μέν γάρ Έλένης τών γάμων πύρ άνήψε κατά τής Τροίας άλλο πύρ' ό δέ Πηνελόπης γάμος τής σώφρονος πόσους νυμφίους άπώλεσεν; άπέκτεινεν Ίππόλυτον φιλούσα Φαίδρα Κλυταιμήστρα δέ Άγαμέμνονα μή φιλούσα. Ώ πάντα τολμώσαι γυναίκες' κάν φιλώσι φονεύουσι' κάν μή φιλώσι φονεύουσιν. Άγαμέμνονα έδει φονευθήναι τόν καλόν ού κάλλος ούράνιον ήν

όμματα καί κεφαλήν ίκελος Διί τερπικεραύνω' καί ταύτην άπέκοψεν ώ Ζεύ τήν κεφαλήν γυνή.

Καί ταύτα μέν έπί τών εύμόρφων τις άν είποι γυναικών ένθα καί μέτριον τό άτύχημα. Τό γάρ κάλλος έχει τινά παρηγορίαν τών κακών καί τούτό έστιν έν άτυχήμασιν εύτυχείν' εί δέ μηδέ εύμορφος ώς φής ή συμφορά διπλή. Καί πώς άν τις άνάσχοιτο καί ταύτα μειράκιον ούτω καλόν;

μή πρός θεών Χαρίκλεις μήπω μοι δούλος γένη μηδέ τό άνθος πρό καιρού τής ήβης άπολέσης' πρός γάρ τοίς άλλοις καί τούτό έστι τού γάμου τό άτύχημα' μαραίνει τήν άκμήν. Μή δέομαι Χαρίκλεις μήπω μοι μαρανθής' μή παραδώς εύμορφον τρυγήσαι ΄ρόδον άμόρφω γεωργώ.

Καί ό Χαρικλής Ταύτα μέν έφη καί θεοίς καί έμοί μελήσει' καί γάρ είς τήν προθεσμίαν τών γάμων χρόνος έστίν ήμερών πολλά δ' άν γένοιτο καί έν νυκτί μιά' καί κατά σχολήν ζητήσομεν.

Τό δέ νύν έχον έφ' ίππασίαν άπειμι. Έξ ού γάρ μοι τόν ίππον έχαρίσω τόν καλόν ούπω σου τών δώρων άπήλαυσα. Έπικουφιεί δέ μοι τό γυμνάσιον τής ψυχής τό λυπούμενον. Ό μέν ούν άπήει τήν τελευταίαν όδόν ύστατα καί πρώτα μελλήσων ίππάζεσθαι.

Έγώ δέ πρός τόν Κλεινίαν καταλέγω μου τό δράμα πώς έγένετο πώς πάθοιμι πώς ίδοιμι τήν καταγωγήν τό δείπνον τό κάλλος τής κόρης. Τελευτών δέ τώ λόγω συνίειν άσχημονών Ού φέρω λέγων Κλεινία τήν άνίαν' όλος γάρ μοι προσέπεσεν ό Έρως καί αύτόν μου διώκει τόν ύπνον τών όμμάτων' πάντοτε Λευκίππην φαντάζομαι.

Ού γέγονεν άλλω τινί τοιούτον άτύχημα' τό γάρ κακόν μοι καί συνοικεί. καί ό Κλεινίας Ληρείσ είπεν ούτως είς έρωτα εύτυχών. Ού γάρ έπ' άλλοτρίας θύρας έλθείν σε δεί ούδέ διάκονον παρακαλείν' αύτήν σοι δέδωκε τήν έρωμένην ή τύχη καί φέρουσα ένδον ίδρυσεν.

Άλλω μέν γάρ έραστή καί βλέμμα μόνον ήρκεσε τηρουμένης παρθένου καί μέγιστον τούτο άγαθόν νενόμικεν έραστής έάν καί μέχρι τών όμμάτων εύτυχή οί δέ εύδαιμονέστεροι τών έραστών άν τύχωσι κάν ΄ρήματος μόνου. Σύ δέ βλέπεις άεί καί άκούεις άεί καί συνδειπνείς καί συμπίνεις'

καί ταύτα εύτυχών έγκαλείς' άχάριστος εί πρός έρωτος δωρεάν. Ούκ οίδας οίόν έστιν έρωμένη βλεπομένη' μείζονα τών έργων έχει τήν ήδονήν. Όφθαλμοί γάρ άλλήλοις άντανακλώμενοι άπομάττουσιν ώς έν κατόπτρω τών σωμάτων τά είδωλα' ή δέ τού κάλλους άπορροή δι' αύτών είς τήν ψυχήν καταρρέουσα έχει τινά μίξιν έν άποστάσει'

καί όλίγον έστί τής τών σωμάτων μίξεως' καινή γάρ έστι σωμάτων συμπλοκή. Έγώ δέ σοι καί τό έργον έσεσθαι ταχύ μαντεύομαι. Μέγιστον γάρ έστιν έφόδιον είς πειθώ συνεχής πρός έρωμένην όμιλία. Όφθαλμός γάρ φιλίας πρόξενος καί τό σύνηθες τής κοινωνίας είς χάριν άνυσιμώτερον.

Εί γάρ τά άγρια τών θηρίων συνηθεία τιθασεύεται πολύ μάλλον ταύτη μαλαχθείη καί γυνή. Έχει δέ τι πρός παρθένον έπαγωγόν ήλικιώτης έρών' τό δέ έν ώρα τής άκμής έπείγον είς τήν φύσιν καί τό συνειδός τού φιλείσθαι τίκτει πολλάκις άντέρωτα. Θέλει γάρ έκάστη τών παρθένων είναι καλή καί φιλουμένη χαίρει καί έπαινεί τής μαρτυρίας τόν φιλούντα' κάν μή φιλήση τις αύτήν ούπω πεπίστευκεν είναι καλή.

Έν ούν σοι παραινώ μόνον' έράσθαι πιστευσάτω καί ταχέως σε μιμήσεται. Πώς ούν άν είπον γένοιτο τούτο τό μάντευμα; δός μοι τάς άφορμάς' σύ γάρ άρχαιότερος μύστης έμού καί συνηθέστερος ήδη τή τελετή τού θεού. Τί λέγω; τί ποιώ; πώς άν τύχοιμι τής έρωμένης; ούκ οίδα γάρ έγώ τάς όδούς.

Μηδέν είπεν ό Κλεινίασ πρός ταύτα ζήτει παρ' άλλου μαθείν' αύτοδίδακτος γάρ έστιν ό θεός σοφιστής. Ώσπερ γάρ τά άρτίτοκα τών βρεφών ούδείς διδάσκει τήν τροφήν αύτόματα δέ έκμανθάνει καί οίδεν έν τοίς μαζοίς ούσαν αύτοίς τήν τράπεζαν ούτω καί νεανίσκος έρωτος πρωτοκύμων ού δείται διδασκαλίας πρός τόν τοκετόν.

Έάν γάρ ή ώδίς παραγένηται καί ένστή τής άνάγκης ή προθεσμία μηδέν πλανηθείς κάν πρωτοκύμων ής εύρήσεις τεκείν ύπ' αύτού μαιωθείς τού θεού. Όσα δέ έστι κοινά καί μή τής εύκαίρου τύχης δεόμενα ταύτα άκούσας μάθε. Σύ μηδέν μέν είπης πρός τήν παρθένον Άφροδίσιον τό δέ έργον ζήτει πώς γένηται σιωπή.

Παίς γάρ καί παρθένος όμοιοι μέν είσιν είς αίδώ' πρός δέ τήν τής Άφροδίτης χάριν κάν γνώμης έχωσιν ά πάσχουσιν άκούειν ού θέλουσι' τήν γάρ αίσχύνην κείσθαι νομίζουσιν έν τοίς ΄ρήμασι.

Γυναίκας μέν γάρ εύφραίνει καί τά ΄ρήματα' παρθένος δέ τούς μέν έξωθεν άκροβολισμούς τών έραστών είς πείραν φέρει καί άφνω συντίθεται τοίς νεύμασιν' έάν δέ αίτήσης τό έργον προσελθών έκπλήξεις αύτής τά ώτα τή φωνή καί έρυθριά καί μισεί τό ΄ρήμα καί λοιδορείσθαι δοκεί' κάν ύποσχέσθαι θέλη τήν χάριν αίσχύνεται. Τότε γάρ πάσχειν νομίζει τό έργον ότε μάλλον τήν πείραν έκ τής τών λόγων ήδονής άκούει.

Έάν δέ τήν πείραν προσάγων τήν άλλην καί εύάγωγον αύτήν κατασκευάσας ήδέως ήδη προσέρχη σιώπα μέν ούν τά πολλά ώς έν μυστηρίοις φίλησον δέ προσελθών ήρέμα' τό γάρ έραστού φίλημα πρός έρωμένην θέλουσαν μέν παρέχειν αίτησίς έστι σιωπή πρός άπειθούσαν δέ ίκετηρία.

Κάν μέν προσή τις συνθήκη τής πράξεως πολλάκις δέ καί έκούσαι πρός τό έργον έρχόμεναι θέλουσι βιάζεσθαι δοκείν ίνα τή δόξη τής άνάγκης άποτρέπωνται τής αίσχύνης τό έκούσιον. Μή τοίνυν όκνήσης έάν άνθισταμένην αύτήν ίδης άλλ' έπιτήρει πώς άνθίσταται' σοφίας γάρ κάνταύθα δεί.

Κάν μέν προσκαρτερή έπίσχες τήν βίαν' ούπω γάρ πείθεται' έάν δέ μαλθακώτερον ήδη θέλη χορήγησον τήν ύπόκρισιν μή άπολέσης σου τό δράμα.

Κάγώ δέ Μεγάλα μέν έφην έφόδιά μοι δέδωκας καί εύχομαι τυχείν Κλεινία. Φοβούμαι δ' όμως μή κακών μοι γένηται τό εύτύχημα μειζόνων άρχή καί έπιτρίψη με πρός έρωτα πλείονα. Άν ούν αύξηθή μοι τό δεινόν τί δράσω;

γαμείν μέν ούκ άν δυναίμην. Άλλη γάρ δέδομαι παρθένω. Έπίκειται δέ μοι πρός τούτον τόν γάμον ό πατήρ δίκαια αίτών ού ξένην ούδέ αίσχράν γήμαι κόρην ούδ' ώς Χαρικλέα πλούτω με πωλεί άλλ' αύτού μοι δίδωσι θυγατέρα καλήν μέν ώ θεοί πρίν Λευκίππην ίδείν' νύν δέ καί πρός τό κάλλος αύτής τυφλώττω καί πρός Λευκίππην μόνην τούς όφθαλμούς έχω. Έν μεθορίω κείμαι δύο έναντίων' Έρως άνταγωνίζεται καί πατήρ. Ό μέν έστηκεν αίδοί κρατών ό δέ κάθηται πυρπολών. Πώς κρίνω τήν δίκην; άνάγκη μάχεται καί φύσις. Καί θέλω μέν σοί δικάσαι πάτερ άλλ' άντίδικον έχω χαλεπώτερον. βασανίζει τόν δικαστήν έστηκε μετά βελών κρίνεται μετά πυρός. Άν άπειθήσω πάτερ αύτώ καίομαι τώ πυρί.

Ήμείς μέν ούν ταύτα έφιλοσοφούμεν περί τού θεού' έξαίφνης δέ παίς είστρέχει τών τού Χαρικλέους οίκετών έχων έπί τού προσώπου τήν άγγελίαν τού κακού ώς καί τόν Κλεινίαν εύθύς άνακραγείν θεασάμενον' Κακόν τι γέγονε Χαρικλεί. Άμα δέ αύτώ λέγοντι συνεξεφώνησεν ό οίκέτης' Τέθνηκε Χαρικλής.

Τόν μέν δή Κλεινίαν πρός τήν άγγελίαν άφήκεν ή φωνή καί έμενεν άκίνητος ώσπερ τυφώνι βεβλημένος τώ λόγω. Ό δέ οίκέτης διηγείται' Έπί τόν ίππον τόν σόν έκάθισεν ώ Κλεινία ός τά πρώτα μέν ήλαυνεν ήρέμα δύο δέ περιελθών ή τρείς δρόμους τήν ίππασίαν έπέσχε καί τόν ίππον ίδρούντα κατέψα καθήμενος τού ΄ρυτήρος άμελήσας. Άπομάττοντος δέ τής έδρας τούς ίδρώτας ψόφος κατόπιν γίνεται καί ό ίππος έκταραχθείς πηδά όρθιος άρθείς καί άλογίστως έφέρετο. Τόν γάρ χαλινόν δακών καί τόν αύχένα σιμώσας φρίξας τε τήν κόμην οίστρηθείς τώ φόβω διαέριος ίπτατο. Τών δέ ποδών οί μέν έμπροσθεν ήλλοντο οί δέ όπισθεν τούς πρόσθεν έπειγόμενοι φθάσαι τόν δρόμον έπέσπευδον διώκοντες τόν ίππον.

Ό δέ ίππος τή τών ποδών κυρτούμενος άμίλλη άνω τε καί κάτω πηδών πρός τήν έκατέρων σπουδήν δίκην νεώς χειμαζομένης τοίς νώτοις έκυμαίνετο. Ό δέ κακοδαίμων Χαρικλής ύπό τού τής ίππείας ταλαντούμενος κύματος έκ τής έδρας έσφαιρίζετο ποτέ μέν έπ' ούράν κατολισθαίνων ποτέ δέ έπί τράχηλον κυβιστών' ό δέ τού κλύδωνος έπίεζεν αύτόν χειμών. Τών δέ ΄ρυτήρων ούκέτι κρατείν δυνάμενος δούς δέ έαυτόν όλως τώ τού δρόμου πνεύματι τής τύχης ήν. Ό δέ ίππος ΄ρύμη θέων έκτρέπεται τής λεωφόρου καί ές ύλην έπήδησε καί εύθύς τόν άθλιον Χαρικλέα περιρρήγνυσι δένδρω. Ό δέ ώς άπό μηχανής προσαραχθείς έκκρούεται μέν τής έδρας ύπό δέ τών τού δένδρου κλάδων τό πρόσωπον αίσχύνεται καί τοσούτοις περιδρύπτεται τραύμασιν όσαι τών κλάδων ήσαν αί αίχμαί.

Οί δέ ΄ρυτήρες αύτώ περιδεθέντες ούκ ήθελον άφείναι τό σώμα άλλ' άνθείλκον αύτόν περισύροντες θανάτου τρίβον. Ό δέ ίππος έτι μάλλον έκταραχθείς τώ πτώματι καί έμποδιζόμενος είς τόν δρόμον τώ σώματι κατεπάτει τόν άθλιον έκλακτίζων τόν δεσμόν τής φυγής' ώστε ούκ άν αύτόν τις ίδών ούδέ γνωρίσειεν.

Ταύτα μέν ούν άκούων ό Κλεινίας έσίγα τινά χρόνον ύπό έκπλήξεως' μεταξύ δέ νήψας έκ τού κακού διωλύγιον έκώκυσε καί έκδραμείν έπί τό σώμα μέν ήπείγετο' έπηκολούθουν δέ κάγώ παρηγορών ώς ήδυνάμην.

Καί έν τούτω φοράδην Χαρικλής έκομίζετο θέαμα οίκτιστον καί έλεεινόν' όλος γάρ τραύμα ήν ώστε μηδένα τών παρόντων κατασχείν τά δάκρυα. Έξήρχε δέ τού θρήνου ό πατήρ πολυτάρακτον βοών' Οίος άπ' έμού προελθών οίος έπανέρχη μοι τέκνον' ώ πονηρών ίππασμάτων. Ούδέ κοινώ μοι θανάτω τέθνηκας' ούδέ εύσχήμων φαίνη νεκρός.

Τοίς μέν γάρ άλλοις τών άποθανόντων κάν ίχνος τών γνωρισμάτων διασώζεται' κάν τό άνθος τις τών προσώπων άπολέση τηρεί τό είδωλον καί παρηγορεί τό λυπούμενον καθεύδοντα μιμούμενος' τήν μέν γάρ ψυχήν έξείλεν ό θάνατος έν δέ τώ σώματι τηρεί τόν άνθρωπον.

Σού δέ όμού καί ταύτα διέφθειρεν ή τύχη καί μοι τέθνηκας θάνατον διπλούν ψυχή καί σώματι. Ούτως σου τέθνηκε καί τής είκόνος ή σκιά' ή μέν γάρ ψυχή σου πέφευγεν ούχ εύρίσκω δέ σε ούδέ έν τώ σώματι. Πότε μοι τέκνον γαμείς; πότε σου θύσω τούς γάμους ίππεύ καί νυμφίε; νυμφίε μέν άτελές ίππεύ δέ δυστυχές. Τάφος μέν σοι τέκνον ό θάλαμος γάμος δέ ό θάνατος θρήνος δέ ό ύμέναιος ό δέ κωκυτός ούτος τών γάμων ώδαί.

Άλλο σοι τέκνον προσεδόκων πύρ άνάψαι' άλλά τούτο μέν έσβεσεν ή φθονερά τύχη μετά σού' άνάπτει δέ σοι δάδας κακών. Ώ πονηράς ταύτης δαδουχίας' ή νυμφική σοι δαδουχία ταφή γίνεται.

Ταύτα μέν ούν ούτως έκώκυεν ό πατήρ έτέρωθεν δέ καθ' αύτόν ό Κλεινίας (καί ήν θρήνων άμιλλα έραστού καί πατρόσ)' Έγώ μου τόν δεσπότην άπολώλεκα. Τί γάρ αύτώ τοιούτον δώρον έχαριζόμην; φιάλη γάρ ούκ ήν χρυσή ίν' έσπένδετο πίνων καί έχρήτό μου τώ δώρω τρυφών;

έγώ δέ ό κακοδαίμων έχαριζόμην θηρίον μειρακίω καλώ έκαλλώπιζον δέ καί τό πονηρόν θηρίον προστερνιδίοις προμετωπιδίοις φαλάροις άργυροίς χρυσαίς ήνίαις. Οίμοι Χαρίκλεις' έκόσμησά σου τόν φονέα χρυσώ. Ίππε πάντων θηρίων άγριώτατε πονηρέ καί άχάριστε καί άναίσθητε κάλλους'

ό μέν κατέψα σου τούς ίδρώτας καί τροφάς έπηγγέλλετο πλείονας καί έπήνει τόν δρόμον σύ δέ άπέκτεινας έπαινούμενος. Ούχ ήδου προσαπτομένου σου τοιούτου σώματος ούκ ήν σοι τοιούτος ίππεύς τρυφή άλλ' έρριψας άστοργε τό κάλλος χαμαί. Οίμοι δυστυχής' έγώ δέ σου τόν φονέα τόν άνδροφόνον έωνησάμην.

Μετά δέ τήν ταφήν εύθύς έσπευδον έπί τήν κόρην' ή δέ ήν έν τώ παραδείσω τής οίκίας. Ό δέ παράδεισος άλσος ήν μέγα τι χρήμα πρός όφθαλμών ήδονήν' καί περί τό άλσος τειχίον ήν αύταρκες είς ύψος καί έκάστη πλευρά τειχίου (τέσσαρες δέ ήσαν πλευραί) κατάστεγος ύπό χορώ κιόνων' ύπό δέ τοίς κίοσιν ένδον ήν ή τών δένδρων πανήγυρις.

Έθαλλον οί κλάδοι συνέπιπτον άλλήλοις άλλος έπ' άλλον' γείτονες αί τών πετάλων περιπλοκαί τών φύλλων περιβολαί τών καρπών συμπλοκαί. Τοσαύτη τις ήν όμιλία τών φυτών. Ένίοις δέ τών δένδρων τών άδροτέρων κιττός καί σμίλαξ παρεπεφύκει' ή μέν έξηρτημένη πλατάνου καί περιπυκάζουσα ΄ραδινή τή κόμη' ό δέ κιττός περί πεύκην έλιχθείς ώκειούτο τό δένδρον ταίς περιπλοκαίς καί έγίνετο τώ κιττώ όχημα τό φυτόν στέφανος δέ ό κιττός τού φυτού.

Άμπελοι δέ έκατέρωθεν τού δένδρου καλάμοις έποχούμεναι τοίς φύλλοις έθαλλον καί ό καρπός ώραίαν είχε τήν άνθην καί διά τής όπής τών καλάμων έξεκρέματο καί ήν βόστρυχος τού φυτού' τών δέ φύλλων άνωθεν αίωρουμένων ύφ' ήλίω πρός άνεμον συμμιγεί ώχράν έμάρμαιρεν ή γή τήν σκιάν.

Τά δέ άνθη ποικίλην έχοντα τήν χροιάν έν μέρει συνεξέφαινε τό κάλλος καί ήν τούτο τής γής πορφύρα (ίον) καί νάρκισσος καί ΄ρόδον. Μία μέν τώ ΄ρόδω καί τώ ναρκίσσω ή κάλυξ όσον είς περιγραφήν καί ήν φιάλη τού φυτού. Ή χροιά δέ τών περί τήν κάλυκα φύλλων έσχισμένων τώ ΄ρόδω μέν αίματος τό άνω καί γάλακτος τό κάτω τού φύλλου καί ό νάρκισσος ήν τό πάν όμοιος τώ κάτω τού ΄ρόδου.

Τώ (δ') ίω κάλυξ μέν ούδαμού χροιά δέ οίαν ή τής θαλάσσης άστράπτει γαλήνη. Έν μέσοις δέ τοίς άνθεσι πηγή άνέβλυζε καί περιεγέγραπτο τετράγωνος χαράδρα χειροποίητος τώ ΄ρεύματι. Τό δέ ύδωρ τών άνθέων ήν κάτοπτρον ώς δοκείν τό άλσος είναι διπλούν τό μέν τής άληθείας τό δέ τής σκιάς.

Όρνιθες δέ οί μέν χειροήθεις περί τό άλσος ένέμοντο ούς έκολάκευον αί τών άνθρώπων τροφαί οί δέ έλεύθερον έχοντες τό πτερόν περί τάς τών δένδρων κορυφάς έπαιζον' οί μέν άδοντες τά όρνίθων άσματα οί δέ τή τών πτερών άγλαιζόμενοι στολή.

Οί ώδοί δέ τέττιγες καί χελιδόνες' οί μέν τήν Ήούς άδοντες εύνήν αί δέ τήν Τηρέως τράπεζαν. Οί δέ χειροήθεις ταώς καί κύκνος καί ψιττακός' ό κύκνος περί τάς τών ύδάτων πίδακας νεμόμενος ό ψιττακός έν οίκίσκω περί δένδρον κρεμάμενος ό ταώς τοίς άνθεσι περισύρων τό πτερόν. Άντέλαμπε δέ ή τών άνθέων θέα τή τών όρνίθων χροιά καί ήν άνθη πτερών.

βουλόμενος ούν έγώ εύάγωγον τήν κόρην είς έρωτα παρασκευάσαι λόγων πρός τόν Σάτυρον ήρχόμην άπό τού όρνιθος λαβών τήν εύκαιρίαν. Διαβαδίζουσα γάρ έτυχεν άμα τή Κλειοί καί έπιστάσα τώ ταώ καταντίον.

Έτυχε γάρ τύχη τινί συμβάν τότε τόν όρνιν άναπτερώσαι τό κάλλος καί τό θέατρον έπιδεικνύναι τών πτερών. Τούτο μέντοι ούκ άνευ τέχνης ό όρνις έφην ποιεί' άλλ' έστι γάρ έρωτικός. Όταν ούν έπαγαγέσθαι θέλη τήν έρωμένην τότε ούτως καλλωπίζεται.

Όράς έκείνην τήν τής πλατάνου πλησίον; (δείξας θήλειαν ταώνα)' ταύτη νύν ούτος τό κάλλος έπιδείκνυται λειμώνα πτερών. Ό δέ τού ταώ λειμών εύανθέστερος' πεφύτευται γάρ αύτώ καί χρυσός έν τοίς πτεροίς κύκλω δέ τό άλουργές τόν χρυσόν περιθέει τόν ίσον κύκλον καί έστιν όφθαλμός έν τώ πτερώ.

Καί ό Σάτυρος συνείς τού λόγου μου τήν ύπόθεσιν ίνα μοι μάλλον είη περί τούτου λέγειν Ή γάρ ό Έρωσ έφη τοσαύτην έχει τήν ίσχύν ώς καί μέχρις όρνίθων πέμπειν τό πύρ; Ού μέχρις όρνίθων έφην τούτο γάρ ού θαυμαστόν έπεί καί αύτός έχει πτερόν άλλά καί έρπετών καί φυτών έγώ δέ δοκώ μοι καί λίθων.

Έρά γούν ή Μαγνησία λίθος τού σιδήρου' κάν μόνον ίδη καί θίγη πρός αύτήν είλκυσεν ώσπερ έρωτικόν ένδον έχουσα πύρ. Καί μή τι τούτό έστιν έρώσης λίθου καί έρωμένου σιδήρου φίλημα;

περί δέ φυτών λέγουσι παίδες σοφών' καί μύθον έλεγον (άν) τόν λόγον είναι εί μή καί παίδες έλεγον γεωργών. Ό δέ λόγος' άλλο μέν άλλου φυτόν έράν τώ δέ φοίνικι τόν έρωτα μάλλον ένοχλείν. Λέγουσι δέ τόν μέν άρρενα τών φοινίκων τόν δέ θήλυν.

Ό άρρην ούν τού θήλεος έρά' κάν ό θήλυς άπωκισμένος ή τή τής φυτείας στάσει ό έραστής ό άρρην αύαίνεται. Συνίησιν ούν ό γεωργός τήν λύπην τού φυτού καί είς τήν τού χωρίου περιωπήν άνελθών έφορά πού νένευκε' κλίνεται γάρ είς τό έρώμενον. Καί μαθών θεραπεύει τού φυτού τήν νόσον' πτόρθον γάρ τού θήλεος φοίνικος λαβών είς τήν τού άρρενος καρδίαν έντίθησι. Καί άνέψυξε μέν ή ψυχή τού φυτού τό δέ σώμα άποθνήσκον πάλιν άνεζωπύρησε καί έξανέστη χαίρον έπί τή τής έρωμένης συμπλοκή. Καί τούτό έστι γάμος φυτών.

Γίνεται δέ καί γάμος άλλος ύδάτων διαπόντιος. Καί έστιν ό μέν έραστής ποταμός Ήλείοσ ή δέ έρωμένη κρήνη Σικελική. Διά γάρ τής θαλάσσης ό ποταμός ώς διά πεδίου τρέχει.

Ή δέ ούκ άφανίζει γλυκύν έραστήν άλμυρώ κύματι σχίζεται δέ αύτώ ΄ρέοντι καί τό σχίσμα τής θαλάσσης χαράδρα τώ ποταμώ γίνεται' καί έπί τήν Άρέθουσαν ούτω τόν Άλφειόν νυμφοστολεί. Όταν ούν ή (ή) τών Όλυμπίων έορτή πολλοί μέν είς τάς δίνας τού ποταμού καθιάσιν άλλος άλλα δώρα' ό δέ εύθύς πρός τήν έρωμένην κομίζει καί ταύτά έστιν έδνα ποταμού.

Γίνεται δέ καί έν τοίς έρπετοίς άλλο έρωτος μυστήριον ού τοίς όμογενέσι μόνον πρός άλληλα άλλά καί τοίς άλλοφύλοις. Ό έχις ό τής γής όφις είς τήν σμύραιναν οίστρεί' ή δέ σμύραινά έστιν άλλος όφις θαλάσσιοσ είς μέν τήν μορφήν όφισ είς δέ τήν χρήσιν ίχθύς.

Όταν ούν είς τόν γάμον έθέλωσιν άλλήλοις συνελθείν ό μέν είς τόν αίγιαλόν έλθών συρίζει πρός τήν θάλασσαν τή σμυραίνη σύμβολον ή δέ γνωρίζει τό σύνθημα καί έκ τών κυμάτων άναδύεται. Άλλ' ούκ εύθέως πρός τόν νυμφίον έξέρχεται (οίδε γάρ ότι θάνατον έν τοίς όδούσι φέρει) άλλ' άνεισιν είς τήν πέτραν καί περιμένει τόν νυμφίον καθάραι τό στόμα.

Έστάσιν ούν άμφότεροι πρός άλλήλους βλέποντεσ ό μέν ήπειρώτης έραστήσ ή δέ έρωμένη νησιώτις. Όταν ούν ό έραστής έξεμέση τής νύμφης τόν φόβον ή δέ έρριμμένον ίδη τόν θάνατον χαμαί τότε καταβαίνει τής πέτρας καί είς τήν ήπειρον έξέρχεται καί τόν έραστήν περιπτύσσεται καί ούκέτι φοβείται τά φιλήματα.

Ταύτα λέγων έβλεπον άμα τήν κόρην πώς έχει πρός τήν άκρόασιν τήν έρωτικήν' ή δέ ύπεσήμαινεν ούκ άηδώς άκούειν. Τό δέ κάλλος άστράπτον τού ταώ ήττον έδόκει μοι τού Λευκίππης είναι προσώπου. Τό γάρ τού σώματος κάλλος αύτής πρός τά τού λειμώνος ήριζεν άνθη. Ναρκίσσου μέν τό πρόσωπον έστιλβε χροιάν ΄ρόδον δέ άνέτελλεν έκ τής παρειάς ίον δέ ή τών όφθαλμών έμάρμαιρεν αύγή αί δέ κόμαι βοστρυχούμεναι μάλλον είλίττοντο κιττού'

τοιούτος ήν Λευκίππης έπί τών προσώπων ό λειμών. Ή μέν ούν μετά μικρόν άπιούσα ώχετο' τής γάρ κιθάρας αύτήν ό καιρός έκάλει. Έμοί δέ έδόκει παρείναι' άπελθούσα γάρ τήν μορφήν έπαφήκέ μου τοίς όφθαλμοίς.

Έαυτούς ούν έπηνούμεν έγώ τε καί ό Σάτυρος έγώ μέν έμαυτόν τής μυθολογίας ό δέ ότι μοι τάς άφορμάς παρέσχεν. (Καί μετά μικρόν τού δείπνου καιρός ήν καί πάλιν όμοίως συνεπίνομεν.)

Άμα δέ έαυτούς έπαινούντες έπί τό δωμάτιον έβαδίζομεν τής κόρης άκροασόμενοι δήθεν τών κιθαρισμάτων' ού γάρ έδυνάμην έμαυτού κάν έπ' όλίγον κρατείν τού μή όράν τήν κόρην. Ή δέ πρώτον μέν ήσεν Όμήρου τήν πρός τόν λέοντα τού συός μάχην. Έπειτά τι καί τής άπαλής μούσης έλίγαινε' ΄ρόδον γάρ έπήνει τό άσμα.

Εί τις τάς καμπάς τής ώδής περιελών ψιλόν έλεγεν άρμονίας τόν λόγον ούτως άν είχεν ό λόγος' Εί τοίς άνθεσιν ήθελεν ό Ζεύς έπιθείναι βασιλέα τό ΄ρόδον άν τών άνθέων έβασίλευε. Γής έστι κόσμος φυτών άγλάισμα όφθαλμός άνθέων λειμώνος έρύθημα κάλλος άστράπτον' έρωτος πνέει Άφροδίτην προξενεί εύώδεσι φύλλοις κομά εύκινήτοις πετάλοις τρυφά τό πέταλον τώ Ζεφύρω γελά. Ή μέν ταύτα ήδεν' έγώ δέ έδόκουν τό ΄ρόδον έπί τών χειλέων αύτής (όράν) ώς εί τις τής κάλυκος τό περιφερές είς τήν τού στόματος έκλεισε μορφήν.

Καί άρτι πέπαυτο τών κιθαρισμάτων καί πάλιν δείπνου καιρός ήν. Ήν γάρ έορτή προτρυγαίου Διονύσου τότε. Τόν γάρ Διόνυσον Τύριοι νομίζουσιν έαυτών έπεί καί τόν Κάδμου μύθον άδουσι.

Καί τής έορτής διηγούνται πατέρα μύθον οίνον ούκ είναί ποτε παρ' άνθρώποις όπου μήπω παρ' αύτοίς ού τόν μέλανα τόν άνθοσμίαν ού τόν τής βιβλίας άμπέλου ού τόν Μάρωνος τόν Θράκιον ού Χίον έκ Λακαίνης ού τόν Ίκάρου τόν νησιώτην άλλά τούτους μέν άπαντας άποίκους είναι Τυρίων οίνων τήν δέ πρώτην παρ' αύτοίς φύναι τών οίνων μητέρα.

Είναι γάρ έκεί τινα φιλόξενον ποιμένα οίον Άθηναίοι τόν Ίκάριον λέγουσι καί τούτον ένταύθα τού μύθου γενέσθαι πατέρα όσον Άττικόν είναι δοκείν. Έπί τούτον ήκεν ό Διόνυσος τόν βουκόλον' ό δέ αύτώ παρατίθησιν όσα γή τρέφει καί μαζοί βοών. Ποτόν δέ ήν παρ' αύτοίς οίον καί ό βούς έπινεν' ούπω γάρ τό άμπέλινον ήν.

(Καί) ό Διόνυσος έπαινεί τής φιλοφροσύνης τόν ποιμένα καί αύτώ προτείνει κύλικα φιλοτησίαν. Τό δέ ποτόν οίνος ήν. Ό δέ πιών ύφ' ήδονής βακχεύεται καί λέγει πρός τόν θεόν' Πόθεν ώ ξένε σοί τό ύδωρ τούτο τό πορφυρούν; πόθεν ούτως εύρες αίμα γλυκύ; ού γάρ έστιν έκείνο τό χαμαί ΄ρέον.

Τό μέν γάρ ές τά στέρνα καταβαίνει καί λεπτήν έχει τήν ήδονήν τούτο δέ καί πρό τού στόματος τάς ΄ρίνας εύφραίνει καί θιγόντι μέν ψυχρόν έστιν είς τήν γαστέρα δέ καταθορόν άναπνεί κάτωθεν ήδονής πύρ. Καί ό Διόνυσος έφη' Τούτό έστιν όπώρας ύδωρ τούτό έστιν αίμα βότρυος.

Άγει πρός τήν άμπελον ό θεός τόν βουκόλον καί τών βοτρύων λαβών άμα καί θλίβων καί δεικνύς τήν άμπελον Τούτο μέν έστιν έφη τό ύδωρ τούτο δέ ή πηγή. ό μέν ούν οίνος ούτως ές άνθρώπους παρήλθεν ώς ό Τυρίων λόγος.

Έορτήν δέ άγουσιν έκείνην τήν ήμέραν έκείνω τώ θεώ. Φιλοφρονούμενος ούν ό πατήρ τά τε άλλα παρασκευάσας ές τό δείπνον έτυχε πολυτελέστερα καί κρατήρα παρεθήκατο ίερόν τού θεού πολυτελή μετά τόν Γλαύκου τού Χίου δεύτερον. Υέλου μέν τό πάν έργον όρωρυγμένης'

κύκλω δέ αύτόν άμπελοι περιέστεφον άπ' αύτού τού κρατήρος πεφυτευμέναι. Οί δέ βότρυες πάντη περικρεμάμενοι' όμφαξ μέν αύτών έκαστος (έφ') όσον έστίν κενός ό κρατήρ' έάν δέ έγχέης οίνου κατά μικρόν ό βότρυς ύποπερκάζεται καί σταφυλήν τόν όμφακα ποιεί. Διόνυσος δέ έντετύπωται τών βοτρύων πλησίον ίνα τήν άμπελον οίνω γεωργή.

Τού δέ πότου προιόντος ήδη καί άναισχύντως ές αύτήν έώρων. Έρως δέ καί Διόνυσος δύο βίαιοι θεοί ψυχήν κατασχόντες έκμαίνουσιν είς άναισχυντίαν ό μέν καίων αύτήν τώ συνήθει πυρί ό δέ τόν οίνον ύπέκκαυμα φέρων' οίνος γάρ έρωτος τροφή. Ήδη δέ καί αύτή περιεργότερον είς έμέ βλέπειν έθρασύνετο. Καί ταύτα μέν ήμίν ήμερών έπράττετο δέκα' καί πλέον τών όμμάτων έκερδαίνομεν ή έτολμώμεν ούδέν.

Κοινούμαι δή τώ Σατύρω τό πάν καί συμπράττειν ήξίουν' ό δέ έλεγε καί αύτός μέν έγνωκέναι πρίν παρ' έμού μαθείν όκνείν δέ έλέγχειν βουλόμενον λανθάνειν. Ό γάρ μετά κλοπής έρών άν έλεγχθή πρός τινος ώς όνειδίζοντα τόν έλέγξαντα μισεί.

Ήδη δέ έφη καί τό αύτόματον ήμών προύνόησεν. Ή γάρ τόν θάλαμον αύτής πεπιστευμένη Κλειώ κεκοινώνηκέ μοι καί έχει πρός με ώς έραστήν. Ταύτην παρασκευάσω κατά μικρόν πρός ήμάς ούτως έχειν ώς καί συναίρεσθαι πρός τό έργον.

Δεί δέ σε καί τήν κόρην μή μέχρι τών όφθαλμών πειράν άλλά καί ΄ρήμα δριμύτερον είπείν. Τότε δέ πρόσαγε τήν δευτέραν μηχανήν.

Θίγε χειρός θλίψον δάκτυλον θλίβων στέναξον. Ήν δέ ταύτά σου ποιούντος καρτερή καί προσίηται σόν έργον ήδη δέσποινάν τε καλείν καί φιλήσαι τράχηλον. Πιθανώς μέν έφην νή τήν Άθηνάν ές τό έργον παιδοτριβείς' δέδοικα δέ μή άτολμος ών καί δειλός έρωτος άθλητής γένωμαι.

Έρως ώ γενναίε έφη δειλίας ούκ άνέχεται. Όράς αύτού τό σχήμα ώς έστι στρατιωτικόν' τόξα καί φαρέτρα καί βέλη καί πύρ άνδρεία πάντα καί τόλμης γέμοντα. Τοιούτον ούν έν σεαυτώ θεόν έχων δειλός εί καί φοβή; όρα μή καταψεύδη τού θεού.

Άρχήν δέ έγώ σοι παρέξω. Τήν Κλειώ γάρ άπάξω μάλιστα όταν έπιτήδειον ίδω καιρόν τού σε τή παρθένω δύνασθαι καθ' αύτόν συνείναι μόνη.

Ταύτα είπών έχώρησεν έξω τών θυρών. Έγώ δέ κατ' έμαυτόν γενόμενος καί ύπό τού Σατύρου παροξυνθείς ήσκουν έμαυτόν είς εύτολμίαν έπί τήν παρθένον' Μέχρι τίνος άνανδρε σιγάς; τί δέ δειλός εί στρατιώτης άνδρείου θεού; τήν κόρην προσελθείν σοί περιμένεις;

είτα προσετίθην' Τί γάρ ώ κακόδαιμον ού σωφρονείς; τί δέ ούκ έράς ών σε δεί; παρθένον ένδον έχεις άλλην καλήν' ταύτης έρα ταύτην βλέπε ταύτην έξεστί σοι γαμείν. Έδόκουν πεπείσθαι' κάτωθεν δέ ώσπερ έκ τής καρδίας ό Έρως άντεφθέγγετο' Ναί τολμηρέ κατ' έμού στρατεύη καί άντιπαρατάττη; ίπταμαι καί τοξεύω καί φλέγω' πώς δυνήση φυγείν; άν φυλάξη μου τό τόξον ούκ έχεις φυλάξασθαι τό πύρ. Άν δέ καί ταύτην κατασβέσης σωφροσύνη τήν φλόγα αύτώ σε καταλήψομαι τώ πτερώ.

Ταύτα διαλεγόμενος έλαθον έπιστάς άπροοράτως τή κόρη καί ώχρίασά τε ίδών έξαίφνης είτ' έφοινίχθην. Μόνη δ' ήν καί ούδέ ή Κλειώ συμπαρήν. Όμως ούν ώς άν τεθορυβημένος ούκ έχων τί είπω Χαίρε έφην δέσποινα.

Ή δέ μειδιάσασα γλυκύ καί έμφανίσασα διά τού γέλωτος ότι συνήκε πώς είπον τό Χαίρε δέσποινα είπεν' Έγώ σή; μή τούτο είπης. Καί μήν πέπρακέ μέ τίς σοι θεών ώσπερ τόν Ήρακλέα τή Όμφάλη.

Τόν Έρμήν λέγεις; τούτω τήν πράσιν έκέλευσεν ό Ζεύς καί άμα έγέλασε. Ποίον Έρμήν; τί ληρείς είπον είδυία σαφώς ό λέγω; ώς δέ περιέπλεκον λόγους έκ λόγων τό αύτόματόν μοι συνήργησεν.

Έτυχε τή προτεραία ταύτης ήμέρα περί μεσημβρίαν ή παίς ψάλλουσα κιθάρα έπιπαρήν δέ αύτή καί ή Κλειώ καί παρεκάθητο διεβάδιζον δέ έγώ' καί τις έξαίφνης μέλιττά ποθεν ίπτάσα τής Κλειούς έπάταξε τήν χείρα.

Καί ή μέν άνέκραγεν ή δέ παίς άναθορούσα καί καταθεμένη τήν κιθάραν κατενόει τήν πληγήν καί άμα παρήνει λέγουσα μηδέν άχθεσθαι' παύσειν γάρ αύτήν τής άλγηδόνος δύο έπάσασαν ΄ρήματα' διδαχθήναι γάρ αύτήν ύπό τινος Αίγυπτίας είς πληγάς σφηκών καί μελιττών.

Καί άμα έπήδε' καί έλεγεν ή Κλειώ μετά μικρόν ΄ράων γεγονέναι. Τότε ούν κατά τύχην μέλιττά τις ή σφήξ περιβομβήσασα κύκλω μου τό πρόσωπον παρέπτη' κάγώ λαμβάνω τό ένθύμιον καί τήν χείρα έπιβαλών τοίς προσώποις προσεποιούμην πεπλήχθαι καί άλγείν.

Ή δέ παίς προσελθούσα είλκε τήν χείρα καί έπυνθάνετο ποί παταχθείην. Κάγώ Κατά τού χείλουσ έφην. Άλλά τί ούκ έπάδεις φιλτάτη; ή δέ προσήλθέ τε καί ένέθηκεν ώς έπάσουσα τό στόμα καί τι έψιθύριζεν έπιπολής ψαύουσά μου τών χειλέων.

Κάγώ κατεφίλουν σιωπή κλέπτων τών φιλημάτων τόν ψόφον ή δέ άνοίγουσα καί κλείουσα τών χειλέων τήν συμβολήν τώ τής έπωδής ψιθυρίσματι φιλήματα έποίει τήν έπωδήν. Κάγώ τότε ήδη περιβαλών φανερώς κατεφίλουν' ή δέ διασχούσα Τί ποιείς; έφη. Καί σύ κατεπάδεις; Τήν έπωδόν είπον φιλώ ότι μου τήν όδύνην ίάσω.

Ώς δέ συνήκεν ό λέγω καί έμειδίασε θαρσήσας είπον' Οίμοι φιλτάτη πάλιν τέτρωμαι χαλεπώτερον' έπί γάρ τήν καρδίαν κατέρρευσε τό τραύμα καί ζητεί σου τήν έπωδήν. Ή που καί σύ μέλιτταν έπί τού στόματος φέρεις' καί γάρ μέλιτος γέμεις καί τιτρώσκει σου τά φιλήματα.

Άλλά δέομαι κατέπασον αύθις καί μή ταχύ τήν έπωδήν παραδράμης καί πάλιν άγριάνης τό τραύμα. Καί άμα λέγων τήν χείρα βιαιότερον περιέβαλλον καί έφίλουν έλευθερώτερον' ή δέ ήνείχετο κωλύουσα δήθεν.

Έν τούτω πόρρωθεν ίδόντες προσιούσαν τήν θεράπαιναν διελύθημεν έγώ μέν άκων καί λυπούμενος ή δέ ούκ οίδ' όπως είχεν. ΄Ράων ούν έγεγόνειν καί μεστός έλπίδων' ήσθόμην δέ έπικαθημένου μοι τού φιλήματος ώσπερ σώματος καί έφύλαττον άκριβώς ώς θησαυρόν τό φίλημα τηρών ήδονής ό πρώτόν έστι γλυκύ.

Καί γάρ άπό τού καλλίστου τών τού σώματος όργάνων τίκτεται' στόμα γάρ φωνής όργανον' φωνή δέ ψυχής σκιά. Αί γάρ τών στομάτων συμβολαί κιρνάμεναι καί έκπέμπουσαι κάτω τήν ήδονήν έλκουσι τάς ψυχάς άνω πρός τά φιλήματα.

Ούκ οίδα δέ ούτω πρότερον ήσθείσης τής καρδίας' καί τότε πρώτον έμαθον ότι μηδέν έρίζει πρός ήδονήν φιλήματι έρωτικώ.

Έπειδή δέ τού δείπνου καιρός ήν πάλιν όμοίως συνεπίνομεν. Ώνοχόει δέ ό Σάτυρος ήμίν καί τι ποιεί πράγμα έρωτικόν. Έναλλάσσει τά έκπώματα καί τό μέν έμόν τή κόρη προτίθησι τό δέ έκείνης έμοί καί έγχέων άμφοτέροις καί κερασάμενος ώρεγεν.

Έγώ δέ έπιτηρήσας τό μέρος τού έκπώματος ένθα τό χείλος ή κόρη πίνουσα προσέθηκεν έναρμοσάμενος τό έμόν έπινον άποστολιμαίον τούτο φίλημα ποιών καί άμα κατεφίλουν τό έκπωμα.

Ή δέ ώς είδεν συνήκεν ότι τού χείλους αύτής καταφιλώ καί τήν σκιάν. Άλλ' ό γε Σάτυρος συμφορήσας πάλιν τά έκπώματα ένήλλαξεν ήμίν. Τότε ήδη καί τήν κόρην είδον τά έμά μιμουμένην καί τά αύτά πίνουσαν καί έχαιρον ήδη πλέον. Καί τρίτον έγένετο τούτο καί τέταρτον καί τό λοιπόν τής ήμέρας ούτως άλλήλοις προεπίνομεν τά φιλήματα.

Μετά δέ τό δείπνον ό Σάτυρός μοι προσελθών έφη' Νύν μέν άνδρίζεσθαι καιρός. Ή γάρ μήτηρ τής κόρης ώς οίσθα μαλακίζεται καί καθ' έαυτήν άναπαύεται' μόνη δέ ή παίς βαδιείται κατά τά είθισμένα τής Κλειούς έπομένης πρίν έπί τόν ύπνον τραπήναι. Έγώ δέ σοι καί ταύτην άπάξω διαλεγόμενος. Ταύτα είπών τή Κλειοί μέν αύτός έγώ δέ τή παιδί διαλαχόντες έφηδρεύομεν. Καί ούτως έγένετο. Άπεσπάτο μέν ή Κλειώ ή δέ παρθένος έν τώ περιπάτω κατελέλειπτο.

Έπιτηρήσας ούν ότε τό πολύ τής αύγής έμαραίνετο πρόσειμι θρασύτερος γενόμενος πρός αύτήν έκ τής πρώτης προσβολής ώσπερ στρατιώτης ήδη νενικηκώς καί τού πολέμου καταπεφρονηκώς' πολλά γάρ ήν τά τότε όπλίζοντά με θαρρείν' οίνος έρως έλπίς έρημία. Καί ούδέν είπών άλλ' ώς έπί συγκείμενον έργον ώς είχον περιχυθείς τήν κόρην κατεφίλουν.

Ώς δέ καί έπεχείρουν τι προύργου ποιείν ψόφος τις ήμών κατόπιν γίνεται' καί ταραχθέντες άνεπηδήσαμεν. Καί ή μέν έπέκεινα τρέπεται τήν έπί τό δωμάτιον αύτής έγώ δέ έπί θάτερα σφόδρα άνιώμενος έργον ούτω καλόν άπολέσας καί τόν ψόφον λοιδορών.

Έν τούτω δέ καί ό Σάτυρος ύπαντιάζει με φαιδρώ τώ προσώπω' καθοράν γάρ μοι έδόκει όσα έπράττομεν ύπό τινι τών δένδρων λοχών μή τις ήμίν έπέλθη' καί αύτός ήν ό ποιήσας τόν ψόφον προσιόντα θεασάμενός τινα.

Όλίγων δέ ήμερών διελθουσών ό πατήρ μοι τούς γάμους συνεκρότει θάττον ή διεγνώκει. Ένύπνια γάρ αύτόν διετάραττε πολλά. Έδοξεν άγειν ήμών τούς γάμους ήδη δέ άψαντος αύτού τάς δάδας άποσβεσθήναι τό πύρ' ή καί μάλλον ήπείγετο συναγαγείν ήμάς. Τούτο δέ είς τήν ύστεραίαν παρεσκευάζετο. Έώνητο δέ τή κόρη τά πρός τόν γάμον' περιδέραιον μέν λίθων ποικίλων έσθήτα δέ τό πάν μέν πορφυράν ένθα δέ ταίς άλλαις έσθήσιν ή χώρα τής πορφύρας έκεί χρυσός ήν. Ήριζον δέ πρός άλλήλους οί λίθοι.

Υάκινθος μέν ΄ρόδον ήν έν λίθω άμέθυσος δέ έπορφύρετο τού χρυσού πλησίον. Έν μέσω δέ τρείς ήσαν λίθοι τήν χροιάν έπάλληλοι' συγκείμενοι δέ ήσαν οί τρείς' μέλαινα μέν ή κρηπίς τού λίθου τό δέ μέσον σώμα λευκόν τώ μέλανι συνυφαίνετο έξής δέ τώ λευκώ τό λοιπόν έπυρρία κορυφούμενον' ό λίθος δέ τώ χρυσώ στεφανούμενος όφθαλμόν έμιμείτο χρυσούν.

Τής δέ έσθήτος ού πάρεργον είχεν ή πορφύρα τήν βαφήν άλλ' οίαν μυθολογούσι Τύριοι τού ποιμένος εύρείν τόν κύνα ή καί μέχρι τούτου βάπτουσιν Άφροδίτης τόν πέπλον. Ήν γάρ χρόνος ότε τής πορφύρας ό κόσμος άνθρώποις άπόρρητος ήν' μικρός δέ αύτήν έκάλυπτε κόχλος έν κοίλω μυχώ.

Άλιεύς άγρεύει τήν άγραν ταύτην. Καί ό μέν ίχθύν προσεδόκησεν ώς δέ είδε τού κόχλου τήν τραχύτητα έλοιδόρει τήν άγραν καί έρριψεν ώς θαλάσσης σκύβαλον. Εύρίσκει δέ κύων τό έρμαιον καί καταθραύει τοίς όδούσι καί τώ στόματι τού κυνός περιρρέει τού άνθους τό αίμα καί βάπτει τό αίμα τήν γένυν καί ύφαίνει τοίς χείλεσι τήν πορφύραν.

Ό ποιμήν όρά τά χείλη τού κυνός ήμαγμένα καί τραύμα νομίσας τήν βαφήν προσήει καί άπέπλυνε τή θαλάσση καί τό αίμα λαμπρότερον έπορφύρετο' ώς δέ καί ταίς χερσίν έθιγε τήν πορφύραν είχεν ή χείρ.

Συνήκεν ούν τού κόχλου τήν φύσιν ό ποιμήν ότι φάρμακον έχει κάλλους πεφυτευμένον' καί λαβών μαλλόν έρίου καθήκεν είς τόν χηραμόν αύτού τό έριον ζητών τού κόχλου τά μυστήρια' τό δέ κατά τήν γένυν τού κυνός ήμάσσετο' καί τότε τήν είκόνα τής πορφύρας έδιδάσκετο.

Λαβών δή τινας λίθους περιθραύει τό τείχος τού φαρ μάκου καί τό άδυτον άνοίγει τής πορφύρας καί θησαυρόν εύρίσκει βαφής.

Έθυεν ούν τότε ό πατήρ προτέλεια τών γάμων. Ώς δέ ήκουσα άπωλώλειν καί έζήτουν μηχανήν δι' ής δυναίμην άναβαλέσθαι τόν γάμον. Σκοπούντος δέ μου θόρυβος έξαίφνης γίνεται κατά τόν άνδρώνα τής οίκίας. Έγεγόνει δέ τι τοιούτον'

έπειδή θυσάμενος ό πατήρ έτυχε καί τά θύματα έπέκειτο τοίς βωμοίς άετός άνωθεν καταπτάς άρπάζει τό ίερείον' σοβούντων δέ πλέον ούδέν ήν' ό γάρ όρνις ώχετο φέρων τήν άγραν. Έδόκει τοίνυν ούκ άγαθόν είναι' καί δή έπέσχον έκείνην τήν ήμέραν τούς γάμους. Καλεσάμενος δέ μάντεις ό πατήρ καί τερατοσκόπους τόν οίωνόν διηγείται.

Οί δέ έφασαν δείν καλλιερήσαι Ξενίω Διί νυκτός μεσούσης έπί θάλατταν ήκοντας' ό γάρ όρνις έτυχεν ίπτάμενος έκεί. Τό δέ έργον εύθύς άπέβη' τόν γάρ άετόν άναπτάντα έπί τήν θάλασσαν συνέβη φανήναι μηκέτι. Έγώ δέ ταύτα ώς έγένετο τόν άετόν ύπερεπήνουν καί δικαίως έλεγον άπάντων όρνίθων είναι βασιλέα. Ούκ είς μακράν δέ άπέβη τού τέρατος τό έργον.

Νεανίσκος ήν βυζάντιος όνομα Καλλισθένης όρφανός καί πλούσιος άσωτος δέ καί πολυτελής. Ούτος άκούων τήν Σωστράτου θυγατέρα είναι καλήν ίδών δέ ούδέποτε ήθελεν αύτώ ταύτην γενέσθαι γυναίκα. Καί ήν έξ άκοής έραστής' τοσαύτη γάρ τοίς άκολάστοις ύβρις ώς καί τοίς ώσίν είς έρωτα τρυφάν καί ταύτα πάσχειν άπό ΄ρημάτων ά τή ψυχή τρωθέντες διακονούσιν όφθαλμοί.

Προσελθών ούν τώ Σωστράτω πρίν ή τόν πόλεμον τοίς βυζαντίοις έπιπεσείν ήτείτο τήν κόρην' ό δέ βδελυττόμενος τού βίου τήν άκολασίαν ήρνήσατο. Θυμός ίσχει τόν Καλλισθένην καί ήτιμάσθαι νομίσαντα ύπό τού Σωστράτου καί άλλως έρώντα' άναπλάττων γάρ έαυτώ τής παιδός τό κάλλος καί φανταζόμενος τά άόρατα έλαθε σφόδρα κακώς διακείμενος.

Έπιβουλεύει δ' ούν καί τόν Σώστρατον άμύνασθαι τής ύβρεως καί αύτώ τήν έπιθυμίαν τελέσαι. Νόμου γάρ όντος βυζαντίοις εί τις άρπάσας παρθένον φθάσας ποιήσειε γυναίκα γάμον έχειν τήν ζημίαν προσείχε τούτω τώ νόμω. Καί ό μέν έζήτει καιρόν πρός τό έργον.

Έν τούτω δέ τού πολέμου περιστάντος καί τής παιδός είς ήμάς έκκειμένης μεμαθήκει μέν έκαστα τούτων ούδέν δέ ήττον τής έπιβουλής είχετο. Καί τοιούτό τι αύτώ συνήργησε. Χρησμόν ίσχουσιν οί βυζάντιοι τοιόνδε'

Νήσός τις πόλις έστί φυτώνυμον αίμα λαχούσα

ίσθμόν όμού καί πορθμόν έπ' ήπείροιο φέρουσα

ένθ' Ήφαιστος έχων χαίρει γλαυκώπιν Άθήνην'

κείθι θυηπολίην σε φέρειν κέλομαι Ήρακλεί. Άπορούντων δέ αύτών τί λέγει τό μάντευμα Σώστρατος (τού πολέμου γάρ ώς έφην στρατηγός ήν ούτοσ) Ώρα πέμπειν ήμάς θυσίαν είς Τύρον είπεν Ήρακλεί' τά μέν γάρ τού χρησμού έστι πάντα ένταύθα. Φυτώνυμον γάρ ό θεός είπεν αύτήν έπεί Φοινίκων ή νήσος' ό δέ φοίνιξ φυτόν. Έρίζει δέ περί ταύτης γή καί θάλασσα. Έλκει (μέν ή θάλασσα έλκει) δέ ή γή ή δέ είς άμφότερα αύτήν ήρμοσε.

Καί γάρ έν θαλάσση κάθηται καί ούκ άφήκε τήν γήν' συνδεί γάρ αύτήν πρός τήν ήπειρον στενός αύχήν καί έστιν ώσπερ τής νήσου τράχηλος.

Ούκ έρρίζωται δέ κατά τής θαλάσσησ άλλά τό ύδωρ ύπορρεί κάτωθεν. Υπόκειται δέ πορθμός κάτωθεν ίσθμώ' καί γίνεται τό θέαμα καινόν πόλις έν θαλάσση καί νήσος έν γή.

Άθηνάν δέ Ήφαιστον έχειν' είς τήν έλαίαν ήνίξατο καί τό πύρ ά παρ' ήμίν άλλήλοις συνοικεί. Τό δέ χωρίον ίερόν έν περιβόλω' έλαία μέν άναθάλλει φαιδροίς τοίς κλάδοισ πεφύτευται δέ σύν αύτή τό πύρ καί άνάπτει περί τούς πτόρθους πολλήν τήν φλόγα' ή δέ τού πυρός αίθάλη τό φυτόν γεωργεί.

Αύτη πυρός φιλία καί φυτού' ούτως ού φεύγει τόν Ήφαιστον Άθηνά. καί ό Χαιρεφών συστράτηγος ών τού Σωστράτου μείζων έπεί πατρόθεν ήν Τύριος έκθειάζων αύτόν Πάντα μέν τόν χρησμόν είπεν έξηγήσω καλώς' μή μέντοι θαύμαζε τήν τού πυρός μόνον άλλά καί τήν τού ύδατος φύσιν. Έθεασάμην γάρ έγώ τοιαύτα μυστήρια. Τό γούν τής Σικελικής πηγής ύδωρ κεκερασμένον έχει πύρ' καί φλόγα μέν όψει κάτωθεν άπ' αύτής άλλομένην άνω' θιγόντι δέ σοι τό ύδωρ ψυχρόν έστιν οίόνπερ χιών καί ούτε τό πύρ ύπό τού ύδατος κατασβέννυται ούτε τό ύδωρ ύπό τού πυρός φλέγεται άλλ' ύδατός είσιν έν τή κρήνη καί πυρός σπονδαί.

Έπεί καί ποταμός Ίβηρικός εί μέν ίδοις αύτόν εύθύς ούδέν άλλου κρείττων έστί ποταμού' ήν δέ άκούσαι θέλης τού ύδατος λαλούντος μικρόν άνάμεινον έκπετάσας τά ώτα. Έάν γάρ όλίγος άνεμος είς τάς δίνας έμπέση τό μέν ύδωρ ώς χορδή κρούεται τό δέ πνεύμα τού ύδατος πλήκτρον γίνεται τό ΄ρεύμα δέ ώς κιθάρα λαλεί.

Άλλά καί λίμνη Λιβυκή μιμείται γήν Ίνδικήν καί ίσασιν αύτής τό άπόρρητον αί Λιβύων παρθένοι ότι τό ύδωρ έχει πλούσιον. Ό δέ πλούτος ταύτη κάτω τεταμίευται τή τών ύδάτων ίλύι δεδεμένος καί έστιν έκεί χρυσού πηγή. Κοντόν ούν είς τό ύδωρ βαπτίζουσι πίσση πεφαρμαγμένον άνοίγουσί τε τού ποταμού τά κλείθρα.

Ό δέ κοντός πρός τόν χρυσόν οίον πρός ίχθύν άγκιστρον γίνεται άγρεύει γάρ αύτόν' ή δέ πίσσα δέλεαρ γίνεται τής άγρας' ό τι γάρ άν είς αύτήν έμπέση τής τού χρυσού γονής τό μέν προσήψατο μόνον ή πίσσα δέ είς τήν ήπειρον ήρπασε τήν άγραν. Ούτως έκ ποταμού Λιβυκού χρυσός άλιεύεται.

Ταύτα είπών τήν θυσίαν έπί τήν Τύρον έπεμπε καί τή πόλει συνδοκούν. Ό ούν Καλλισθένης διαπράττεται τών θεωρών είς γενέσθαι' καί ταχύ καταπλεύσας είς τήν Τύρον καί έκμαθών τήν τού πατρός οίκίαν έφήδρευε ταίς γυναιξίν. Αί δέ όψόμεναι τήν θυσίαν έξήεσαν' καί γάρ ήν πολυτελής.

Πολλή μέν ή τών θυμιαμάτων πομπή ποικίλη δέ ή τών άνθέων συμπλοκή. Τά θυμιάματα κασσία καί λιβανωτός καί κρόκος' τά άνθη νάρκισσος καί ΄ρόδα καί μυρρίναι' ή δέ τών άνθέων άναπνοή πρός τήν τών θυμιαμάτων ήριζεν όδμήν. Τό δέ πνεύμα άναπεμπόμενον είς τόν άέρα τήν όδμήν έκεράννυε καί ήν άνεμος ήδονής.

Τά δέ ίερεία πολλά μέν ήν καί ποικίλα διέπρεπον δέ έν αύτοίς οί τού Νείλου βόες. βούς γάρ Αίγύπτιος ού τό μέγεθος μόνον άλλά καί τήν χροιάν εύτυχεί' τό μέν γάρ μέγεθος πάνυ μέγας τόν αύχένα παχύς τόν νώτον πλατύς τήν γαστέρα πολύς τό κέρας ούχ ώς ό Σικελικός εύτελής ούδ' ώς ό Κύπριος δυσειδής άλλ' έκ τών κροτάφων όρθιον άναβαίνον κατά μικρόν έκατέρωθεν κυρτούμενον τάς κορυφάς συνάγει τοσούτον όσον αί τών κεράτων διεστάσιν άρχαί' καί τό θέαμα κυκλουμένης σελήνης έστίν είκών. Ή χροιά δέ οίαν Όμηρος τούς τού Θρακός ίππους έπαινεί.

βαδίζει δέ ταύρος ύψαυχενών καί ώσπερ έπιδεικνύμενος ότι τών άλλων βοών έστι βασιλεύς. Εί δέ ό μύθος Εύρώπης άληθής Αίγύπτιον βούν ό Ζεύς έμιμήσατο.

Έτυχεν ούν ή μέν έμή μήτηρ τότε μαλακώς έχουσα' σκηψαμένη δέ καί ή Λευκίππη νοσείν ένδον ύπέμεινε (συνέκειτο γάρ ήμίν είς ταύτόν έλθείν ώς άν τών πολλών έξιόντων) ώστε συνέβη τήν άδελφήν τήν έμήν μετά τής Λευκίππης μητρός προελθείν.

Ό δέ Καλλισθένης τήν μέν Λευκίππην ούχ έωρακώς ποτε τήν δέ Καλλιγόνην ίδών τήν άδελφήν τήν έμήν νομίσας Λευκίππην είναι (έγνώρισε γάρ τού Σωστράτου τήν γυναίκα) πυθόμενος ούδέν (ήν γάρ έαλωκώς έκ τής θέασ) δείκνυσιν ένί τών οίκετών τήν κόρην ός ήν αύτώ πιστότατος καί κελεύει ληστάς έπ' αύτήν συγκροτήσαι καταλέξας τόν τρόπον τής άρπαγής. Πανήγυρις δέ έπέκειτο καθ' ήν ήκηκόει πάσας τάς παρθένους άπαντάν έπί θάλατταν. Ό μέν ούν ταύτα είπών καί τήν θεωρίαν άφωσιωμένος άπήλθεν.

Ναύν δέ είχεν ίδίαν τούτο προκατασκευάσας οίκοθεν εί τύχοι τής έπιχειρήσεως. Οί μέν δή άλλοι θεωροί άπέπλευσαν αύτός δέ μικρόν άπεσάλευε τής γής άμα μέν ώς δοκοίη τοίς πολίταις έπεσθαι άμα δέ ίνα μή πλησίον τής Τύρου τού σκάφους όντος κατάφωρος γένοιτο μετά τήν άρπαγήν.

Έπεί δέ έγένετο κατά Σάραπτα κώμην Τυρίων έπί θαλάττη κειμένην ένταύθα προσπορίζεται λέμβον δίδωσι δέ τώ Ζήνωνι' τούτο γάρ ήν όνομα τώ οίκέτη όν έπί τήν άρπαγήν παρεσκευάκει.

Ό δέ (ήν γάρ καί άλλως εύρωστος τό σώμα καί φύσει πειρατικόσ) ταχύ μέν έξεύρε ληστάς άλιείς άπό τής κώμης έκείνης καί δήτα άπέπλευσεν έπί τήν Τύρον. Έστι δέ μικρόν έπίνειον Τυρίων νησίδιον άπέχον όλίγον τής Τύρου (΄Ροδόπης αύτό τάφον οί Τύριοι λέγουσιν) ένθα ό λέμβος έφήδρευεν.

Πρό δέ τής πανηγύρεως ήν ό Καλλισθένης προσεδόκα γίνεται δή τά τού άετού καί τών μάντεων' καί είς τήν ύστεραίαν παρεσκευαζόμεθα νύκτωρ ώς θυσόμενοι τώ θεώ. Τούτων δέ τόν Ζήνωνα έλάνθανεν ούδέν' άλλ' έπειδή καιρός ήν βαθείας έσπέρας ήμείς μέν προήλθομεν ό δέ είπετο.

Άρτι δέ γενομένων ήμών έπί τώ χείλει τής θαλάσσης ό μέν τό συγκείμενον άνέτεινε σημείον ό δέ λέμβος έξαίφνης προσέπλει καί έπεί πλησίον έγένετο ήσαν έν αύτώ νεανίσκοι δέκα.

Όκτώ δέ έτέρους έπί τής γής είχον προλοχίσαντες οί γυναικείας μέν είχον έσθήτας καί τών γενείων έψίλωντο τάς τρίχας' έφερον δέ έκαστος ύπό κόλπω ξίφος έκόμιζον δέ καί αύτοί θυσίαν ώς άν ήκιστα ύποπτευθείεν' ήμείς δέ ώόμεθα γυναίκας είναι

Έπεί δέ συνετίθεμεν τήν πυράν έξαίφνης βοώντες συντρέχουσι καί τάς μέν δάδας ήμών άποσβεννύουσι φευγόντων δέ άτάκτως ύπό τής έκπλήξεως τά ξίφη γυμνώσαντες άρπάζουσι τήν άδελφήν τήν έμήν καί ένθέμενοι τώ σκάφει έμβάντες εύθύς όρνιθος δίκην άφίπτανται.

Ήμών δέ οί μέν έφευγον ούδέν ούτε είδότες ούτε έωρακότες οί δέ άμα τε είδον καί έβόων' Λησταί Καλλιγόνην έχουσι. Τό δέ πλοίον ήδη μέσην έπέραινε τήν θάλασσαν. Ώς δέ τοίς Σαράπτοις προσέσχον πόρρωθεν ό Καλλισθένης τό σημείον ίδών ύπήντησεν έπιπλεύσας καί δέχεται μέν τήν κόρην πλεί δέ εύθύς πελάγιος.

Έγώ δέ άνέπνευσα μέν ούτω διαλυθέντων μοι παραδόξως τών γάμων ήχθόμην δέ όμως ύπέρ άδελφής περιπεσούσης τοιαύτη συμφορά.

Όλίγας δέ ήμέρας διαλιπών πρός τήν Λευκίππην διελεγόμην' Μέχρι τίνος έπί τών φιλημάτων ίστάμεθα φιλτάτη; καλά τά προοίμια' προσθώμεν ήδη τι καί έρωτικόν. Φέρε άνάγκην άλλήλοις έπιθώμεν πίστεως. Άν γάρ ήμάς Άφροδίτη μυσταγωγήση ού μή τις άλλος κρείττων γένηται τής θεού.

Ταύτα πολλάκις κατεπάδων έπεπείκειν τήν κόρην ύποδέξασθαί με τώ θαλάμω νυκτός τής Κλειούς συνεργούσης ήτις ήν αύτή θαλαμηπόλος. Είχε δέ ό θάλαμος αύτής ούτως'

χωρίον ήν μέγα τέτταρα οίκήματα έχον δύο μέν έπί δεξιά δύο δέ έπί θάτερα' μέσος δέ διείργε στενωπός τά οίκήματα' θύρα δέ έν άρχή τού στενωπού μία έκλείετο'

ταύτην είχον τήν καταγωγήν αί γυναίκες. Καί τά μέν ένδοτέρω τών οίκημάτων ή τε παρθένος καί ή μήτηρ αύτής διειλήφεσαν έκάτερα τά άντικρύ τά δέ έξω δύο τά πρός τήν είσοδον τό μέν ή Κλειώ τό κατά τήν παρθένον τό δέ ταμείον ήν.

Κατακοιμίζουσα δέ άεί τήν Λευκίππην ή μήτηρ έκλειεν ένδοθεν τήν έπί τού στενωπού θύραν' έξωθεν δέ τις έτερος έπέκλειε καί τάς κλείς έβαλλε διά τής όπής' ή δέ λαβούσα έφύλαττε καί περί τήν έω καλέσασα τόν είς τούτο έπιτεταγμένον διέβαλλε πάλιν τάς κλείς όπως άνοίξειε.

Ταύταις ούν ίσας μηχανησάμενος ό Σάτυρος γενέσθαι τήν άνοιξιν πειράται καί ώς εύρε δυνατήν τήν Κλειώ έπεπείκει καί τής κόρης συνειδυίας μηδέν άντιπράξαι τή τέχνη. Ταύτα ήν τά συγκείμενα.

Ήν δέ τις αύτών οίκέτης πολυπράγμων καί λάλος καί λίχνος καί πάν ό τι άν είποι τις όνομα Κώνωψ. Ούτός μοι έδόκει πόρρωθεν έπιτηρείν τά πραττόμενα ήμίν' μάλιστα δέ όπερ ήν ύποπτεύσας μή τι νύκτωρ ήμίν πραχθή διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τής έσπέρας άναπετάσας τού δωματίου τάς θύρας ώστε έργον ήν αύτόν λαθείν. Ό ούν Σάτυρος βουλόμενος αύτόν είς φιλίαν άγαγείν προσέπαιζε πολλάκις καί κώνωπα έκάλει καί έσκωπτε τούνομα σύν γέλωτι. Καί ούτος είδώς τού Σατύρου τήν τέχνην προσεποιείτο μέν άντιπαίζειν καί αύτός ένετίθει δέ τή παιδιά τής γνώμης τό άσπονδον. Λέγει δή πρός αύτόν' Έπειδή καταμωκά μου καί τούνομα φέρε σοι μύθον άπό κώνωπος είπω.

Ό λέων κατεμέμφετο τόν Προμηθέα πολλάκις ότι μέγαν μέν αύτόν έπλασε καί καλόν καί τήν μέν γένυν ώπλισε τοίς όδούσι τούς δέ πόδας έκράτυνε τοίς όνυξιν έποίησέ τε τών άλλων θηρίων δυνατώτερον. Ό δέ τοιούτος έφασκε άλεκτρυόνα φοβούμαι. Καί ό Προμηθεύς έπιστάς έφη' Τί με μάτην αίτιά; τά μέν γάρ έμά πάντα έχεις όσα πλάττειν ήδυνάμην ή δέ σή ψυχή πρός τούτο μόνον μαλακίζεται. Έκλαιεν ούν έαυτόν ό λέων καί τής δειλίας κατεμέμφετο καί τέλος άποθανείν ήθελεν.

Ούτω δέ γνώμης έχων έλέφαντι περιτυγχάνει καί προσαγορεύσας είστήκει διαλεγόμενος. Καί όρών διά παντός τά ώτα κινούντα Τί πάσχεις; έφη' καί τί δή ποτε ούδέ μικρόν άτρεμεί σου τό ούς;

καί ό έλέφας κατά τύχην παραπτάντος αύτώ κώνωπος Όράσ έφη τούτο τό βραχύ τό βομβούν; ήν είσδύη μου τή τής άκοής όδώ τέθνηκα. καί ό λέων Τί ούν έτι άποθνήσκειν έφη δεί τοσούτον όντα καί έλέφαντος εύτυχέστερον όσον κρείττων κώνωπος άλεκτρυών; όράς όσον ίσχύος ό κώνωψ έχει ώς καί έλέφαντα φοβείν.

Συνείς ούν ό Σάτυρος τό ύπουλον αύτού τών λόγων ήρέμα μειδιών Άκουσον κάμού τινα λόγον είπεν άπό κώνωπος καί λέοντοσ όν άκήκοά τινος τών φιλοσόφων' χαρίζομαι δέ σοι τού μύθου τόν έλέφαντα.

Λέγει τοίνυν κώνωψ άλαζών ποτε πρός τόν λέοντα' Είτα κάμού βασιλεύειν νομίζεις ώς καί τών άλλων θηρίων; άλλ' ούτε μου καλλίων ούτε άλκιμώτερος έφυς ούτε μείζων. Έπεί τί σοι πρώτόν έστιν άλκή;

άμύσσεις τοίς όνυξι καί δάκνεις τοίς όδούσι. Ταύτα γάρ ού ποιεί μαχομένη γυνή; ποίον δέ μέγεθος ή κάλλος σε κοσμεί; στέρνον πλατύ ώμοι παχείς καί πολλή περί τόν αύχένα κόμη. Τήν κατόπιν ούν αίσχύνην ούχ όράς; έμοί δέ μέγεθος μέν ό άήρ όλος όσον μου καταλαμβάνει τό πτερόν κάλλος δέ αί τών λειμώνων κόμαι' αί μέν γάρ είσιν ώσπερ έσθήτες άς όταν θέλω παύσαι τήν πτήσιν ένδύομαι.

Τήν δέ άνδρείαν μου μή καί γελοίον ή καταλέγειν' όργανον γάρ όλος είμί πολέμου. Μετά μέν σάλπιγγος παρατάττομαι σάλπιγξ δέ μοι καί βέλος τό στόμα' ώστε είμί καί αύλητής καί τοξότης. Έμαυτού δέ όιστός καί τόξον γίνομαι' τοξεύει γάρ με διαέριον τό πτερόν έμπεσών δέ ώς άπό βέλους ποιώ τό τραύμα' ό δέ παταχθείς έξαίφνης βοά καί τόν τετρωκότα ζητεί. Έγώ δέ παρών ού πάρειμι. Όμού δέ καί φεύγω καί μένω καί περιιππεύω τόν άνθρωπον τώ πτερώ γελώ δέ αύτόν βλέπων περί τοίς τραύμασιν όρχούμενον.

Άλλά τί δεί λόγων; άρχώμεθα μάχης. Άμα λέγων έμπίπτει τώ λέοντι καί είς τούς όφθαλμούς έμπηδά καί εί τι άλλο άτριχον τών προσώπων περιιπτάμενος άμα καί τώ βόμβω καταυλών. Ό δέ λέων ήγριαίνετο καί μετεστρέφετο πάντη καί τόν άέρα περιέχασκεν' ό δέ κώνωψ ταύτη πλέον τήν όργήν έτίθετο παιδιάν καί έπ' αύτοίς έτίτρωσκε τοίς χείλεσιν.

Καί ό μέν έκλινεν είς τό λυπούν μέρος άνακάμπτων ένθα τού τραύματος ή πληγή ό δέ ώσπερ παλαιστής τό σώμα σκευάζων είς τήν συμπλοκήν άπέρρει τών τού λέοντος όδόντων αύτήν μέσην διαπτάς κλειομένην τήν γένυν.

Οί δέ όδόντες κενοί τής θήρας περί έαυτούς έκροτάλιζον. Ήδη τοίνυν ό λέων έκεκμήκει σκιαμαχών πρός τόν άέρα τοίς όδούσι καί είστήκει παρειμένος όργή. Ό δέ κώνωψ περιιπτάμενος αύτού τήν κόμην έπηύλει μέλος έπινίκιον.

Μακρότερον δέ ποιούμενος τής πτήσεως τόν κύκλον ύπό περιττής άπειροκαλίας άράχνης λανθάνει νήμασιν έμπλακείς καί τήν άράχνην ούκ έλαθεν έμπεσών. Ώς δέ ούκέτι είχε φυγείν άδημονών είπεν' Ώ τής άνοίας' προύκαλούμην γάρ έγώ λέοντα όλίγος δέ με ήγρευσεν άράχνης χιτών. Ταύτα είπών Ώρα τοίνυν έφη καί σέ τάς άράχνας φοβείσθαι. Καί άμα έγέλασεν.

Καί όλίγας διαλιπών ήμέρας είδώς αύτόν γαστρός ήττώμενον φάρμακον πριάμενος ύπνου βαθέος έφ' έστίασιν αύτόν έκάλεσεν. Ό δέ ύπώπτευε μέν τινα μηχανήν καί ώκνει τό πρώτον. Ώς δέ ή βελτίστη γαστήρ κατηνάγκασε πείθεται.

Έπεί δέ ήκε πρός τόν Σάτυρον είτα δειπνήσας έμελλεν άπιέναι έγχεί τού φαρμάκου κατά τής τελευταίας κύλικος ό Σάτυρος αύτώ' καί ό μέν έπιε καί μικρόν διαλιπών όσον είς τό δωμάτιον αύτού φθάσαι καταπεσών έκειτο τόν ύπνον καθεύδων τού φαρμάκου.

Ό δέ Σάτυρος είστρέχει πρός με καί λέγει' Κείταί σοι καθεύδων ό Κύκλωψ' σύ δέ όπως Όδυσσεύς άγαθός γένη. Άμα έλεγε καί ήκομεν έπί τάς θύρας τής έρωμένης. Καί ό μέν ύπελείπετο έγώ δέ είσήειν ύποδεχομένης με τής Κλειούς άψοφητί τρέμων τρόμον διπλούν χαράς άμα καί φόβου.

Ό μέν γάρ τού κινδύνου φόβος έθορύβει τάς τής ψυχής έλπίδας ή δέ έλπίς τού τυχείν έπεκάλυπτεν ήδονή τόν φόβον' ούτω καί τό έλπίζον έφοβείτό μου καί έχαιρε τό λυπούμενον. Άρτι δέ μου προσελθόντος είσω τού θαλάμου τής παιδός γίνεταί τι τοιούτον περί τήν τής κόρης μητέρα' έτυχεν όνειρος αύτήν ταράξας.

Έδόκει τινά ληστήν μάχαιραν έχοντα γυμνήν άγειν άρπασάμενον αύτής τήν θυγατέρα καί καταθέμενον ύπτίαν μέσην άνατεμείν τή μαχαίρα τήν γαστέρα κάτωθεν άρξάμενον άπό τής αίδούς. Ταραχθείσα ούν ύπό δείματος ώς είχεν άναπηδά καί έπί τόν τής θυγατρός θάλαμον τρέχει (έγγύς γάρ ήν) άρτι μου κατακλιθέντος.

Έγώ μέν δή τόν ψόφον άκούσας άνοιγομένων τών θυρών εύθύς άνεπήδησα' ή δέ έπί τήν κλίνην παρήν. Συνείς ούν τό κακόν έξάλλομαι καί διά τών θυρών ίεμαι δρόμω καί ό Σάτυρος ύποδέχεται τρέμοντα καί τεταραγμένον. Είτα έφεύγομεν διά τού σκότους καί έπί τό δωμάτιον έαυτών ήλθομεν.

Ή δέ πρώτον μέν ύπό ίλίγγου κατέπεσεν είτα άνενεγκούσα τήν Κλειώ κατά κόρρης ώς είχε ΄ραπίζει καί έπιλαβομένη τών τριχών άμα πρός τήν θυγατέρα άνώμωξεν Άπώλεσάς μου λέγουσα Λευκίππη τάς έλπίδας.

Οίμοι Σώστρατε' σύ μέν έν βυζαντίω πολεμείς ύπέρ άλλοτρίων γάμων έν Τύρω δέ καταπεπολέμησαι καί τής θυγατρός σού τις τούς γάμους σεσύληκεν. Οίμοι δειλαία τοιούτους σοι γάμους όψεσθαι ού προσεδόκων.

Όφελον έμεινας έν βυζαντίω' όφελον έπαθες πολέμου νόμω τήν ύβριν' όφελόν σε κάν Θράξ νικήσας ύβρισεν' ούκ είχεν ή συμφορά διά τήν άνάγκην όνειδος. Νύν δέ κακόδαιμον άδοξείς έν οίς δυστυχείς.

Έπλάνα δέ με καί τά τών ένυπνίων φαντάσματα τόν δέ άληθέστερον όνειρον ούκ έθεασάμην. Νύν άθλιώτερον άνετμήθης τήν γαστέρα' αύτη δυστυχεστέρα τής μαχαίρας τομή' ούδέ είδον τόν ύβρίσαντά σε ούδέ οίδά μου τής συμφοράς τήν τύχην. Οίμοι τών κακών' μή καί δούλος ήν;

Έθάρσησεν ούν ή παρθένος ώς άν έμού διαπεφευγότος καί λέγει' Μή λοιδόρει μου μήτερ τήν παρθενίαν' ούδέν έργον μοι πέπρακται τοιούτων ΄ρημάτων (άξιον) ούδέ οίδα τούτον όστις ήν είτε δαίμων είτε ήρως είτε ληστής.

Έκείμην δέ πεφοβημένη μηδέ άνακραγείν διά τόν φόβον δυναμένη. Φόβος γάρ γλώττης έστί δεσμός. Έν οίδα μόνον ούδείς μου τήν παρθενίαν κατήσχυνε.

Καταπεσούσα ούν ή Πάνθεια πάλιν έστενεν. Ήμείς δέ έσκοπούμεν καθ' έαυτούς γενόμενοι τί ποιητέον είη καί έδόκει κράτιστον είναι φεύγειν πρίν ήώς γένηται καί τό πάν ή Κλειώ βασανιζομένη κατείπη.

Δόξαν ούν ούτως είχόμεθα έργου σκηψάμενοι πρός τόν θυρωρόν άπιέναι πρός έρωμένην καί έπί τήν οίκίαν έρχόμεθα τήν Κλεινίου. Ήσαν δέ λοιπόν μέσαι νύκτες ώστε μόλις ό θυρωρός άνέωξεν ήμίν. Καί ό Κλεινίας έν ύπερώω γάρ τόν θάλαμον είχε διαλεγομένων ήμών άκούσας κατατρέχει τεταραγμένος.

Καί έν τούτω τήν Κλειώ κατόπιν όρώμεν σπουδή θέουσαν' ήν γάρ δρασμόν βεβουλευμένη. Άμα τε ούν ό Κλεινίας ήκουσεν ήμών ά πεπόνθαμεν καί τής Κλειούς ήμείς όπως φύγοι καί πάλιν ήμών ή Κλειώ τί ποιείν μέλλομεν.

Παρελθόντες ούν είσω τών θυρών τώ Κλεινία διηγούμεθα τά γεγονότα καί ότι φεύγειν διεγνώκαμεν. Λέγει ή Κλειώ' Κάγώ σύν ύμίν' ήν γάρ περιμείνω τήν έω θάνατός μοι πρόκειται τών βασάνων γλυκύτερος.

Ό ούν Κλεινίας τής χειρός μου λαβόμενος άγει τής Κλειούς μακράν καί λέγει' Δοκώ μοι καλλίστην γνώμην εύρηκέναι ταύτην μέν ύπεξαγαγείν ήμάς δέ όλίγας ήμέρας έπισχείν κάν ούτω δοκή συσκευασαμένους άπελθείν.

Ούδέ γάρ νύν οίδε τής κόρης ή μήτηρ τίνα κατέλαβεν ώς ύμείς φατε ό τε καταμηνύσων ούκ έσται τής Κλειούς έκ μέσου γενομένης' τάχα δέ καί τήν κόρην συμφυγείν πείσετε. Έλεγε δέ καί αύτός ότι κοινωνός γενήσεται τής άποδημίας. Ταύτα έδοξε. Καί τήν μέν Κλειώ τών οίκετών αύτού τινι παραδίδωσι κελεύσας έμβαλέσθαι σκάφει ήμείς δέ αύτού καταμείναντες έφροντίζομεν περί τών έσομένων' καί τέλος έδοξεν άποπειραθήναι τής κόρης καί εί μέν θελήσει συμφυγείν ούτω πράττειν εί δέ μή μένειν αύτού παραδόντας έαυτούς τή τύχη. Κοιμηθέντες ούν όλίγον τής νυκτός όσον τό λοιπόν περί τήν έω πάλιν έπί τήν οίκίαν έπανήλθομεν.

Ή ούν Πάνθεια άναστάσα περί τάς βασάνους τής Κλειούς ηύτρεπίζετο καί καλείν αύτήν έκέλευεν. Ώς δ' ήν άφανής πάλιν έπί τήν θυγατέρα ίεται καί Ούκ έρείσ έφη τήν συσκευήν τού δράματος; ίδού καί ή Κλειώ πέφευγεν.

ή δέ έτι μάλλον έθάρσησε καί λέγει' Τί πλέον είπω σοι τίνα δέ άλλην προσαγάγω πίστιν τής άληθείας μείζονα; εί παρθενίας έστι τις δοκιμασία δοκίμασον. Έτι καί τούτο έφη ή Πάνθεια λείπεται ίνα καί μετά μαρτύρων δυστυχώμεν. Ταύτα άμα λέγουσα άνεπήδησεν έξω.

Ή δέ Λευκίππη καθ' έαυτήν γενομένη καί τών τής μητρός γεμισθείσα ΄ρημάτων παντοδαπή τις ήν' ήχθετο ήσχύνετο ώργίζετο. Ήχθετο μέν πεφωραμένη ήσχύνετο δέ όνειδιζομένη ώργίζετο δέ άπιστουμένη. Αίδώς δέ καί λύπη καί όργή τρία τής ψυχής κύματα'

ή μέν γάρ αίδώς διά τών όμμάτων είσρέουσα τήν τών όφθαλμών έλευθερίαν καθαιρεί' ή λύπη δέ περί τά στέρνα διανεμομένη κατατήκει τής ψυχής τό ζωπυρούν' ή δέ όργή περιυλακτούσα τήν καρδίαν έπικλύζει τόν λογισμόν τώ τής μανίας άφρώ.

Λόγος δέ τούτων άπάντων πατήρ καί έοικεν έπί σκοπώ τόξον βάλλειν καί έπιτυγχάνειν καί έπί τήν ψυχήν πέμπειν τά βλήματα καί ποικίλα τοξεύματα. Τό μέν έστιν αύτώ λοιδορίας βέλος καί γίνεται τό έλκος όργή' τό δέ έστιν έλεγχος άτυχημάτων' έκ τούτου τού βέλους λύπη γίνεται' τό δέ όνειδος άμαρτημάτων καί καλούσιν αίδώ τό τραύμα.

Ίδιον δέ τούτων άπάντων τών βελών βαθέα μέν τά βλήματα άναιμα δέ τά τοξεύματα. Έν δέ τούτων άπάντων φάρμακον άμύνασθαι τόν βαλόντα τοίς αύτοίς βλήμασι' λόγος γάρ γλώσσης βέλος άλλης γλώσσης βέλει θεραπεύεται' καί γάρ τής καρδίας έπαυσε τό θυμούμενον καί τής ψυχής έμάρανε τό λυπούμενον.

Άν δέ τις άνάγκη τού κρείττονος σιγήση τήν άμυναν άλγεινότερα γίνεται τά έλκη τή σιωπή' αί γάρ ώδίνες τών έκ τού λόγου κυμάτων ούκ άποπτύσασαι τόν άφρόν οίδούσι περί έαυτάς πεφυσημέναι. Τοσούτων ούν ή Λευκίππη γεμισθείσα συμφορών ούκ έφερε τήν προσβολήν.

Έν τούτω δέ έτυχον πέμψαι τόν Σάτυρον πρός τήν κόρην άποπειρασόμενον τής φυγής. Ή δέ πρίν άκούσαι πρός τόν Σάτυρον Δέομαι έφη πρός θεών ξένων καί έγχωρίων έξαρπάσατέ με τών τής μητρός όφθαλμών όποι βούλεσθε.

Εί δέ με άπελθόντες καταλίποιτε βρόχον πλεξαμένη τήν ψυχήν μου ούτως άφήσω. Έγώ δέ ώς ταύτα ήκουσα τό πολύ τής φροντίδος άπερριψάμην. Δύο δέ ήμέρας διαλιπόντες ότε καί άποδημών έτυχεν ό πατήρ παρεσκευαζόμεθα πρός τήν φυγήν.

Είχε δέ ό Σάτυρος τού φαρμάκου λείψανον ώ τόν Κώνωπα ήν κατακοιμίσας' τούτου διακονούμενος ήμίν έγχεί λαθών κατά τής κύλικος τής τελευταίας ήν τή Πανθεία προσέφερεν' ή δέ άναστάσα ώχετο είς τόν θάλαμον αύτής καί εύθύς έκάθευδεν.

Είχε δέ έτέραν ή Λευκίππη θαλαμηπόλον ήν τώ αύτώ φαρμάκω καταβαπτίσας ό Σάτυρος (προσεπεποίητο γάρ καί αύτής έξ ού τώ θαλάμω προσεληλύθει έράν) έπί τήν τρίτην θήραν έρχεται έπί τόν θυρωρόν. Κάκείνον βεβλήκει τώ αύτώ πόματι.

Όχημα δέ εύτρεπές ήμάς πρό τών πυλών έξεδέχετο όπερ ό Κλεινίας παρεσκεύασε καί έφθασεν ήμάς έπ' αύτού περιμένων αύτός. Έπεί δέ πάντες έκάθευδον περί πρώτας νυκτός φυλακάς προήειμεν άψοφητί Λευκίππην τού Σατύρου χειραγωγούντος.

Καί γάρ ό Κώνωψ όσπερ ήμίν έφήδρευε κατά τύχην έκείνην άπεδήμει τήν ήμέραν τή δεσποίνη διακονησόμενος. Άνοίγει δή τάς θύρας ό Σάτυρος καί προήλθομεν' ώς δέ παρήμεν έπί τάς πύλας έπέβημεν τού όχήματος.

Ήμεν δέ οί πάντες έξ ύμείς καί ό Κλεινίας καί δύο θεράποντες αύτού. Έπελαύνομεν ούν τήν έπί Σιδώνα καί περί μοίρας τής νυκτός δύο παρήμεν έπί τήν πόλιν καί εύθύς έπί βηρυτόν τόν δρόμον έποιούμεθα νομίζοντες εύρήσειν έκεί ναύν έφορμούσαν.

Καί ούκ ήτυχήσαμεν' ώς γάρ έπί τού βηρυτίων λιμένος ήλθομεν άναγόμενον σκάφος εύρομεν άρτι τά πρυμνήσια μέλλον άπολύειν. Μηδέν ούν έρωτήσαντες πού πλεί μετεσκευαζόμεθα έπί τήν θάλασσαν έκ τής γής καί ήν ό καιρός μικρόν άνω τής έω. Έπλει δέ τό πλοίον είς Άλεξάνδρειαν τήν μεγάλην τού Νείλου πόλιν.

Έχαιρον δέ τό πρώτον όρών τήν θάλασσαν ούπω πελαγίζοντος τού σκάφους άλλ' έπί τοίς λιμέσιν έποχουμένου. Ώς δέ έδοξεν ούριον είναι πρός άναγωγήν τό πνεύμα θόρυβος ήν πολύς κατά τό σκάφος τών ναυτών διαθεόντων τού κυβερνήτου κελεύοντος έλκομένων τών κάλων'

ή κεραία περιήγετο τό ίστίον καθίετο ή ναύς άπεσαλεύετο τάς άγκύρας άνέσπων ό λιμήν κατελείπετο' τήν γήν έωρώμεν άπό τής νηός κατά μικρόν άναχωρούσαν ώς αύτήν πλέουσαν' παιανισμός ήν καί πολλή τις εύχή θεούς σωτήρας καλούντες εύφημούντες αίσιον τόν πλούν γενέσθαι' τό πνεύμα ήρετο σφοδρότερον τό ίστίον έκυρτούτο καί είλκε τήν ναύν.

Έτυχε δέ τις ήμίν νεανίσκος παρασκηνών ός έπεί καιρός ήν άρίστου φιλοφρονούμενος ήμάς συναριστάν ήξίου. Καί ήμίν δέ ό Σάτυρος παρέφερεν' ώστε είς μέσον καταθέμενοι ά είχομεν τό άρι στον έκοινωνούμεν ήδη δέ καί λόγον.

Λέγω δή πρώτος' Πόθεν ώ νεανίσκε καί τίνα σε δεί καλείν; Έγώ Μενέλαος είπεν τό δέ γένος Αίγύπτιος. Τά δέ ύμέτερα τίνα;

Έγώ Κλειτοφών ούτος Κλεινίας Φοίνικες άμφω. Τίς ούν ή πρόφασις ύμίν τής άποδημίας; Ήν σύ πρώτος ήμίν φράσης καί τά παρ' ήμών άκούση.

Λέγει ούν ό Μενέλαος' Τό μέν κεφάλαιον τής έμής άποδημίας έρως βάσκανος καί θήρα δυστυχής. Ήρων μειρακίου καλού' τό δέ μειράκιον φιλόθηρον ήν. Έπείχον τά πολλά κρατείν ούκ ήδυνάμην. Ώς δέ ούκ έπειθον είπόμην κάγώ έπί τάς άγρας.

Έθηρώμεν ούν ίππεύοντες άμφω καί τά πρώτα ηύτυχούμεν τά λεπτά διώκοντες τών θηρίων.

Έξαίφνης δέ σύς τής ύλης προπηδά καί τό μειράκιον έδίωκε' καί ό σύς έπιστρέφει τήν γένυν καί άντιπρόσωπος έχώρει δρόμω καί τό μειράκιον ούκ έξετρέπετο βοώντος έμού καί κεκραγότος' Έλκε τόν ίππον μετένεγκε τάς ήνίας' πονηρόν τό θηρίον. Άνάξας δέ ό σύς σπουδή έτρεχεν ώς έπ' αύτόν'

καί οί μέν συνέπιπτον άλλήλοις έμέ δέ τρόμος ώς είδον λαμβάνει' καί φοβούμενος μή φθάση τό θηρίον καί πατάξη τόν ίππον έναγκυλωσάμενος τό άκόντιον πρίν άκριβώς καταστοχάσασθαι τού σκοπού πέμπω τό βέλος' τό δέ μειράκιον παραθέον άρπάζει τήν βολήν.

Τίνα οίει με τότε ψυχήν έχειν; εί καί ψυχήν είχον όλως ώς άν άλλος τις άποθάνοι ζών. Τό δέ οίκτρότερον τάς χείρας ώρεγέ μοι μικρόν έτι έμπνέων καί περιέβαλλε καί άποθνήσκων ούκ έμίσει με τόν πονηρόν ό ύπ' έμού πεφονευμένος άλλά τήν ψυχήν άφήκε τή φονευσάση μου περιπλεκόμενος δεξιά.

Άγουσιν ούν με έπί τό δικαστήριον οί τού μειρακίου γονείς ούκ άκοντα' καί γάρ έπελθών άπελογούμην ούδέν θανάτου δέ έτιμώμην έμαυτώ. Έλεήσαντες ούν οί δικασταί προσετιμήσαντό μοι τριετή φυγήν ής νύν τέλος έχούσης αύθις έπί τήν έμαυτού καταίρω.

Έπεδάκρυσεν ό Κλεινίας αύτού λέγοντος Πάτροκλον πρόφασιν άναμνησθείς Χαρικλέους. Καί ό Μενέλαος Τάμά δακρύεισ έφη ή καί σέ τι τοιούτον έξήγαγε; στενάξας ούν ό Κλεινίας καταλέγει τόν Χαρικλέα καί τόν ίππον κάγώ τάμαυτού.

Όρών ούν έγώ τόν Μενέλαον κατηφή πάνυ τών έαυτού μεμνημένον τόν δέ Κλεινίαν ύποδακρύοντα μνήμη Χαρικλέους βουλόμενος αύτούς τής λύπης άπαγαγείν έμβάλλω λόγον έρωτικής έχόμενον ψυχαγωγίας' καί γάρ ούδέ ή Λευκίππη παρήν άλλ' έν μυχώ έκάθευδε τής νηός.

Λέγω δή πρός αύτούς ύπομειδιών' Ώς παρά πολύ κρατεί μου Κλεινίας' έβούλετο γάρ λέγειν κατά γυναικών ώσπερ είώθει. ΄Ράον δ' άν είποι νύν ήτοι ώς κοινωνόν έρωτος εύρών. Ούκ οίδα γάρ πώς έπιχωριάζει νύν ό είς τούς άρρενας έρως. Ού γάρ πολύ άμεινον ό Μενέλαος έφη τούτο έκείνου; καί γάρ άπλούστεροι παίδες γυναικών καί τό κάλλος αύτοίς δριμύτερον είς ήδονήν.

Πώς δριμύτερον έφην ό τι παρακύψαν μόνον οίχεται καί ούκ άπολαύσαι δίδωσι τώ φιλούντι άλλ' έοικε τώ τού Ταντάλου πόματι;

πολλάκις γάρ έν ώ πίνεται πέφευγε καί άπήλθεν ό έραστής ούχ εύρών πιείν' τό δέ έτι πινόμενον άρπάζεται πρίν ό πίνων κορεσθή. Καί ούκ έστιν άπό παιδός άπελθείν έραστήν άλυπον έχοντα τήν ήδονήν' καταλείπει γάρ έτι διψώντα.

Καί ό Μενέλαος Άγνοείσ ώ Κλειτοφών έφη τό κεφάλαιον τής ήδονής. Ποθεινόν γάρ άεί τό άκόρεστον. Τό μέν γάρ είς χρήσιν χρονιώτερον τώ κόρω μαραίνει τό τερπνόν' τό δέ άρπαζόμενον καινόν έστιν άεί καί μάλλον άνθεί' ού γάρ γεγηρακυίαν έχει τήν ήδονήν' καί τό κάλλος όσον έλαττούται τώ χρόνω τοσούτον είς μέγεθος έκτείνεται πόθω.

Καί τό ΄ρόδον διά τούτο τών άλλων εύμορφότερόν έστι φυτών ότι τό κάλλος αύτού φεύγει ταχύ. Δύο γάρ έγώ νομίζω κατ' άνθρώπους κάλλη πλανάσθαι τό μέν ούράνιον τό δέ πάνδημον ώσπερ τού κάλλους αί χορηγοί θεαί.

Άλλά τό μέν ούράνιον άχθεται θνητώ κάλλει δεδεμένον καί ζητεί πρός ούρανόν ταχύ φεύγειν τό δέ πάνδημον έρριπται κάτω καί έγχρονίζει περί τοίς σώμασιν. Εί δέ καί ποιητήν δεί λαβείν μάρτυρα τής ούρανίας τού κάλλους άνόδου άκουσον Όμήρου λέγοντος

Τόν καί άνηρείψαντο θεοί Διί οίνοχοεύειν

κάλλεος είνεκα οίο ίν' άθανάτοισι μετείη. Ούδεμία δέ άνέβη ποτέ είς ούρανούς διά κάλλος γυνή (καί γάρ γυναιξί κεκοινώνηκεν ό Ζεύσ) άλλ' Άλκμήνην μέν έχει πένθος καί φυγή Δανάην δέ λάρναξ καί θάλασσα Σεμέλη δέ πυρός γέγονε τροφή. Άν δέ μειρακίου Φρυγός έρασθή τόν ούρανόν αύτώ δίδωσιν ίνα καί συνοική καί οίνοχόον έχη τού νέκταρος' ή δέ πρότερον διάκονος τής τιμής έξέωσται' ήν γάρ οίμαι γυνή.

Υπολαβών ούν έγώ Καί μήν ούράνιον έφην έοικεν είναι τό τών γυναικών κάλλοσ όσον μή ταχύ φθείρεται' έγγύς γάρ τού θείου τό άφθαρτον. Τό δέ κινούμενον έν φθορά θνητήν φύσιν μιμούμενον ούκ ούράνιόν έστιν άλλά πάνδημον.

Ήράσθη μειρακίου Φρυγόσ άνήγαγεν είς ούρανούς τόν Φρύγα' τό δέ κάλλος τών γυναικών αύτόν τόν Δία κατήγαγεν έξ ούρανού. Διά γυναίκά ποτε Ζεύς έμυκήσατο διά γυναίκά ποτε Σάτυρον ώρχήσατο καί χρυσόν πεποίηκεν έαυτόν άλλη γυναικί.

Οίνοχοείτω μέν Γανυμήδησ μετά δέ τών θεών Ήρα πινέτω ίνα έχη μειράκιον διάκονον γυνή. Έλεώ δέ αύτού καί τήν άρπαγήν' όρνις έπ' αύτόν κατέβη ώμηστήσ ό δέ άνάρπαστος γενόμενος ύβρίζεται καί έοικεν τυραννουμένω. Καί τό θέαμά έστιν αίσχιστον μειράκιον έξ όνύχων κρεμάμενον.

Σεμέλην δέ είς ούρανούς άνήγαγεν ούκ όρνις ώμηστήσ άλλά πύρ. Καί μή θαυμάσησ εί διά πυρός τις άναβαίνει είς ούρανόν' ούτως άνέβη Ήρακλής. Εί δέ Δανάης τήν λάρνακα γελάσ πώς τόν Περσέα σιωπάς; Άλκμήνη δέ τούτο μόνον δώρον άρκεί ότι δι' αύτήν έκλεψεν ό Ζεύς τρείς όλους ήλίους.

Εί δέ δεί μεθέντα τάς μυθολογίας αύτήν είπείν τήν έν τοίς έργοις ήδονήν έγώ μέν πρωτόπειρος ών είς γυναίκασ όσον όμιλήσαι ταίς είς Άφροδίτην πωλουμέναις' άλλος γάρ άν ίσως είπείν τι καί πλέον έχοι μεμυημένος' είρήσεται δέ μοι κάν μετρίως έχω πείρας.

Γυναικί μέν ούν ύγρόν μέν τό σώμα έν ταίς συμπλοκαίσ μαλθακά δέ τά χείλη πρός τά φιλήματα. Καί διά τούτο μέν έχει τό σώμα έν τοίς άγκαλίσμασιν έν δέ ταίς σαρξίν όλως ένηρμοσμένον καί ό συγγινόμενος περιβάλλεται ήδονή.

Έγγίζει δέ τοίς χείλεσιν ώσπερ σφραγίδας τά φιλήματα φιλεί δέ τέχνη καί σκευάζει τό φίλημα γλυκύτερον. Ού γάρ μόνον έθέλει φιλείν τοίς χείλεσιν άλλά καί τοίς όδούσι συμβάλλεται καί περί τό τού φιλούντος στόμα βόσκεται καί δάκνει τά φιλήματα. Έχει δέ τινα καί μαστός έπαφώμενος ίδίαν ήδονήν.

Έν δέ τή τής Άφροδίτης άκμή οίστρεί μέν ύφ' ήδονήσ περικέχηνε δέ φιλούσα καί μαίνεται. Αί δέ γλώτται τούτον τόν χρόνον φοιτώσιν άλλήλαις είς όμιλίαν καί ώς δύνανται βιάζονται κάκείναι φιλείν' σύ δέ μείζονα ποιείς τήν ήδονήν άνοίγων τά φιλήματα.

Πρός δέ τό τέρμα αύτό τής Άφροδίτης ή γυνή γενομένη πέφυκεν άσθμαίνειν ύπό καυματώδους ήδονήσ τό δέ άσθμα σύν πνεύματι έρωτικώ μέχρι τών τού στόματος χειλέων άναθορόν συντυγχάνει πλανωμένω τώ φιλήματι καί ζητούντι καταβήναι κάτω άναστρέφον τε σύν τώ άσθματι τό φίλημα καί μιχθέν έπεται καί βάλλει τήν καρδίαν' ή δέ ταραχθείσα τώ φιλήματι πάλλεται. Εί δέ μή τοίς σπλάγχνοις ήν δεδεμένη ήκολούθησεν άν καί άνείλκυσεν αύτήν άνω τοίς φιλήμασι. Παίδων δέ φιλήματα μέν άπαίδευτα περιπλοκαί δέ άμαθείσ Άφροδίτη δέ άργή ήδονής δέ ούδέν.

Καί ό Μενέλαος Άλλά σύ μοι δοκείσ έφη μή πρωτόπειρος άλλά γέρων είς Άφροδίτην τυγχάνειν τοσαύτας ήμίν καταχέας γυναικών περιεργίας. Έν μέρει δέ καί τά τών παίδων άντάκουσον. Γυναικί μέν γάρ πάντα έπίπλαστα καί τά ΄ρήματα καί τά σχήματα' κάν είναι δόξη καλή τών άλειμμάτων ή πολυπράγμων μηχανή. Καί έστιν αύτής τό κάλλος ή μύρων ή τριχών βαφήσ ή καί φαρμάκων' άν δέ τών πολλών τούτων γυμνώσης δόλων έοικε κολοιώ γεγυμνωμένω τών τού μύθου πτερών.

Τό δέ κάλλος τό παιδικόν ούκ άρδεύεται μύρων όσφραίς ούδέ δολεραίς καί άλλοτρίαις όσμαίσ πάσης δέ γυναικών μυραλοιφίας ήδιον όδωδεν ό τών παίδων ίδρώς.

Έξεστι δέ αύτώ καί πρό τής έν Άφροδίτη συμπλοκής καί έν παλαίστρα συμπεσείν καί φανερώς περιχυθήναι καί ούκ έχουσιν αίσχύνην αί περιπλοκαί' καί ού μαλθάσσει τάς έν Άφροδίτη περιπλοκάς ύγρότητι σαρκών άλλ' άντιτυπεί πρός άλληλα τά σώματα καί περί τής ήδονής άθλεί.

Τά δέ φιλήματα σοφίαν μέν ούκ έχει γυναικείαν ούδέ μαγγανεύει τοίς χείλεσι σινάμωρον άπάτην ώς δέ οίδε φιλεί καί ούκ έστι τέχνης άλλά τής φύσεως τά φιλήματα. Αύτη δέ παιδός φιλήματος είκών' εί νέκταρ έπήγνυτο καί χείλος έγίνετο τοιαύτα άν έσχες τά φιλήματα. Φιλών δέ ούκ άν έχοις κόρον άλλ' όσον έμφορή διψής έτι φιλείν καί ούκ άν άποσπάσειας τό στόμα μέχρις άν ύφ' ήδονής έκφύγης τά φιλήματα.

Τρίτην δέ ήμέραν πλεόντων ήμών έξ αίθρίας πολλής αίφνίδιον άχλύς περιχείται καί τής ήμέρας άπωλώλει τό φώς. Έγείρεται δέ κάτωθεν άνεμος έκ τής θαλάσσης κατά πρόσωπον τής νηός καί ό κυβερνήτης περιάγειν έκέλευε τήν κεραίαν.

Καί σπουδή περιήγον οί ναύται πή μέν τήν όθόνην έπί θάτερα συνάγοντες άνω τού κέρως βία (τό γάρ πνεύμα σφοδρότερον έμπεσόν άνθέλκειν ούκ έπέτρεπε) πή δέ πρός θάτερον μέρος φυλάττοντες τού πρόσθεν μέτρου καθ' ό συνέβαινεν ούριον είναι τή περιαγωγή τό πνεύμα.

Κλίνεται δή κοίλον τοιχίσαν τό σκάφος καί έπί θάτερα μετεωρίζεται καί πάντη πρηνές ήν καί έδόκει τοίς πολλοίς ήμών άεί περιτραπήσεσθαι καθάπαξ έμπίπτοντος τού πνεύματος. Μετεσκευαζόμεθα ούν άπαντες είς τά μετέωρα τής νηός όπως τό μέν βαπτιζόμενον τής νηός άνακουφίσαιμεν τό δέ τή προσθήκη βιασάμενοι κατά μικρόν καθέλοιμεν είς τό άντίρροπον.

Πλέον δέ ήνύομεν ούδέν' άνέφερε γάρ ήμάς μάλλον κορυφούμενον τό έδαφος τής νηός ή πρός ήμών κατεβιβάζετο. Καί χρόνον μέν τινα διαταλαντουμένην ούτω τήν ναύν τοίς κύμασιν έπαλαίομεν είς τό άντίρροπον καθελείν' αίφνίδιον δέ μεταλλάττεται τό πνεύμα έπί θάτερα τής νηός καί μικρού βαπτίζεται τό σκάφος τού μέν τέως είς κύμα κλιθέντος άναθορόντος όξεία ΄ροπή θατέρου δέ ή ήώρητο καταρραγέντος είς τήν θάλατταν.

Κωκυτός ούν αίρεται μέγας έκ τής νηός καί μετοικία πάλιν καί δρόμος μετά βοής έπί τάς άρχαίας έδρας. Καί τρίτον καί τέταρτον καί πολλάκις τό αύτό πάσχοντες κοινήν ταύτην είχομεν τώ σκάφει τήν πλάνην. Πρίν μέν γάρ μετασκευάσασθαι τό πρώτον δίαυλος ήμάς διαλαμβάνει δεύτερος.

Σκευοφορούντες ούν κατά τήν ναύν διά πάσης ήμέρας δόλιχόν τινα τούτον δρόμον μυρίον έπονούμεν άεί τόν θάνατον προσδοκώντες' καί ήν ώς είκός ού μακράν.

Περί γάρ μεσημβρίαν δείλην ό μέν ήλιος τέλεον άρπάζεται έωρώμεν δέ έαυτούς ώς έν σελήνη. Πύρ μέν άστραπής ίπταται μυκάται δέ βροντήν ούρανός καί τόν άέρα γεμίζει βόμβος άντεβόμβει δέ κάτωθεν τών κυμάτων ή στάσις μεταξύ δέ ούρανού καί θαλάσσης άνέμων ποικίλων έσύριζε ψόφος. Καί ό μέν άήρ είχε σάλπιγγος ήχον' οί δέ κάλοι περί τήν όθόνην πίπτουσιν άντιπαταγούντες δέ έτετρίγεσαν' έφόβει δέ καί τά ξύλα τής νεώς ΄ρηγνύμενα μή κατά μικρόν άνοιχθείη τό σκάφος τών γόμφων άποσπωμένων. Γέρρα δέ περί πάσαν τήν ναύν έκεκάλυπτο' καί γάρ όμβρος έπέκλυζε πολύς. Ήμείς δέ τά γέρρα ύποδύντες ώσπερ είς άντρον έμένομεν παραδόντες έαυτούς τή τύχη ΄ρίψαντες τάς έλπίδας.

Τρικυμίαι δέ πολλαί πάντοθεν αί μέν κατά πρόσωπον αί δέ κατ' ούράν τής νεώς άλλήλαις άντέπιπτον. Ή δέ ναύς άεί πρός μέν τό κυρτούμενον τής θαλάσσης ήγείρετο πρός δέ τό παράδρομον ήδη καί χθαμαλόν τού κύματος κατεδύετο. Έώκει δέ τών κυμάτων τά μέν όρεσι τά δέ χάσμασιν.

Ήν δέ καί τά έγκάρσια τών κυμάτων έκατέρωθεν φοβερώτερα' άναβαίνουσα μέν γάρ έπί τήν ναύν ή θάλασσα διά τών γέρρων έκυλίετο καί έκάλυπτε πάν τό σκάφος.

Τό γάρ κύμα αίρόμενον ύψού ψαύον αύτών τών νεφών πόρρωθεν μέν πρός άντιπρόσωπον έφαίνετο τώ σκάφει μέγεθος οίον (όροσ) προσιόν δέ βλέπων καταποθήσεσθαι τήν ναύν προσεδόκησας. Ήν ούν άνέμων μάχη καί κυμάτων. Ήμείς δέ ούκ έδυνάμεθα κατά χώραν μένειν ύπό τού τής νηός σεισμού. Συμμιγής δέ πάντων έγίνετο βοή' έρρόχθει τό κύμα έπάφλαζε τό πνεύμα όλολυγμός γυναικών άλαλαγμός άνδρών κελευσμός ναυτών πάντα θρήνων καί κωκυτών άνάμεστα.

Καί ό κυβερνήτης έκέλευε ΄ρίπτειν τόν φόρτον. Διάκρισις δέ ούκ ήν άργύρου καί χρυσού πρός άλλο τι τών εύτελών άλλά πάντα όμοίως ήκοντίζομεν έξω τής νηός' πολλοί δέ καί τών έμπόρων αύτοί τών οίκείων λαμβάνοντες έν οίς είχον τάς έλπίδας ώθουν έπειγόμενοι. Καί ήν ήδη ή ναύς τών έπίπλων γυμνή' ό δέ χειμών ούκ έσπένδετο.

Τέλος ό κυβερνήτης άπειπών ΄ρίπτει μέν τά πηδάλια έκ τών χειρών άφίησι δέ τό σκάφος τή θαλάσση καί εύτρεπίζει ήδη τήν έφολκίδα καί τοίς ναύταις έμβαίνειν κελεύσας τής άποβάθρας ήρχεν' οί δέ εύθύς κατά πόδας έξήλλοντο.

Ένθα δή καί τά δεινά ήν καί ήν μάχη χειροποίητος. Οί μέν γάρ έπιβάντες ήδη τόν κάλων έκοπτον ός συνέδει τήν έφολκίδα τώ σκάφει' τών δέ πλωτήρων έκαστος έσπευδε μεταπηδάν ένθα καί τόν κυβερνήτην έωράκεσαν έφέλκοντα τόν κάλων' οί δέ έκ τής έφολκίδος μεταβαίνειν ούκ έπέτρεπον. Είχον δέ καί πελέκεις καί μαχαίρας καί πατάξειν ήπείλουν εί τις έπιβήσεται' πολλοί δέ καί έκ τής νεώς όπλισάμενοι τό δυνατόν ό μέν κώπης παλαιάς τρύφος άράμενος ό δέ τών τής νεώς σελμάτων ήμύνετο. Θάλασσα γάρ είχε νόμον τήν βίαν καί ήν ναυμαχίας καινός τρόπος.

Οί μέν γάρ έκ τής έφολκίδος δέει τού καταδύναι τώ τών έπεμβαινόντων όχλω πελέκεσι καί μαχαίραις τούς έξαλλομένους έπαιον' οί δέ σκυτάλαις καί κώπαις άμα τώ πηδήματι τάς πληγάς κατεφέροντο'

οί δέ καί άκρου ψαύοντες τού σκάφους έξωλίσθαινον' ένιοι δέ καί έπιβαίνοντες τοίς έπί τής έφολκίδος ήδη διεπάλαιον' φιλίας γάρ ή αίδούς ούκ έτι θεσμός ήν άλλά τό οίκείον έκαστος σκοπών άσφαλές τό πρός τούς έτέρους εύγνωμον ούκ έλογίζετο. Ούτως οί μεγάλοι κίνδυνοι καί τούς τής φιλίας λύουσι νόμους.

Ένθα δή τις άπό τής νεώς νεανίσκος εύρωστος λαμβάνεται τού κάλω καί έφέλκεται τήν έφολκίδα' καί ήν έγγύς ήδη τού σκάφους ηύτρεπίζετο δέ έκαστος ώς εί πελάσειε πηδήσων ές αύτήν. Καί δύο μέν ή τρείς ηύτύχησαν ούκ άναιμωτί πολλοί δέ άποπηδάν πειρώμενοι έξεκυλίσθησαν τής νεώς κατά τής θαλάσσης. Ταχύ γάρ τήν έφολκίδα άπολύσαντες οί ναύται πελέκει κόψαντες τόν κάλων τόν πλούν είχον ένθα αύτούς ήγε τό πνεύμα' οί δέ έπί τής νηός έπειρώντο καταδύναι τήν έφολκίδα.

Τό δέ σκάφος έκυβίστα περί τοίς κύμασιν όρχούμενον λανθάνει δή προσενεχθέν ύφάλω πέτρα καί ΄ρήγνυται πάν. Άπωσθείσης δέ τής νηός ό ίστός έπί θάτερα πεσών τό μέν τι κατέκλασε τό δέ τι κατέδυσεν αύτής.

Όπόσοι μέν ούν παραχρήμα τής άλμης πιόντες κατεσχέθησαν ούτοι μετριωτέραν ώς έν κακοίς έσχον τήν συμφοράν ούκ ένδιατρίψαντες τώ τού θανάτου φόβω. Ό γάρ έν θαλάσση θάνατος βραδύς προαναιρεί πρό τού παθείν' ό γάρ όφθαλμός πελάγους γεμισθείς άόριστον έκτείνει τόν φόβον ώς καί διά τούτων θάνατον δυστυχείν πλείονα' όσον γάρ τής θαλάσσης τό μέγεθος τοσούτος καί ό τού θανάτου φόβος.

Ένιοι δέ κολυμβάν πειρώμενοι προσραγέντες ύπό τού κύματος τή πέτρα διεφθείροντο' πολλοί δέ καί ξύλοις άπερρωγόσι συμπεσόντες έπείροντο δίκην ίχθύων' οί δέ καί ήμιθνήτες ένήχοντο.

Έπεί ούν τό πλοίον διελύθη δαίμων τις άγαθός περιέσωσεν ήμίν τής πρώρας μέρος ένθα περικαθίσαντες έγώ τε καί ή Λευκίππη κατά ΄ρούν έφερόμεθα τής θαλάσσης' ό δέ Μενέλαος καί ό Σάτυρος σύν άλλοις τών πλωτήρων έπιτυχόντες τού ίστού καί έπιπεσόντες ένήχοντο.

Πλησίον δέ καί τόν Κλεινίαν έωρώμεν περινηχόμενον τή κεραία καί ταύτην ήκούσαμεν αύτού τήν βοήν' Έχου τού ξύλου Κλειτοφών' άμα δέ λέγοντα κύμα έπεκάλυπτε κατόπιν' καί ήμείς έκωκύσαμεν.

Κατά ταύτό καί ήμίν έπεφέρετο κύμα' άλλά τύχη τινί πλησίον γενόμενον ήμών κάτωθεν παρατρέχει ώστε μόνον ύψούμενον μετέωρον τό ξύλον κατά τόν αύχένα τού κύματος καί τόν Κλεινίαν ίδείν αύθις.

Άνοιμώξας ούν Έλέησον έφην δέσποτα Πόσειδον καί σπείσαι πρός τά τής ναυαγίας σου λείψανα. Πολλούς ήδη τώ φόβω θανάτους ύπεμείναμεν' εί δέ ήμάς άποκτείναι θέλεισ μή διαστήσης ήμών τήν τελευτήν. Έν ήμάς κύμα καλυψάτω. Εί δέ καί θηρίων ήμάς βοράν πέπρωται γενέσθαι είς ήμάς ίχθύς άναλωσάτω μία γαστήρ χωρησάτω ίνα καί έν ίχθύσι κοινή ταφώμεν.

μετά μικρόν δέ τής εύχής τό πολύ τού πνεύματος περιεπέπαυτο τό δέ άγριον έστόρεστο τού κύματος' μεστή δέ ήν ή θάλασσα νεκρών σωμάτων. Τούς μέν ούν άμφί τόν Μενέλαον θάττον προσάγει τή γή τό κύμα' καί ήν ταύτα τής Αίγύπτου τά παράλια. Κατείχον δέ τότε λησταί πάσαν τήν έκεί χώραν.

Ήμείς δέ περί δείλην έσπέραν τύχη τινί τώ Πηλουσίω προσίσχομεν καί άσμενοι γής λαβόμενοι τούς θεούς άνευφημούμεν' είτα ώλοφυρόμεθα τόν Κλεινίαν καί τόν Σάτυρον νομίζοντες τούτους άπολωλέναι.

Έστι δέ έν τώ Πηλουσίω Διός ίερόν άγαλμα Κασίου. Τό δέ άγαλμα νεανίσκος Άπόλλωνι μάλλον έοικώς' ούτω γάρ ήλικίας είχε. Προβέβληται δέ τήν χείρα καί έχει ΄ροιάν έπ' αύτή' τής δέ ΄ροιάς ό λόγος μυστικός.

Προσευξάμενοι δή τώ θεώ καί περί τού Κλεινίου καί τού Σατύρου σύμβολον έξαιτήσαντες (καί γάρ έλεγον μαντικόν είναι τόν θεόν) περιήειμεν τόν νεών.

Κατά δέ τόν όπισθόδομον όρώμεν είκόνα διπλήν. Καί ό γραφεύς έγγέγραπτο. Εύάνθης μέν ό γραφεύς' ή δέ είκών Άνδρομέδα καί Προμηθεύς δεσμώται μέν άμφω (διά τούτο γάρ αύτούς οίμαι είς έν συνήγαγεν ό ζωγράφοσ)' άδελφαί δέ καί τήν άλλην τύχην αί γραφαί.

Πέτραι μέν άμφοίν τό δεσμωτήριον θήρες δέ κατ' άμφοίν οί δήμιοι τώ μέν έξ άέρος τή δέ έκ θαλάσσης' έπίκουροι δέ αύτοίς Άργείοι δύο συγγενείς τώ μέν Ήρακλής τή δέ Περσεύς ό μέν τοξεύων τόν όρνιν τού Διός ό δέ έπί τό κήτος τού Ποσειδώνος άθλών. Άλλ' ό μέν ίδρυται τοξαζόμενος έν γή ό δέ έξ άέρος κρέμαται τώ πτερώ.

Όρώρυκται μέν ούν είς τό μέτρον τής κόρης ή πέτρα' θέλει δέ τό όρυγμα λέγειν ότι μή τις αύτό πεποίηκε χείρ άλλ' έστιν αύτόχθον' έτράχυνε γάρ τού λίθου τόν κόλπον ό γραφεύς ώς έτεκεν αύτόν ή γή.

Ή δέ ένίδρυται τή σκέπη' καί έοικε τό θέαμα εί μέν είς τό κάλλος άπίδοις άγάλματι καινώ εί δέ είς τά δεσμά καί τό κήτος αύτοσχεδίω τάφω. Έπί δέ τών προσώπων αύτής κάλλος κεκέρασται καί δέος'

έν μέν γάρ ταίς παρειαίς τό δέος κάθηται έκ δέ τών όφθαλμών άνθεί τό κάλλος. Άλλ' ούτε τών παρειών τό ώχρόν τέλεον άφοίνικτον ήν ήρέμα δέ τώ έρεύθει βέβαπται ούτε τό τών όφθαλμών άνθος έστίν άμέριμνον άλλ' έοικε τοίς άρτι μαραινομένοις ίοις' ούτως αύτήν έκόσμησεν ό ζωγράφος εύμόρφω φόβω.

Τάς δέ χείρας είς τήν πέτραν έξεπέτασεν άγχει δέ άνω δεσμός έκατέραν συνάπτων τή πέτρα' οί καρποί δέ ώσπερ άμπέλου βότρυες κρέμανται. Καί αί μέν ώλέναι τής κόρης άκρατον έχουσαι τό λευκόν είς τό πελιδνόν μετέβαλον καί έοίκασιν άποθνήσκειν οί δάκτυλοι.

Δέδεται μέν ούτω τόν θάνατον έκδεχομένη' έστηκε δέ νυμφικώς έστολισμένη ώσπερ Άιδωνεί νύμφη κεκοσμημένη. Ποδήρης χιτών λευκός ό χιτών' τό ύφασμα λεπτόν άραχνίων έοικός πλοκή ού κατά τήν τών προβατείων τριχών άλλά κατά τήν τών έρίων τών πτηνών οίον άπό δένδρων έλκουσαι νήματα γυναίκες ύφαίνουσιν Ίνδαί.

Τό δέ κήτος άντι πρόσωπον τής κόρης κάτωθεν άναβαίνον άνοίγει τήν θάλασσαν' καί τό μέν πολύ τού σώματος περιβέβληται τώ κύματι μόνη δέ τή κεφαλή τήν θάλατταν άποδύεται. Υπό δέ τήν άλμην τού κύματος ή τών νώτων έγέγραπτο φαινομένη σκιά τά τών φολίδων έπάρματα τά τών αύχένων κυρτώματα ή λοφιά τών άκανθών οί τής ούράς έλιγμοί.

Γένυς πολλή καί μακρά' άνέωκτο δέ πάσα μέχρι τής τών ώμων συμβολής καί εύθύς ή γαστήρ. Μεταξύ δέ τού κήτους καί τής κόρης ό Περσεύς έγέγραπτο καταβαίνων έξ άέρος' καταβαίνει δέ έπί τό θηρίον γυμνός τό πάν' χλαμύς άμφί τοίς ώμοις μόνον καί πέδιλον περί τώ πόδε πλησίον τού πτερού. Πίλος δέ αύτού τήν κεφαλήν καλύπτει' ό πίλος δέ ύπηνίττετο τήν Άιδος κυνέην. Τή λαιά τήν τής Γοργούς κεφαλήν κρατεί καί προβέβληται δίκην άσπίδος. Ή δέ έστι φοβερά καί έν τοίς χρώμασι'

τούς όφθαλμούς έξεπέτασεν έφριξε τάς τρίχας τών κροτάφων ήγειρε τούς δράκοντας' ούτως άπειλεί κάν τή γραφή. Όπλον μέν τούτο τή λαιά τώ Περσεί' ώπλισται δέ καί τήν δεξιάν διφυεί σιδήρω είς δρέπανον καί ξίφος έσχισμένω.

Άρχεται μέν γάρ ή κώπη κάτωθεν άμφοίν έκ μιάς καί έστιν έφ' ήμισυ τού σιδήρου ξίφος έντεύθεν δέ άπορραγέν τό μέν όξύνεται τό δέ έπικάμπτεται. Καί τό μέν άπωξυμμένον μένει ξίφος ώς ήρξατο τό δέ καμπτόμενον δρέπανον γίνεται ίνα μιά πληγή τό μέν έρείδη τήν σφαγήν τό δέ κρατή τήν τομήν. Τό μέν τής Άνδρομέδας δράμα τούτο.

Έξής δέ τό τού Προμηθέως έγεγόνει. Δέδεται μέν ό Προμηθεύς σιδήρω καί πέτρα ώπλισται δέ Ήρακλής τόξω καί δόρατι. Όρνις ές τήν τού Προμηθέως γαστέρα τρυφά' έστηκε γάρ αύτήν άνοίγων ήδη μέν άνεωγμένην

άλλά τό ΄ράμφος ές τό όρυγμα κείται καί έοικεν έπορύττειν τό τραύμα καί ζητείν τό ήπαρ' τό δέ έκφαίνεται τοσούτον όσον άνέωξεν ό γραφεύς τό διόρυγμα τού τραύματος' έρείδει τώ μηρώ τώ τού Προμηθέως τάς τών όνύχων άκμάς.

Ό δέ άλγών πάντη συνέσταλται καί τήν πλευράν συνέσπασται καί τόν μηρόν έγείρει καθ' αύτού' είς γάρ τό ήπαρ συνάγει τόν όρνιν' ό δέ έτερος αύτώ τοίν ποδοίν τόν σπασμόν όρθιον άντιτείνει κάτω καί είς τούς δακτύλους άποξύνεται.

Τό δέ άλλο σχήμα δείκνυσι τόν πόνον' κεκύρτωται τάς όφρύς συνέσταλται τό χείλος φαίνει τούς όδόντας. Ήλέησας άν ώς άλγούσαν τήν γραφήν.

Άναφέρει δέ λυπούμενον Ήρακλής' έστηκε γάρ τοξεύων τού Προμηθέως τόν δήμιον' ένήρμοσται τώ τόξω βέλος τή λαιά προβέβληται τό κέρας ώθών έπί μαζόν έλκει τήν δεξιάν έλκων τό νεύρον κεκύρτωται κατόπιν τόν άγκώνα.

Πάντα ούν όμού πτύσσεται τό τόξον τό νεύρον ή δεξιά. Συνάγεται μέν ύπό τού νεύρου τό τόξον διπλούται δέ ύπό τής χειρός τό νεύρον κλίνεται δέ έπί μαζόν ή χείρ.

Ό δέ Προμηθεύς μεστός έστιν έλπίδος άμα καί φόβου' πή μέν γάρ είς τό έλκος πή δέ είς τόν Ήρακλέα βλέπει καί θέλει μέν αύτόν όλοις τοίς όφθαλμοίς ίδείν έλκει δέ τό ήμισυ τού βλέμματος ό πόνος.

Ένδιατρίψαντες ούν ήμερών δύο καί άναλαβόντες έαυτούς έκ τών κακών ναύν Αίγυπτίαν μισθωσάμενοι (είχομεν δέ όλίγον χρυσίον όπερ έτύχομεν έζωσμένοι) διά τού Νείλου πλούν έπ' Άλεξάνδρειαν έποιούμεθα μάλιστα μέν έκεί διεγνωκότες ποιήσασθαι τήν διατριβήν καί νομίζοντες ταύτη τάχα τούς φίλους εύρήσειν προσενεχθέντας.

Έπεί δέ έγενόμεθα κατά τινα πόλιν έξαίφνης βοής άκούομεν πολλής. Καί ό ναύτης είπών' Ό βουκόλοσ μεταστρέφει τήν ναύν ώς έπαναπλεύσων είς τούπίσω. Καί άμα πλήρης ήν ή γή φοβερών καί άγρίων άνθρώπων' μεγάλοι μέν πάντες μέλανες δέ τήν χροιάν (ού κατά τήν τών Ίνδών τήν άκρατον άλλ' οίος άν γένοιτο νόθος Αίθίοψ) ψιλοί τάς κεφαλάς λεπτοί τούς πόδας τό σώμα παχείς' έβαρβάριζον δέ πάντες.

Καί ό κυβερνήτης είπών' Άπολώλαμεν έστησε τήν ναύν ό γάρ ποταμός ταύτη στενώτατος καί έπεμβάντες τών ληστών τέσσαρες πάντα μέν τά έν τή νηί λαμβάνουσι καί τό χρυσίον ήμών άποφέρουσιν ήμάς δέ δήσαντες καί κατακλείσαντες είς τι δωμάτιον άπηλλάττοντο φύλακας ήμίν καταλιπόντες ώς τήν έπιούσαν άξοντες ήμάς είς τόν βασιλέα' τούτω γάρ έκάλουν τώ όνόματι τόν ληστήν τόν μείζονα. Καί ήν όδός ήμερών δύο ώς παρά τών σύν ήμίν έαλωκότων ήκούσαμεν.

Έπεί ούν νύξ έγένετο καί έκείμεθα ώς ήμεν δεδεμένοι καί έκάθευδον οί φρουροί τότε ώς έξόν ήδη κλαίειν ήρχον τήν Λευκίππην. Καί δή λογισάμενος όσων αύτή γέγονα κακών αίτιος κωκύσας έν τή ψυχή βύθιον τώ δέ νώ κλέψας τού κωκυτού τόν ψόφον Ώ θεοί καί δαίμονεσ έφην είπερ έστέ που καί άκούετε τί τηλικούτον ήδικήσαμεν ώς έν όλίγαις ήμέραις τοσούτω πλήθει βαπτισθήναι κακών;

νύν δέ καί παραδεδώκατε ήμάς λησταίς Αίγυπτίοισ ίνα μηδέ έλέους τύχωμεν. Ληστήν μέν γάρ Έλληνα καί φωνή κατέκλασε καί δέησις έμάλαξεν' ό γάρ λόγος πολλάκις τόν έλεον προξενεί' τό γάρ πονούν τής ψυχής ή γλώττα πρός ίκετηρίαν διακονουμένη τής τών άκουόντων ψυχής ήμεροί τό θυμούμενον.

Νύν δέ ποία μέν φωνή δεηθώμεν; τίνας δέ όρκους προτείνωμεν; κάν Σειρήνων τις γένηται πιθανώτεροσ ό άνδροφόνος ούκ άκούει. Μόνοις ίκετεύειν με δεί τοίς νεύμασι καί τήν δέησιν δηλούν ταίς χειρονομίαις. Ώ τών άτυχημάτων' ήδη τόν θρήνον όρχήσομαι.

Τά μέν ούν έμά κάν ύπερβολήν έχη συμφοράσ ήττον άλγώ τά σά δέ Λευκίππη ποίω στόματι θρηνήσω ποίοις όμμασι δακρύσω; ώ πιστή μέν πρός άνάγκην έρωτοσ χρηστή δέ πρός έραστήν δυστυχούντα.

Ώς καλά σου τών γάμων τά κοσμήματα' θάλαμος μέν τό δεσμωτήριον εύνή δέ ή γή όρμοι δέ καί ψέλλια κάλοι καί βρόχοσ καί σοι νυμφαγωγός ληστής παρακαθεύδει' άντί δέ ύμεναίων τίς σοι τόν θρήνον άδει.

Μάτην σοι ώ θάλασσα τήν χάριν ώμολογήσαμεν. Μέμφομαί σου τή φιλανθρωπία' χρηστοτέρα γέγονας πρός ούς άπέκτεινασ ήμάς δέ σώσασα μάλλον άπέκτεινας. Έφθόνησας ήμίν άληστεύτοις άποθανείν.

Ταύτα μέν ούν έθρήνουν ήσυχή κλαίειν δέ ούκ ήδυνάμην. Τούτο γάρ ίδιον τών όφθαλμών έν τοίς μεγάλοις κακοίς. Έν μέν γάρ ταίς μετρίαις συμφοραίς άφθόνως τά δάκρυα καταρρεί καί έστι τοίς πάσχουσιν είς τούς κολάζοντας ίκετηρία καί τούς άλγούντας ώσπερ άπό οίδούντος τραύματος έξεκένωσεν' έν δέ τοίς ύπερβάλλουσι δεινοίς φεύγει καί τά δάκρυα καί προδίδωσι καί τούς όφθαλμούς.

Έντυχούσα γάρ αύτοίς άναβαίνουσιν ή λύπη ίστησί τε τήν άκμήν καί μετοχετεύει καταφέρουσα σύν αύτή κάτω' τά δέ έκτρεπόμενα τής έπί τούς όφθαλμούς όδού είς τήν ψυχήν καταρρεί καί χαλεπώτερον αύτής ποιεί τό τραύμα. Λέγω ούν πρός τήν Λευκίππην πάντα σιγώσαν' Τί σιγάς φιλτάτη καί ούδέν μοι λαλείς; Ότι μοι έφη πρό τής ψυχής Κλειτοφών τέθνηκεν ή φωνή.

Ταύθ' ήμάς διαλεγομένους έλαθεν ήώς γενομένη' καί τις ίππον έπελαύνων έρχεται κόμην έχων πολλήν καί άγρίαν. Έκόμα δέ καί ό ίππος' γυμνός ήν άστρωτος καί ούκ έχων φάλαρα' τοιούτοι γάρ τοίς λησταίς είσιν οί ίπποι. Άπό δέ τού ληστάρχου παρήν καί Εί τις έφη παρθένος έστίν έν τοίς είλημμένοις ταύτην άπάγειν πρός τόν θεόν ίερείον έσομένην καί καθάρσιον τού στρατού.

Οί δέ έπί τήν Λευκίππην εύθύς τρέπονται ή δέ είχετό μου καί έξεκρέματο βοώσα. Τών δέ ληστών οί μέν άπέσπων οί δέ έτυπτον' άπέσπων μέν τήν Λευκίππην έτυπτον δέ έμέ. Άράμενοι ούν αύτήν μετέωρον άπάγουσιν ήμάς δέ κατά σχολήν ήγον δεδεμένους.

Καί έπεί δύο σταδίους τής κώμης προήλθομεν άλαλαγμός άκούεται πολύς καί σάλπιγγος ήχος καί έπιφαίνεται φάλαγξ στρατιωτική πάντες όπλίται. Οί δέ λησταί κατιδόντες ήμάς μέσους διαλαβόντες έμενον έπιόντας ώς αύτούς άμυνούμενοι.

Καί μετ' ού πολύ παρήσαν πεντήκοντα τόν άριθμόν οί μέν ποδήρεις έχοντες τάς άσπίδας οί δέ πελτασταί' οί δέ λησταί πολύ πλείους όντες βώλους άπό τής γής λαμβάνοντες τούς στρατιώτας έβαλλον.

Παντός δέ λίθου χαλεπώτερος βώλος Αίγύπτιος βαρύς τε καί τραχύς καί άνώμαλος' τό δέ άνώμαλόν είσιν αίχμαί τών λίθων. Ώστε βληθείς διπλούν ποιεί έν ταύτώ τό τραύμα καί οίδημα ώς άπό λίθου καί τομάς ώς άπό βέλους.

Άλλά ταίς γε άσπίσιν έκδεχόμενοι τούς λίθους όλίγον τών βαλλόντων έφρόντιζον. Έπεί ούν έκαμον οί λησταί βάλλοντες άνοίγουσι μέν οί στρατιώται τήν φάλαγγα έκθέουσι δέ άπό τών όπλων άνδρες κούφως έσταλμένοι φέρων αίχμήν έκαστος καί ξίφος καί άκοντίζουσιν άμα καί ήν ούδείς ός ούκ έπέτυχεν. Είτα οί όπλίται προσέρρεον' καί ήν ή μάχη στερρά πληγαί δέ παρ' άμφοτέρων καί τραύματα καί σφαγαί. Καί τό μέν έμπειρον παρά τοίς στρατιώταις άνεπλήρου τού πλήθους τό ένδεές. Ήμείς δέ όσοι τών αίχμαλώτων ήμεν έπιτηρήσαντες τό πονούν τών ληστών μέρος άμα συνελθόντες διακόπτομέν τε αύτών τήν φάλαγγα καί έπί τούς έναντίους έκτρέχομεν.

Οί δέ στρατιώται τό μέν πρώτον έπεχείρουν άναιρείν ούκ είδότες ώς δέ είδον γυμνούς καί δεσμά έχοντας ύπονοήσαντες τήν άλήθειαν δέχονται τών όπλων είσω καί έπ' ούράν παραπέμψαντες είων ήσυχάζειν.

Έν τούτω δέ καί ίππείς πλείους προσέρρεον' καί έπεί πλησίον έγένοντο κατά κέρας έκάτερον έκτείναντες τήν φάλαγγα περιίππευον αύτούς κύκλω καί έν τούτω συναγαγόντες αύτούς είς όλίγον κατεφόνευον. Καί οί μέν έκειντο τεθνηκότες οί δέ καί ήμιθνήτες έμάχοντο' τούς δέ λοιπούς έζώγρησαν.

Ήν δέ περί δείλην ό καιρός' καί ό στρατηγός διαλαβών ήμών έκαστον έπυνθάνετο τίνες είημεν καί πώς ληφθείημεν' διηγείτο δέ άλλος άλλο τι κάγώ τά έμά είπον. Έπεί ούν άπαντα έμαθεν έκέλευσεν άκολουθείν αύτός δέ όπλα δώσειν ύπέσχετο. Διεγνώκει γάρ άναμείνας στρατιάν έπελθείν τώ μεγάλω ληστηρίω' έλέγοντο δέ άμφί τούς μυρίους είναι.

Έγώ δέ ίππον ήτουν σφόδρα γάρ ήδειν ίππεύειν γεγυμνασμένος. Ώς δέ τις παρήν περιάγων τόν ίππον έπεδεικνύμην έν ΄ρυθμώ τά τών πολεμούντων σχήματα ώστε καί τόν στρατηγόν σφόδρα έπαινέσαι. Ποιείται δή με έκείνην τήν ήμέραν όμοτράπεζον καί παρά τό δείπνον έπυνθάνετο τάμά καί άκούων ήλέει.

Συμπαθής δέ πως είς έλεον άνθρωπος άκροατής άλλοτρίων κακών καί ό έλεος πολλάκις φιλίαν προξενεί' ή γάρ ψυχή μαλαχθείσα πρός τήν ών ήκουσε λύπην συνδιατεθείσα κατά μικρόν τή τού πάθους άκροάσει τόν οίκτον είς φιλίαν καί τήν λύπην είς τόν έλεον συλλέγει.

Ούτω γούν διέθηκα τόν στρατηγόν έκ τής άκροάσεως ώς καί αύτόν δάκρυα προαγαγείν' πλέον δέ ποιείν είχομεν ούδέν τής Λευκίππης ύπό τών ληστών έχομένης. Έδωκε δέ μοι καί θεράποντα τόν έπιμελησόμενον Αίγύπτιον.

Τή δέ ύστεραία πρός τήν διάβασιν παρεσκευάζετο καί έπεχείρει τήν διώρυχα χώσαι ήτις ήν έμποδών. Καί γάρ έωρώμεν τούς ληστάς μετά πλείστης δυνάμεως έπί θάτερα τής διώρυχος έστώτας έν τοίς όπλοις. βωμός δέ τις αύτοίς αύτοσχέδιος ήν πηλού πεποιημένος καί σορός τού βωμού πλησίον.

Άγουσι δή τινες δύο τήν κόρην όπίσω τώ χείρε δεδεμένην' καί αύτούς μέν οίτινες ήσαν ούκ είδον ήσαν γάρ ώπλισμένοι τήν δέ κόρην Λευκίππην ούσαν έγνώρισα.

Είτα κατά τής κεφαλής σπονδήν περιχέαντες περιάγουσι τόν βωμόν κύκλω καί έπηύλει τις αύτή καί ό ίερεύς ήδεν ώς είκός ώδήν Αίγυπτίαν' τό γάρ σχήμα τού στόματος καί τών προσώπων τό διειλκυσμένον ύπέφαινεν ώδήν.

Είτα άπό συνθήματος πάντες άναχωρούσι τού βωμού μακράν' τών δέ νεανίσκων ό έτερος άνακλίνας αύτήν ύπτίαν έδησεν έκ παττάλων έπί τής γής έρηρεισμένων οίον ποιούσιν οί κοροπλάθοι τόν Μαρσύαν έκ τού φυτού δεδεμένον. Είτα λαβών ξίφος βάπτει κατά τής καρδίας καί διελκύσας τό ξίφος είς τήν κάτω γαστέρα ΄ρήγνυσι'

τά σπλάγχνα δέ εύθύς έξεπήδησεν ά ταίς χερσίν έξελκύσαντες έπιτιθέασι τώ βωμώ καί έπεί ώπτήθη κατατεμόντες άπαντες είς μοίρας έφαγον. Ταύτα δέ όρώντες οί στρατιώται καί ό στρατηγός καθ' έν τών πραττομένων άνεβόων καί τάς όψεις άπέστρεφον τής θέας έγώ δέ έκ παραλόγου καθήμενος έθεώμην.

Τό δέ ήν έκπληξις' μέτρον γάρ ούκ έχον τό κακόν ένεβρόντησέ με. Καί τάχα ό τής Νιόβης μύθος ούκ ήν ψευδής άλλά κάκείνη τοιούτόν τι παθούσα έπί τή τών παίδων άπωλεία δόξαν παρέσχεν έκ τής άκινησίας ώσεί λίθος γενομένη. Έπεί δέ τέλος είχεν ώς γε ώμην τό έργον τό σώμα ένθέντες τή σορώ καταλείπουσι πώμα έπ' αύτής έπιθέντες τόν δέ βωμόν καταστρέψαντες φεύγουσιν άμεταστρεπτί. Ούτω γάρ αύτοίς ποιείν έτυχε μεμαντευμένος ό ίερεύς.

Έσπέρας δέ γενομένης ή διώρυξ κέχωστο πάσα' οί δέ στρατιώται διαβάντες αύλίζονται μικρόν άνω τής διώρυχος καί περί δείπνον ήσαν. Ό δέ στρατηγός έπεχείρει με παρηγορείν άνιαρώς έχοντα.

Περί δέ πρώτην νυκτός φυλακήν πάντας έπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τό ξίφος έχων έπικατασφάξων έμαυτόν τή σορώ. Έπεί δέ πλησίον έγενόμην άνατείνω τό ξίφος Λευκίππη λέγων άθλία καί πάντων άνθρώπων δυστυχεστάτη ού τόν θάνατον όδύρομαί σου μόνον ούδ' ότι τέθνηκας έπί ξένης ούδ' ότι σοι γέγονεν έκ βίας σφαγή άλλ' ότι ταύτα τών σών άτυχημάτων παίγνια άλλ' ότι καθάρσιον γέγονας άκαθάρτων σωμάτων καί σε ζώσαν άνέτεμον οίμοι καί βλέπουσαν όλην τήν άνατομήν άλλ' ότι σου τής γαστρός τά μυστήρια έμέρισαν καί τήν ταφήν κακοδαίμονι βωμώ καί σορώ. Καί τό μέν σώμα ταύτη κατατέθειται τά δέ σπλάγχνα πού; εί μέν δεδαπανήκει τό πύρ ήττων ή συμφορά' νύν δέ ή τών σπλάγχνων σου ταφή ληστών γέγονε τροφή. Ώ πονηράς έπί βωμού δαδουχίας' ώ τροφών καινά μυστήρια.

Καί έπί τοιούτοις θύμασιν έβλεπον άνωθεν οί θεοί καί ούκ έσβέσθη τό πύρ άλλά μιαινόμενον ήνείχετο καί άνέφερε τοίς θεοίς τήν κνίσαν. Λαβέ ούν Λευκίππη τάς πρεπούσας σοι παρ' έμού χοάς.

Ταύτα είπών άνατείνω τό ξίφος άνω ώς καθήσων έμαυτώ κατά τής σφαγής' καί όρώ δύο τινάς έξ έναντίας (σεληναία δέ ήν) σπουδή θέοντας. Έπέσχον ούν ληστάς είναι δοκών ώς άν ύπ' αύτών άποθάνοιμι. Έν τούτω δέ έγγύς έγένοντο καί άναβοώσιν άμφω. Μενέλαος δέ ήν καί ό Σάτυρος.

Έγώ δέ άνδρας ίδών έκ παραλόγου ζώντας καί φίλους ούτε περιεπτυξάμην ούτε έξεπλάγην ύφ' ήδονής' τοσούτον ή λύπη με τής συμφοράς έξεκώφησε.

Λαμβάνονται δή μου τής δεξιάς καί έπεχείρουν άφαιρείσθαι τό ξίφος' έγώ δέ Πρός θεών έφην μή μοι φθονήσητε θανάτου καλού μάλλον δέ φαρμάκου τών κακών' ούδέ γάρ ζήν έτι δύναμαι κάν νύν με βιάσησθε Λευκίππης ούτως άνηρημένης.

Τούτο μέν γάρ άφαιρήσεσθέ μου τό ξίφοσ τό δέ τής έμής λύπης ξίφος ένδον καταπέπηγε καί τέμνει κατ' όλίγον. Άθανάτω σφαγή άποθνήσκειν με βούλεσθε; λέγει ούν ό Μενέλαος' Άλλ' εί διά τούτο θέλεις άποθανείν ώρα σοι τό ξίφος έπισχείν' Λευκίππη δέ σοι νύν άναβιώσεται.

βλέψας ούν πρός αύτόν Έτι μου καταγελάσ έφην έπί τηλικούτω κακώ; εύ γε Μενέλαε Ξενίου μέμνησαι Διός. ό δέ κρούσας τήν σορόν Έπεί τοίνυν άπιστεί Κλειτοφών έφη σύ μοι Λευκίππη μαρτύρησον εί ζής.

άμα δέ είπε καί δίς που καί τρίς έπάταξε τήν σορόν καί κάτωθεν άκούω φωνής πάνυ λεπτής. Τρόμος ούν εύθύς ίσχει με καί πρός τόν Μενέλαον άπέβλεπον μάγον είναι δοκών.

Ό δέ ήνοιγεν άμα τήν σορόν καί ή Λευκίππη κάτωθεν άνέβαινε φοβερόν θέαμα ώ θεοί καί φρικωδέστατον. Άνέωκτο μέν αύτής ή γαστήρ πάσα καί ήν έντέρων κενή' έπιπεσούσα δέ μοι περιπλέκεται καί συνέφυμεν καί άμφω κατεπέσομεν.

Μόλις ούν άναζωπυρήσας λέγω πρός τόν Μενέλαον' Ούκ έρείς μοι τί ταύτα; ούχί Λευκίππην όρώ; ταύτην ού κρατώ καί άκούω λαλούσης; ά ούν χθές έθεασάμην τίνα ήν; ή γάρ έκείνά έστιν ή ταύτα ένύπνια.

Άλλ' ίδού καί φίλημα άληθινόν καί ζών ώς κάκείνο τό τής Λευκίππης γλυκύ. Άλλά νύν ό Μενέλαος έφη καί τά σπλάγχνα άπολήψεται καί τά στέρνα συμφύσεται καί άτρωτον όψει. Άλλ' έπικάλυψαί σου τό πρόσωπον' καλώ γάρ τήν Έκάτην έπί τό έργον.

Έγώ δέ πιστεύσας ένεκαλυψάμην. Ό δέ άρχεται τερατεύεσθαι καί λόγον τινά καταλέγειν' άμα λέγων περιαιρεί τά μαγγανεύματα τά έπί τή γαστρί τής Λευκίππης καί άποκατέστησεν είς τό άρχαίον. Λέγει δέ μοι' Άποκάλυψαι.

Κάγώ μόλις μέν καί φοβούμενος (άληθώς γάρ ώμην τήν Έκάτην παρείναι) όμως δ' ούν άπέστησα τών όφθαλμών τάς χείρας καί όλόκληρον τήν Λευκίππην όρώ.

Έτι μάλλον ούν έκπλαγείς έδεόμην Μενελάου λέγων' Ώ φίλτατε Μενέλαε εί διάκονός τις εί θεών δέομαί σου ποί γής είμι καί τί ποτε ταύτα όρώ; καί ή Λευκίππη Παύσαι έφη Μενέλαε δεδιττόμενος αύτόν. Λέγε δέ πώς τούς ληστάς ήπάτησας.

Ό ούν Μενέλαος λέγει' Οίδας ώς Αίγύπτιός είμι τό γένος' φθάνω γάρ σοι ταύτα είπών έπί τής νεώς. Ήν ούν μοι τά πλείστα τών κτημάτων περί ταύτην τήν κώμην καί οί άρχοντες αύτής γνώριμοι.

Έπεί ούν τή ναυαγία περιεπέσομεν είτά με προσέρριψε τό κύμα τοίς τής Αίγύπτου παραλίοις λαμβάνομαι μετά τού Σατύρου πρός τών ταύτη παραφυλασσόντων ληστών. Ώς δέ άγομαι πρός τόν λήσταρχον ταχύ με τών ληστών τινες γνωρίσαντες λύουσι τά δεσμά θαρρείν τε έκέλευον καί συμπονείν αύτοίς ώς άν οίκείον.

Έξαιτούμαι δή καί τόν Σάτυρον ώς έμόν. Οί δέ Άλλ' όμωσ έφασαν έπίδειξον ήμίν σεαυτόν τολμηρόν πρώτον. κάν τούτω χρησμόν ίσχουσι κόρην καταθύσαι καί καθάραι τό ληστήριον καί τού μέν ήπατος άπογεύσασθαι τυθείσης τό δέ λοιτόν σώμα σορώ παραδόντας άναχωρείν ώς άν τό τών έναντίων στρατόπεδον ύπερβάλοι τής θυσίας τόν τόπον. Λέγε δή τά έπίλοιπα Σάτυρε' σός γάρ έντεύθεν ό λόγος.

Καί ό Σάτυρος λέγει' Άμα δέ βιαζόμενος έπί τό στρατόπεδον έκλαον ώ δέσποτα καί ώδυρόμην τά περί τής Λευκίππης πυθόμενος καί έδεόμην Μενελάου παντί τρόπω σώσαι τήν κόρην. Δαίμων δέ τις άγαθός ήμίν συνήργησεν. Έτύχομεν τή προτεραία τής θυσίας ήμέρα καθεζόμενοι πρός τή θαλάττη λυπούμενοι καί περί τούτων σκοπούντες' τών δέ ληστών τινες ναύν ίδόντες άγνοία πλανηθείσαν ώρμησαν έπ' αύτήν

Οί δέ έπί τής νεώς συνέντες οί τυγχάνουσιν έπεχείρουν έλαύνειν είς τούπίσω' ώς δέ φθάνουσιν οί λησταί καταλαβόντες πρός άμυναν τρέπονται.

Καί γάρ τις έν αύτοίς ήν τών τά Όμήρου τώ στόματι δεικνύντων έν τοίς θεάτροις' τήν Όμηρικήν σκευήν όπλισάμενός τε αύτός καί τούς άμφ' αύτόν ούτω σκευάσας έπεχείρουν μάχεσθαι.

Πρός μέν ούν τούς πρώτους έπελθόντας καί μάλα έρρωμένως άντετάξαντο' πλειόνων δέ έπιπλευσάντων σκαφών ληστρικών καταδύουσι τήν ναύν καί τούς άνδρας έκπεσόντας άνήρουν.

Λανθάνει δή κίστη έκτραπείσά τις (έν) τώ ναυαγίω (καί) καθ' ήμάς τώ ΄ροί κομισθείσα ήν ό Μενέλαος άναιρείται. Καί άναχωρήσας ποι παρόντος άμα κάμού (προσεδόκα γάρ τι σπουδαίον ένδον είναι) άνοίγει τήν κίστην καί όρώμεν χλαμύδα καί όρώμεν χλαμύδα καί ξίφος τήν μέν κώπην έχον παλαιστών τεσσάρων τόν δέ σίδηρον έπί τή κώπη βραχύτατον δακτύλων όσον ού πλείω τριών.

Ώς δέ άνελόμενος τό ξίφος ό Μενέλαος έλαθε μεταστρέψας κατά τό τού σιδήρου μέρος τό μικρόν έκείνο ξίφος ώσπερ άπό χηραμού τής κώπης κατατρέχει τοσούτον όσον είχεν ή κώπη τό μέγεθος' ώς δέ άνέστρεψεν είς τούμπαλιν αύθις ό σίδηρος είσω κατεδύετο. Τούτω δ' άρα ώς είκός ό κακοδαίμων έκείνος έν τοίς θεάτροις έχρήτο πρός τάς κιβδήλους σφαγάς.

Λέγω ούν πρός τόν Μενέλαον' Θεός ήμίν άν θέλης χρηστός γενέσθαι συναγωνίσεται. Δυνησόμεθα γάρ καί τήν κόρην σώσαι καί τούς ληστάς λαθείν. Άκουσον δέ ποίω τρόπω.

Δέρμα προβάτου λαβόντες ώς ότι ΄ραδινώτατον συρράψωμεν είς σχήμα βαλαντίου μέτρον όσον γαστρός άνθρωπίνης είτα έμπλήσαντες θηρείων σπλάγχνων καί αίματος τήν πλαστήν ταύτην γαστέρα ΄ράψωμεν ώς μή ΄ραδίως τά σπλάγχνα διεκπίπτοι καί ένσκευάσαντες τήν κόρην τούτον τόν τρόπον καί στολήν έξωθεν περιβαλόντες μίτραις τε καί ζώσμασιν ένδεδεμένην τήν σκευήν ταύτην έπικρύψωμεν.

Πάντως δέ καί ό χρησμός ήμίν είς τό λαθείν χρήσιμος' ποδήρει γάρ αύτήν έσταλμένην διά ταύτης άνατμηθήναι μέσην τής έσθήτος λέγει ό χρησμός. Όράς τούτο τό ξίφος ώς έχει μηχανής.

Άν γάρ έρείση τις έπί τινος σώματος φεύγει πρός τήν κώπην ώσπερ είς κουλεόν' καί οί μέν όρώντες δοκούσι βαπτίζεσθαι τόν σίδηρον κατά τού σώματος ό δέ είς τόν χηραμόν τής κώπης άνέθορε μόνην δέ καταλείπει τήν αίχμήν όσον τήν πλαστήν γαστέρα τεμείν καί τήν κώπην έν χρώ τού σφαζομένου τυχείν' κάν άποσπάση τις τόν σίδηρον έκ τού τραύματος καταρρεί πάλιν έκ τού χηραμού τό ξίφος όσον τής κώπης άνακουφίζεται τό μετέωρον καί τόν αύτόν τρόπον τούς όρώντας άπατά'

δοκεί γάρ τοσούτον καταβήναι (έν) τή σφαγή όσον άνεισιν έκ τής μηχανής. Τούτων ούν γενομένων ούκ άν είδείεν οί λησταί τήν τέχνην. Τά τε γάρ δέρματα άποκέκρυπται τά τε σπλάγχνα τή σφαγή προπηδήσεται άπερ ήμείς έξελόντες έπί τώ βωμώ θύσομεν.

Καί τό έντεύθεν ούκέτι προσίασιν οί λησταί τώ σώματι άλλ' ήμείς είς τήν σορόν καταθήσομεν. Άκήκοας τού ληστάρχου μικρώ πρόσθεν είπόντος δείν τι τολμηρόν έπιδείξασθαι πρός αύτούς' ώστε έστι σοι προσελθείν αύτώ καί ύποσχέσθαι ταύτην τήν έπίδειξιν. Ταύτα λέγων έδεόμην Δία Ξένιον καλών καί κοινής άναμιμνήσκων τραπέζης καί κοινής ναυαγίας.

Ό δέ χρηστός ούτος Μέγα μέν έφη τό έργον άλλ' ύπέρ φίλου κάν άποθανείν δεήση καλός ό κίνδυνοσ γλυκύς ό θάνατος. Νομίζω δέ έφην καί Κλειτοφώντα.

Ή γάρ κόρη πυθομένω μοι καταλιπείν αύτόν είπε παρά τοίς έαλωκόσι τών ληστών δεδεμένον' οί δέ τών ληστών πρός τόν λήσταρχον έκφυγόντες έλεγον πάντας τούς ύπ' αύτών είλημμένους τήν είς τό στρατόπεδον έκπεφευγέναι' ώστε άποκείσεταί σοι παρ' αύτώ ή χάρις καί άμα έλεήσαι κόρην άθλίαν έκ τοσούτου κακού.

Ταύτα λέγων πείθω καί συνέπραξεν ή Τύχη. Έγώ μέν ούν περί τήν τού μηχανήματος ήμην σκευήν. Άρτι δέ τού Μενελάου μέλλοντος τοίς λησταίς περί τής θυσίας λέγειν ό λήσταρχος φθάσας κατά δαίμονα Νόμος ήμίν έστιν έφη πρωτομύστας τής ίερείας άρχεσθαι μάλιστα όταν άνθρωπον καταθύειν δέη. Ώρα τοίνυν είς αύριόν σοι παρασκευάζεσθαι πρός τήν θυσίαν' δεήσει δέ καί τόν σόν οίκέτην άμα σοί μυηθήναι. Καί μάλα ούτος έφη προθυμησόμεθα μηδενός ύμών χείρους γενέσθαι.

Στείλαι δέ ήμάς αύτούς δεήσει τήν κόρην ώς άρμοδίως πρός τήν άνατομήν. Υμών ό λήσταρχος έφη ίερείον.

Στέλλομεν δή τήν κόρην τόν προειρημένον τρόπον καθ' έαυτούς καί θαρρείν παρεκελευσάμεθα διεξελθόντες έκαστα καί ώς μένειν είσω τής σορού χρή κάν θάττον αύτήν ό ύπνος άφή τήν ήμέραν ένδον μένειν. Εί δέ τι ήμίν έμποδών γένηται σώζε σαυτήν έπί τό στρατόπεδον. Ταύτα είπόντες έξάγομεν αύτήν έπί τόν βωμόν' καί τά λοιπά οίδας.

Ώς ούν ήκουσα παντοδαπός έγιγνόμην καί διηπόρουν ό τι ποιήσω πρός τόν Μενέλαον άντάξιον. Τό δ' ούν κοινότατον προσπεσών κατησπαζόμην καί προσεκύνουν ώς θεόν καί μου κατά τήν ψυχήν άθρόα κατεχείτο ήδονή.

Ώς δέ τά κατά Λευκίππην είχέ μοι καλώς Ό δέ Κλεινίασ είπον τί γέγονεν; ό δέ Μενέλαος Ούκ οίδα έφη' μετά γάρ τήν ναυαγίαν εύθύς είδον μέν αύτόν τής κεραίας λαβόμενον όποι δέ κεχώρηκεν ούκ οίδα.

Άνεκώκυσα ούν έν μέση τή χαρά' ταχύ γάρ έφθόνησέ μοι δαίμων τις τής καθαράς ήδονής. Τόν δι' έμέ φαινόμενον ούδαμού τόν μετά Λευκίππην έμόν δεσπότην τούτον έκ πάντων κατέσχεν ή θάλασσα ίνα μή τήν ψυχήν μόνον άπολέση άλλά καί τήν ταφήν.

Ώ θάλαττα άγνωμον έφθόνησας ήμίν όλοκλήρου τού τής φιλανθρωπίας σου δράματος. Άπιμεν ούν είς τό στρατόπεδον κοινή καί τής σκηνής είσω παρελθόντες τής έμής τό λοιπόν τής νυκτός διετρίψαμεν' καί τό πράγμα ούκ έλαθε τούς πολλούς.

Άμα δέ τή έω άγω τόν Μενέλαον τώ στρατηγώ καί άπαντα λέγω. Ό δέ συνήδετο καί τόν Μενέλαον ποιείται φίλον πυνθάνεται δέ πόση δύναμίς έστι τοίς έναντίοις. Ό δέ έλεγε πάσαν έμπεπλήσθαι τήν έξής κώμην άνδρών άπονενοημένων καί πολύ συνηθροίσθαι ληστήριον ώς είναι μυρίους.

Λέγει ούν ό στρατηγός' Άλλ' ήμίν αύται πέντε χιλιάδες ίκαναί πρός είκοσι τών έκείνων. Άφίξονται δέ όσον ούδέπω πρός τούτοις έτεροι δισχίλιοι τών άμφί τό Δέλτα καί τήν Ήλίου πόλιν τεταγμένων έπί τούς βαρβάρους.

Καί άμα λέγοντος αύτού παίς είστρέχει τις λέγων άπό τού Δέλτα πρόδρομον ήκειν τούκείθεν στρατοπέδου καί πέντε λέγειν άλλων ήμερών διατρίβειν τούς δισχιλίους' τούς γάρ βαρβάρους τούς κατατρέχοντας πεπαύσθαι μελλούσης δέ ήκειν τής δυνάμεως τόν όρνιν αύτοίς έπιδημήσαι τόν ίερόν φέροντα τού πατρός τήν ταφήν' άνάγκη δ' ήν τήν έξοδον έπισχείν τοσούτων ήμερών.

Καί τίς ό όρνις ούτος όστις τοσαύτης έφην τιμής ήξίωται; ποίαν δέ καί κομίζει ταφήν; Φοίνιξ μέν ό όρνις όνομα τό δέ γένος Αίθίοψ μέγεθος κατά ταώνα' τή χροιά ταώς έν κάλλει δεύτερος.

Κεκέρασται μέν τά πτερά χρυσώ καί πορφύρα' αύχεί δέ τόν Ήλιον δεσπότην καί ή κεφαλή μαρτυρεί' έστεφάνωσε γάρ αύτήν κύκλος εύφυής' ήλίου δέ έστιν ό τού κύκλου στέφανος είκών. Κυάνεός έστιν ΄ρόδοις έμφερής εύειδής τήν θέαν άκτίσι κομά καί είσίν αύται πτερών άνατολαί. Μερίζονται δέ αύτού Αίθίοπες μέν τήν ζωήν Αίγύπτιοι δέ τήν τελευτήν.

Έπειδάν γάρ άποθάνη (σύν χρόνω δέ τούτο πάσχει μακρώ) ό παίς αύτόν έπί τόν Νείλον φέρει σχεδιάσας αύτώ καί τήν ταφήν. Σμύρνης γάρ βώλον τής εύωδεστάτης όσον ίκανόν πρός όρνιθος ταφήν όρύττει τε τώ στόματι καί κοιλαίνει κατά μέσον καί τό όρυγμα θήκη γίνεται τώ νεκρώ.

Ένθείς δέ καί έναρμόσας τόν όρνιν τή σορώ καί κλείσας τό χάσμα γηίνω χώματι έπί τόν Νείλον ούτως ίπταται τό έργον φέρων. Έπεται δέ αύτώ χορός άλλων όρνίθων ώσπερ δορυφόρων καί έοικεν ό όρνις άποδημούντι βασιλεί καί τήν πόλιν ού πλανάται τήν Ήλίου'

όρνιθος αύτη μετοικία νεκρού. Έστηκεν ούν έπί μετεώρου σκοπών καί έκδέχεται τούς προπόλους τού θεού. Έρχεται δή τις ίερεύς Αίγύπτιος βιβλίον έξ άδύτων φέρων καί δοκιμάζει τόν όρνιν έκ τής γραφής. Ό δέ οίδεν άπιστούμενος καί τά άπόρρητα φαίνει τού σώματος καί τόν νεκρόν έπιδείκνυται καί έστιν έπιτάφιος σοφιστής. Ίερέων δέ παίδες Ήλίου τόν όρνιν τόν νεκρόν παραλαβόντες θάπτουσι. Ζών μέν ούν Αίθίοψ έστί τή τροφή άποθανών δέ Αίγύπτιος γίνεται τή ταφή.

Έδοξεν ούν τώ στρατηγώ μαθόντι τήν τε τών έναντίων παρασκευήν καί τήν τών συμμάχων άναβολήν είς τήν κώμην άναστρέψαι πάλιν όθενπερ έξωρμήσαμεν έστ' άν οί σύμμαχοι παραγένωνται. Έμοί δέ τις οίκος άπετέτακτο άμα τή Λευκίππη μικρόν άνωτέρω τής τού στρατηγού καταγωγής.

Καί ώς είσω παρήλθον περιπτυξάμενος αύτήν οίός τε ήμην άνδρίζεσθαι. Ώς δ' ούκ έπέτρεπε Μέχρι πότε είπον χηρεύομεν τών τής Άφροδίτης όργίων; ούχ όράς οία έκ παραλόγου γίνεται ναυάγια καί λησταί καί θυσίαι καί σφαγαί; άλλ' έως έν γαλήνη τής τύχης έσμέν άποχρησώμεθα τώ καιρώ πρίν ή χαλεπώτερα ήμάς έπισχείν. Ή δέ Άλλ' ού θέμισ έφη τούτο ήδη γενέσθαι.

Ή γάρ μοι θεός Άρτεμις έπιστάσα πρώην κατά τούς ύπνουσ ότε έκλαιον μέλλουσα σφαγήσεσθαι νύν έφη ού γάρ τεθνήξη' βοηθός γάρ έγώ σοι παρέσομαι. Μενείς δέ παρθένος έστ' άν σε νυμφοστολήσω' άξεται δέ σε άλλος ούδείς ή Κλειτοφών.

Έγώ δέ τήν μέν άναβολήν ήχθόμην ταίς δέ τού μέλλοντος έλπίσιν ήδόμην. Ώς δ' ήκουσα τό όναρ άναμιμνήσκομαι προσόμοιον ίδών ένύπνιον.

Έδόκουν γάρ τή παρελθούση νυκτί ναόν Άφροδίτης όράν καί τό άγαλμα ένδον είναι τής θεού' ώς δέ πλησίον έγενόμην προσευξόμενος κλεισθήναι τάς θύρας.

Άθυμούντι δέ μοι γυναίκα έκφανήναι κατά τό άγαλμα τήν μορφήν έχουσαν καί Νύν είπεν ούκ έξεστί σοι παρελθείν είσω τού νεώ' ήν δέ όλίγον άναμείνης χρόνον ούκ άνοίξω σοι μόνον άλλά καί ίερέα σε ποιήσω τής θεού.

καταλέγω δή τούτο τή Λευκίππη τό ένύπνιον καί ούκέτι έπεχείρουν βιάζεσθαι. Άναλογιζόμενος δέ τόν τής Λευκίππης όνειρον ού μετρίως έταραττόμην.

Έν τούτω δή Χαρμίδης (τούτο γάρ ήν όνομα τώ στρατηγώ) έπιβάλλει τή Λευκίππη τόν όφθαλμόν άπό τοιαύτης άφορμής αύτήν ίδών' έτυχον ποτάμιον θηρίον άνδρες τεθηρακότες θέας άξιον' ίππον δέ αύτόν τού Νείλου έκάλουν οί Αίγύπτιοι.

Καί έστι μέν ίππος ώς ό λόγος βούλεται τήν γαστέρα καί τούς πόδας πλήν όσον έν χηλή σχίζει τήν όπλήν. Μέγεθος δέ κατά τόν βούν τόν μέγιστον' ούρά βραχεία καί ψιλή τριχών ότι καί τό πάν τού σώματος ούτως έχει.

Κεφαλή περιφερής' ούς μικρόν' έγγύς ίππου παρειαί. Μυκτήρ έπί μέγα κεχηνώς καί πνέων πυρώδη καπνόν ώς άπό πηγής πυρός. Γένυς εύρεία όση καί παρειά' μέχρι τών κροτάφων άνοίγει τό στόμα' έχει δέ καί κυνόδοντας καμπύλους κατά μέν τήν ίδέαν καί τήν θέσιν ώς συός τό δέ μέγεθος είς τριπλάσιον.

Καλεί δή πρός τήν θέαν ήμάς ό στρατηγός' καί ή Λευκίππη συμπαρήν. Ήμείς μέν ούν έπί τό θηρίον τούς όφθαλμούς είχομεν έπί Λευκίππην δέ ό στρατηγός' καί εύθύς έαλώκει.

βουλόμενος ούν ήμάς παραμένειν έπί πλείστον ίν' έχη τοίς όφθαλμοίς αύτού χαρίζεσθαι περιπλοκάς έζήτει λόγων πρώτον μέν τήν φύσιν τού θηρίου καταλέγων είτα καί τόν τρόπον τής άγρας ώς έστι μέν άδηφαγώτατον καί ποιείται τροφήν όλον λήιον άπάτη δέ πάσχει τήν άγραν. Έπιτηρήσαντες γάρ αύτού τάς διατριβάς όρυγμα ποιησάμενοι έπικαλύπτουσιν άνωθεν καλάμη καί χώματι' ύπό δέ τήν τών καλάμων μηχανήν ίστάναι κάτω ξύλινον οίκημα τάς θύρας άνεωγμένον είς τόν όροφον τού βόθρου καί τήν πτώσιν τού θηρός λοχάν'

τόν μέν γάρ έπιβάντα φέρεσθαι εύθύς καί τό οίκημα φωλεού δίκην ύποδέχεσθαι καί τούς κυνηγέτας έκθορόντας εύθύς έπικλείειν τού πώματος τάς θύρας καί έχειν ούτω τήν άγραν έπεί πρός γε τό καρτερόν ούδείς άν αύτού κρατήσειε βία.

Τά τε γάρ άλλα έστίν άλκιμώτατος καί τό δέρμα ώς όράτε φέρει παχύ καί ούκ έθέλει πείθεσθαι σιδήρου τραύματι άλλ' έστιν ώς είπείν έλέφας Αίγύπτιος. Καί γάρ δεύτερος φαίνεται είς άλκήν έλέφαντος Ίνδού.

Καί ό Μενέλαος Ή γάρ έλέφαντα ήδη τεθέασαι έφη ποτέ; Καί μάλα ό Χαρμίδης είπεν καί άκήκοα παρά τών άκριβώς είδότων τής γενέσεως αύτού τόν τρόπον ώς παράδοξος.

Άλλ' ήμείς γε ούκ είδομεν είς ταύτην έφην έγώ τήν ήμέραν ότι μή γραφή. Λέγοιμ' άν ύμίν είπε' καί γάρ άγομεν σχολήν. Κύει μέν αύτόν ή μήτηρ χρονιώτατον' δέκα γάρ ένιαυτοίς πλάττει τήν σποράν' μετά δέ τοσαύτην έτών περίοδον τίκτεται όταν ό τόκος γέρων γένηται.

Διά τούτο οίμαι καί γίνεται μέγας τήν μορφήν άμαχος τήν άλκήν πολύς τήν βιοτήν βραδύς τήν τελευτήν' βίον γάρ αύτού λέγουσιν ύπέρ τήν Ήσιόδου κορώνην.

Τοιαύτη έστίν έλέφαντος ή γένυς οία τών βοών ή κεφαλή. Σύ μέν γάρ άν ίδών είποις κέρας έχειν αύτώ διπλούν τό στόμα' έστι δέ τούτο έλέφαντος καμπύλος όδούς. Μεταξύ δέ τών όδόντων άνίσταται αύτώ προβοσκίς κατά σάλπιγγα μέν καί τήν όψιν καί τό μέγεθος εύπειθής δέ τών πρός τόν έλέφαντα'

προνομεύει γάρ αύτώ τάς τροφάς καί πάν ό τι άν έμποδών εύρη σιτίον' έάν μέν ή όψον έλέφαντος έλαβέ τε εύθύς καί έπιπτυχθείσα κάτω πρός τήν γένυν τώ στόματι τήν τροφήν διακονεί' άν δέ τι τών άβροτέρων ίδη τούτω περιβάλλει κύκλω τήν άγραν περισφίγξας καί τό πάν άνεκούφισε καί ώρεξεν άνω δώρον δεσπότη.

Έπικάθηται γάρ τις αύτώ άνήρ Αίθίοψ καινός έλέφαντος ίππεύς ών' καί κολακεύει καί φοβείται καί τής φωνής αίσθεται καί μαστίζοντος άνέχεται' ή δέ μάστιξ αύτώ πέλεκυς σιδηρούς.

Είδον δέ ποτε καί θέαμα καινόν. Άνήρ Έλλην ένέθηκε τήν κεφαλήν κατά μέσην τού θηρίου τήν κεφαλήν' ό δέ έλέφας έκεχήνει καί περιήσθμαινε τόν άνθρωπον έγκείμενον. Άμφότερα ούν έθαύμαζον καί τόν άνθρωπον τής εύτολμίας καί τόν έλέφαντα τής φιλανθρωπίας. Ό δέ άνθρωπος έλεγεν ότι καί μισθόν είη δεδωκώς τώ θηρίω' προσπνείν γάρ αύτώ καί μόνον ούκ άρωμάτων Ίνδικών' είναι δέ καί κεφαλής νοσούσης φάρμακον. Οίδεν ούν τήν θεραπείαν ό έλέφας καί προίκα ούκ άνοίγει τό στόμα άλλ' έστιν ίατρός άλαζών καί τόν μισθόν πρώτος αίτεί. Κάν δώς πείθεται καί παρέχει τήν χάριν καί άπλοί τήν γένυν καί τοσούτον έκδέχεται κεχηνώς όσον ό άνθρωπος βούλεται. Οίδε γάρ ότι πέπρακε τήν όδμήν.

Καί πόθεν έφην ούτως άμόρφω θηρίω τοσαύτη τις εύωδίας ήδονή; Ότι έφη Χαρμίδησ τοιαύτην ποιείται καί τήν τροφήν. Ίνδών γάρ ή γή γείτων ήλίου' πρώτοι γάρ άνατέλλοντα τόν θεόν όρώσιν Ίνδοί καί αύτοίς θερμότερον τό φώς έπικάθηται καί τηρεί τό σώμα τού πυρός τήν βαφήν.

Γίνεται δέ παρά τοίς Έλλησιν άνθος Αίθίοπος χροιάς' έστι δέ παρ' Ίνδοίς ούκ άνθος άλλά πέταλον οία παρ' ήμίν τά πέταλα τών φυτών' ό μέν κλέπτον τήν πνοήν καί τήν όδμήν ούκ έπιδείκνυται' ή γάρ άλαζονεύεσθαι πρός τούς είδότας όκνεί τήν ήδονήν ή τοίς πολίταις φθονεί' άν δέ τής γής μικρόν έξοικήση καί ύπερβή τούς όρους άνοίγει τής κλοπής τήν ήδονήν καί άνθος άντί φύλλου γίνεται καί τήν όδμήν ένδύεται. Μέλαν τούτο ΄ρόδον Ίνδών' έστι δέ τοίς έλέφασι σιτίον ώς τοίς βουσί παρ' ήμίν ή πόα. Άτε ούν έκ πρώτης γονής αύτώ τραφείς όδωδέ τε πάς κατά τήν τροφήν καί τό πνεύμα πέμπει κάτωθεν εύωδέστατον ό τής πνοής αύτώ γέγονε πηγή.

Έπεί ούν έκ τών λόγων άπηλλάγημεν τού στρατηγού μικρόν διαλιπών ότι ού δύναταί τις τρωθείς άνέχεσθαι θλιβόμενος τώ πυρί τόν Μενέλαον μεταπέμπεται καί τής χειρός λαβόμενος λέγει' Άγαθόν είς φιλίαν οίδά σε δι' ών έπραξας είς Κλειτοφώντα κάμέ δέ εύρήσεις ού χείρονα.

Δέομαι δέ παρά σού χάριτος σοί μέν ΄ραδίας έμοί δέ άνασώσεις τήν ψυχήν άν θέλης. Λευκίππη με άπολώλεκε. Σώσον δέ σύ. Όφείλεταί σοι παρ' αύτής ζωάγρια' μισθός δέ σοί μέν χρυσοί πεντήκοντα τής διακονίας αύτή δέ όσους άν θέλη.

Λέγει ούν ό Μενέλαος' Τούς μέν χρυσούς έχε καί φύλαττε τοίς τάς χάριτας πιπράσκουσιν' έγώ δέ φίλος ών πειράσομαι γενέσθαι σοι χρήσιμος. Ταύτα είπών έρχεται πρός με καί πάντα καταγορεύει. Έβουλευόμεθα ούν τί δεί πράττειν. Έδοξε δέ αύτόν άπατήσαι.

Τό τε γάρ άντιλέγειν ούκ άκίνδυνον ήν μή καί βίαν προσαγάγη τό δέ φεύγειν άδύνατον πάντη μέν ληστών περικεχυμένων τοσούτων δέ στρατιωτών άμφ' αύτόν όντων.

Μικρόν ούν διαλιπών ό Μενέλαος άπελθών πρός τόν Χαρμίδην Κατείργασται τό έργον έφη' καίτοι τό πρώτον ήρνείτο ίσχυρώς ή γυνή δεομένου δέ μου καί ύπομιμνήσκοντος τής εύεργεσίας έπένευσεν.

Άξιοί δέ δικαίαν δέησιν όλίγην αύτή χαρίσασθαι προθεσμίαν ήμερών έστ' άν είς τήν Άλεξάνδρειαν άφίκωμαι. Κώμη γάρ αύτη καί έν όψει τά γινόμενα καί πολλοί μάρτυρες. Είς μακράν ό Χαρμίδης είπε δίδως τήν χάριν.

Έν πολέμω δέ τίς έπιθυμίαν άναβάλλεται; στρατιώτης δέ έν χερσίν έχων μάχην οίδεν εί ζήσεται; τοσαύται τών θανάτων είσίν όδοί. Αίτησαί μοι παρά τής Τύχης τήν άσφάλειαν καί μενώ. Έπί πόλεμον νύν έξελεύσομαι βουκόλων' ένδον μου τής ψυχής άλλος πόλεμος κάθηται. Στρατιώτης με πορθεί τόξον έχων βέλος έχων.

Νενίκημαι πεπλήρωμαι βελών' κάλεσον άνθρωπε ταχύ τόν ίώμενον' έπείγει τό τραύμα. Άψω πύρ έπί τούς πολεμίους' άλλας δάδας ό Έρως άνήψε κατ' έμού' τούτο πρώτον Μενέλαε σβέσον τό πύρ.

Καλόν τό οίώνισμα πρό πολέμου συμβολής έρωτική συμπλοκή. Άφροδίτη με πρός Άρεα άποστειλάτω. καί ό Μενέλαος Άλλ' όράσ έφη ώς ούκ έστι ΄ράδιον λαθείν αύτήν ένθάδε τόν άνδρα όντα καί ταύτα έρώντα.

καί ό Χαρμίδης Άλλά τούτό γε ΄ράδιον έφη τόν Κλειτοφώντα άποφορτίσασθαι. Όρών ούν ό Μενέλαος τού Χαρμίδου τήν σπουδήν καί φοβηθείς περί έμού ταχύ τι σκήπτεται πιθανόν καί λέγει'

βούλει τήν άλήθειαν άκούσαι τής άναβολής; ή γάρ αύτη χθές άφήκε τά έμμηνα καί άνδρί συνελθείν ού θέμις. Ούκούν άναμενούμεν ό Χαρμίδης είπεν ένταύθα τρείς ήμέρας ή τέτταρας αύται γάρ ίκαναί.

Ό δέ έξεστιν αίτώ παρ' αύτής' είς όφθαλμούς ήκέτω τούς έμούς καί λόγων μεταδότω' άκούσαι θέλω φωνής χειρός θιγείν ψαύσαι σώματος' αύται γάρ έρώντων παραμυθίαι. Έξεστι δέ αύτήν καί φιλήσαι' τούτο γάρ ού κεκώλυκεν ή γαστήρ.

Ώς ούν ταύτα ό Μενέλαος έλθών άπαγγέλλει μοι πρός τούτο άνεβόησα ώς θάττον άν άποθάνοιμι ή περιίδω Λευκίππης φίλημα άλλοτριούμενον. Ού τί γάρ έφην έστί γλυκύτερον;

τό μέν γάρ έργον τής Άφροδίτης καί όρον έχει καί κόρον καί ούδέν έστιν έάν έξέλης αύτού τά φιλήματα' φίλημα δέ καί άόριστόν έστι καί άκόρεστον καί καινόν άεί. Τρία γάρ τά κάλλιστα άπό τού στόματος άνεισιν άναπνοή καί φωνή καί φίλημα'

τοίς μέν γάρ χείλεσιν άλλήλους φιλούμεν άπό δέ τής ψυχής ή τής ήδονής έστι πηγή. Πίστευσόν μοι λέγοντι Μενέλαε (έν γάρ τοίς κακοίς έξορχήσομαι τά μυστήρια) ταύτα μόνα παρά Λευκίππης έχω κάγώ. Έτι μένει παρθένος' μέχρι μόνων τών φιλημάτων έστί μου γυνή.

Εί δέ τις άρπάσει μου καί ταύτα ού φέρω τήν φθοράν' ού μοιχεύσεταί μου τά φιλήματα. Ούκούν έφη ό Μενέλαοσ βουλής ήμίν άρίστης δεί καί ταχίστης.

Έρών γάρ τις είς όσον μέν έχει τήν έλπίδα τού τυχείν φέρει ώς είς αύτό τό τυχείν άποτεινόμενος. Έάν δέ άπογνώ τό έπιθυμούν μεταβαλών άντιλυπήσαι μέχρι τού δυνατού τολμά τό κωλύον.

Έστω δέ καί ίσχύς ώστε τι δράσαι μετά τού μή παθείν' τούτο δέ τής ψυχής τό μή φοβούμενον άγριαίνει μάλλον τό θυμούμενον. Καί γάρ ό καιρός έπείγει τών πραγμάτων τό άπορον.

Σκοπούντων ούν ήμών είστρέχει τις τεθορυβημένος καί λέγει τήν Λευκίππην άφνω βαδίζουσαν καταπεσείν καί τώ όφθαλμώ διαστρέφειν. Άναπηδήσαντες ούν έθέομεν έπ' αύτήν καί όρώμεν έπί τής γής κειμένην.

Προσελθών ούν άνεπυθόμην ό τι πάθοι. Ή δέ ώς είδέ με άναπηδήσασα παίει με κατά τών προσώπων ύφαιμον βλέ πουσα' ώς δέ καί ό Μενέλαος οίός τε ήν άντιλαμβάνεσθαι παίει κάκείνον τώ σκέλει. Συνέντες ούν ότι μανία είη τις τό κακόν βία συλλαβόντες έπειρώμεθα κρατείν' ή δέ προσεπάλαιεν ήμίν ούδέν φροντίζουσα κρύπτειν όσα γυνή μή όράσθαι θέλει.

Θόρυβος ούν πολύς περί τήν σκηνήν αίρεται ώστε καί αύτόν είσδραμείν τόν στρατηγόν καί τά γινόμενα όράν. Ό δέ τά πρώτα σκήψιν ύπώπτευε τήν άσθένειαν καί τέχνην έπ' αύτόν καί τόν Μενέλαον ύπεβλέπετο' ώς δέ κατά μικρόν έώρα τήν άλήθειαν έπαθέ τι καί αύτός καί ήλέησε. Κομίσαντες ούν βρόχους έδησαν τήν άθλίαν.

Ώς δέ είδον αύτής περί τάς χείρας τά δεσμά έδεόμην Μενελάου τών πολλών άπηλλαγμένων ήδη Λύσατε λέγων ίκετεύω λύσατε' ού φέρουσι δεσμόν χείρες άπαλαί. Έάσατέ με σύν αύτή' μόνος έγώ περιπτυξάμενος αύτή δεσμός έσομαι' μαινέσθω κατ' έμού.

Τί γάρ με καί ζήν έτι δεί; ού γνωρίζει με Λευκίππη παρόντα' κείται δέ μοι δεδεμένη καί ό άναιδής έγώ λύσαι δυνάμενος ού θέλω. Έπί τούτω σέσωκεν ήμάς έκ τών ληστών ή Τύχη ίνα γένη μανίας παιδιά; ώ δυστυχείς ήμείσ όταν εύτυχήσωμεν.

Τούς οίκοι φόβους έκπεφεύγαμεν ίνα ναυάγια δυστυχήσωμεν. Έκ τής θαλάττης περιγεγόναμεν' έκ τών ληστών άνασεσώσμεθα' μανία γάρ έτηρούμεθα.

Έγώ μέν άν σωφρονήσησ φιλτάτη φοβούμαι πάλιν τόν δαίμονα μή τί σοι κακόν έργάσηται. Τίς ούν ήμών κακοδαιμονέστεροσ οί φοβούμεθα καί τά εύτυχήματα; άλλ' εί μόνον μοι σωφρονήσειας καί σεαυτήν άπολάβοισ παιζέτω πάλιν ή Τύχη.

Ταύτά με λέγοντα παρηγόρουν οί άμφί τόν Μενέλαον φάσκοντες μή έμμονα είναι τά τοιαύτα νοσήματα πολλάκις δέ καί ήλικίας ζεούσης ύπάρχειν. Τό γάρ αίμα πάντη νεάζον καί ύπό πολλής άκμής άναζέον ύπερβλύζει πολλάκις τάς φλέβας καί τήν κεφαλήν ένδον περικλύζον βαπτίζει τού λογισμού τήν άναπνοήν.

Δείν ούν ίατρούς μεταπέμπειν καί θεραπείαν προσφέρειν. Πρόσεισιν ούν τώ στρατηγώ ό Μενέλαος καί δείται τόν τού στρατοπέδου ίατρόν μετακαλέσασθαι. Κάκείνος άσμενος έπείσθη' χαίρουσι γάρ οί έρώντες είς τά έρωτικά προστάγματα.

Καί ό ίατρός παρήν καί λέγει' Νύν μέν ύπνον αύτή παρασκευάσωμεν όπως τό άγριον τής άκμής ήμερώσωμεν' ύπνος γάρ πάντων νοσημάτων φάρμακον. Έπειτα δέ καί τήν λοιπήν θεραπείαν αύτή προσοίσομεν.

Δίδωσιν ούν ήμίν φάρμακόν τι μικρόν όσον όρόβου μέγεθος καί κελεύει λύσαντας είς έλαιον έπαλείψαι τήν κεφαλήν μέσην' σκευάσειν δέ έφη καί έτερον είς γαστρός αύτή κάθαρσιν.

Ήμείς μέν ούν ά έκέλευσεν έποιούμεν ή δέ έπαλειφθείσα μετά μικρόν έκάθευδε τό έπίλοιπον τής νυκτός μέχρι τής έω. Έγώ δέ δι' όλης τής νυκτός άγρυπνών έκλαον παρακαθήμενος καί βλέπων έλεγον τά δεσμά' Οίμοι φιλτάτη δέδεσαι καί καθεύδουσα' ούδέ τόν ύπνον έλεύθερον έχεις.

Τίνα άρα σου τά φαντάσματα; άρα κάν κατά τούς ύπνους σωφρονείς ή μαίνεταί σου καί τά όνείρατα; έπεί δέ διανέστη πάλιν άσημα έβόα' καί ό ίατρός παρήν καί τήν άλλην θεραπείαν έθεράπευεν.

Έν τούτω δή έρχεταί τις παρά τού τής Αίγύπτου σατράπου κομίζων έπιστολήν τώ στρατηγώ. Έπέσπευδε δέ αύτόν ώς είκός έπί τόν πόλεμον τά γράμματα' έκέλευσε γάρ εύθύς πάντας έν τοίς όπλοις γενέσθαι ώς έπί τούς βουκόλους.

Αύτίκα δή μάλα έξορμήσαντες εύθύς έκαστος ώς είχε τάχους έπί τά όπλα έχώρουν καί παρήσαν άμα τοίς λοχαγοίς. Τότε μέν ούν αύτοίς δούς τό σύνθημα καί κελεύσας αύτοίς στρατοπεδεύεσθαι καθ' αύτόν ήν' τή δέ ύστεραία άμα τή ήμέρα τό στράτευμα έξήγεν έπί τούς πολεμίους.

Είχε δέ αύτοίς ούτω τής κώμης ή θέσις. Ό Νείλος ΄ρεί μέν άνωθεν έκ Θηβών τών Αίγυπτίων καί έστιν ές τοσούτον ΄ρέων άχρι Μέμφεως καί έτι μικρόν κάτω (Κερκάσωρος όνομα τή κώμη (τή) πρός τώ τέλει τού μεγάλου ΄ρεύματοσ).

Έντεύθεν δέ περιρρήγνυται τή γή καί έξ ένός ποταμού γίνονται τρείς δύο μέν έκατέρωθεν λελυμένοι καί τήν γήν είς τό σχήμα τού Δέλτα ποιούντες ό δέ είς ώσπερ ήν ΄ρέων πρίν λυθή.

Άλλ' ούδέ τούτων έκαστος τών ποταμών άνέχεται μέχρι θαλάσσης ΄ρέων άλλά περισχίζεται άλλος άλλη κατά πόλεις καί είσίν αί σχίσεις μείζονες τών παρ' Έλλησι ποταμών. Τό δέ ύδωρ πανταχού μεμερισμένον ούκ έξασθενεί άλλά καί πλείται καί πίνεται καί γεωργείται.

Νείλος ό πολύς πάντα αύτοίς γίνεται καί ποταμός καί γή καί θάλασσα καί λίμνη. Καί έστι τό θέαμα καινόν ναύς όμού καί δίκελλα κώπη καί άροτρον πηδάλιον καί δρέπανον ναυτών όμού καί γεωργών καταγωγή ίχθύων όμού καί βοών. Ό πέπλευκας φυτεύεις καί ό φυτεύεις τούτο πέλαγος γεωργούμενον.

Έχει γάρ ό ποταμός έπιδημίας' κάθηται δέ αύτόν Αίγύπτιος άναμένων καί άριθμών αύτού τάς ήμέρας. Καί ό Νείλος ού ψεύδεται άλλ' έστι ποταμός μετά προθεσμίας τόν χρόνον τηρών καί τό ύδωρ μετρών ποταμός άλώναι μή θέλων ύπερήμερος.

Έστι δέ ίδείν ποταμού καί γής φιλονεικίαν. Έρίζετον άλλήλοις έκάτερος τό μέν ύδωρ τοσαύτην γήν πελαγώσαι ή δέ γή τοσαύτην χωρήσαι γλυκείαν θάλασσαν. Καί νικώσι μέν τήν ίσην νίκην οί δύο ούδαμού δέ φαίνεται τό νικώμενον' τό γάρ ύδωρ τή γή συνεκτείνεται. Περί δέ τάς τών βουκόλων ταύτας νομάς άεί πολύς έγκάθηται. Όταν γάρ τήν πάσαν γήν πελα γώση καί λίμνας ένταύθα ποιεί' αί δέ λίμναι κάν ό Νείλος άπέλθη μένουσιν ήττον τό ύδωρ έχουσαι τόν δέ πηλόν τού ύδατος.

Έπί ταύτας αύτοί καί βαδίζουσι καί πλέουσιν ούδέ ναύς έτέρα δύναται πλέειν άλλ' όσον άνθρωπον έπιβήναι' άλλά πάν τό ξένον τού τόπου ό πηλός έμπίπτων κρατεί. Τοίς δέ μικρά μέν καί κούφα πλοία καί όλίγον ύδωρ αύτοίς άρκεί. Εί δέ τέλεον άνυδρον είη άράμενοι τοίς νώτοις οί πλωτήρες τό πλοίον φέρουσιν άχρις άν έπιτύχωσιν ύδατος. Έν ταύταις δή ταίς λίμναις μέσαι νήσοί τινές είσι σποράδην πεποιημέναι' αί μέν οίκοδομημάτων έρημοι παπύροις πεφυτευμέναι. Τών δέ παπύρων διεστάσιν αί φάλαγγες πεπυκνωμέναι τοσούτον όσον παρ' έκάστην άνδρα στήναι μόνον' τό μεταξύ δέ τούτο τής πυκνώσεως αύτών άνωθεν άναπληρούσιν αί τών παπύρων κόμαι.

Υποτρέχοντες ούν έκεί καί βουλεύονται καί λοχώσι καί λανθάνουσι τείχεσι ταίς παπύροις χρώμενοι. Είσί δέ τών νήσων τινές καλύβας έχουσαι καί αύτοσχέδιον μεμίμηνται πόλιν ταίς λίμναις τετειχισμέναι.

βουκόλων αύται καταγωγαί' τών πλησίον ούν ήν μία μεγέθει καί καλύβαις πλείοσι διαφέρουσα (έκάλουν δέ αύτήν οίμαι Νίκωχιν)' ένταύθα πάντες συνελθόντες ώς είς τόπον όχυρώτατον έθάρρουν καί πλήθει καί τόπω' είς γάρ αύτήν διείργε στενωπός τού μή πάσαν νήσον γενέσθαι. Ήν δέ σταδίου μέν τό μέγεθος τό δέ πλάτος όργυιών δώδεκα. Λίμναι δέ τήδε κάκείσε τήν πόλιν περιέρρεον.

Έπεί τοίνυν έώρων τόν στρατηγόν προσπελάζοντα τεχνάζονταί τι τοιούτον. Συναγαγόντες πάντας τούς γέροντας καί έπιθέντες αύτοίς ίκετηρίας ΄ράβδους φοινικίνας όπισθεν έπιτάττουσι τών νέων τούς άκμαιοτάτους άσπίσι καί λόγχαις ώπλισμένους.

Έμελλον δέ οί μέν γέροντες άνίσχοντες τάς ίκετηρίας πετάλων κόμαις καλύψειν τούς όπισθεν οί δέ έπόμενοι τάς λόγχας έπισύρειν ύπτίας ώς άν ήκιστα όφθείεν. Κάν μέν ό στρατηγός πεισθή ταίς τών γερόντων λιταίς μηδέν τι νεωτερίζειν τούς λογχοφόρους είς μάχην' εί δέ μή καλείν αύτόν έπί τήν πόλιν ώς σφάς αύτούς διδόντων είς θάνατον.

Όταν δέ έν μέσω γένωνται τώ στενωπώ τούς μέν γέροντας άπό συνθήματος διαδιδράσκειν καί ΄ρίπτειν τάς ίκετηρίας τούς δέ ώπλισμένους παραδραμόντας ό τι καί δύναιντο ποιείν.

Παρήσαν ούν έσκευασμένοι τούτον τόν τρόπον καί έδέοντο τού στρατηγού αίδεσθήναι μέν αύτών τό γήρας αίδεσθήναι δέ αύτών τάς ίκετηρίας έλεήσαί τε τήν πόλιν' έδίδοσαν δέ αύτώ ίδία μέν άργυρίου τάλαντα έκατόν πρός δέ τά σατραπεία άγειν άνδρας έκατόν θέλοντας αύτούς ύπέρ τής πόλεως διδόναι ώς άν έχοι καί πρός έκείνον λάφυρον φέρειν. Καί ό λόγος αύτοίς ούκ έψεύδετο άλλ' έδωκαν άν εί λαβείν ήθέλησεν. Ώς δέ ού προσίετο τούς λόγους Ούκούν έφασαν οί γέροντες εί ταύτά σοι δέδοκται οίσομεν τήν είμαρμένην.

Έν κακοίς σύ πάρασχε τήν χάριν' μή έξω φονεύσης πυλών μηδέ τής πόλεως μακράν άλλ' έπί τήν πατρώαν γήν έπί τήν τής γενέσεως έστίαν άγε' τάφον ήμίν ποίησον τήν πόλιν. Ίδού σοι πρός τόν θάνατον ήγούμεθα. ταύτα άκούσας ό στρατηγός τήν μέν παρασκευήν τής μάχης μεθίησι κελεύει δέ έρχεσθαι καθ' ήσυχίαν τώ στρατώ.

Ήσαν δέ τών πραττομένων σκοποί πόρρωθεν ούς οί βουκόλοι προκαθίσαντες έκέλευον εί διαβαίνοντας ίδοιεν τούς πολεμίους τό χώμα τού ποταμού κόψαντας έπαφείναι τό ύδωρ πάν τοίς έναντίοις. Έχει γάρ ούτω τά τού Νείλου ΄ρεύματα.

Καθ' έκάστην διώρυχα χώμα έχουσιν Αίγύπτιοι ώς άν μή πρό καιρού τής χρείας ύπερέχων ό Νείλος τήν γήν έπικλύση. Όταν δέ δεηθώσιν άρδεύσαι τό πεδίον άνέωξαν όλίγον τού χώματος είς ό σαλεύεται. Ήν ούν τής κώμης όπισθεν διώρυξ τού ποταμού μεγάλη καί πλατεία.

Ταύτη οί τεταγμένοι τό έργον ώς είδον είσιόντας τούς πολεμίους διακό πτουσι ταχύ τό χώμα τού ποταμού. Πάντα ούν όμού γίνεται' οί μέν γέροντες οί κατά πρόσωπον άφνω διίστανται οί δέ τάς λόγχας έγείραντες έκτρέχουσι' τό δέ ύδωρ ήδη παρήν καί ώγκούντο μέν αί λίμναι πάντοθεν οίδούσαι ό δέ ίσθμός έπεκλύζετο πάντα δέ ήν ώσπερ θάλασσα.

Έμπεσόντες ούν οί βουκόλοι τούς μέν κατά πρόσωπον καί τόν στρατηγόν αύτόν διαπείρουσι ταίς λόγχαις άπαρασκεύους τε όντας καί πρός τό άδόκητον τεταραγμένους. Τών δ' άλλων άδιήγητος θάνατος ήν.

Οί μέν γάρ εύθύς έκ πρώτης προσβολής μηδέ κινήσαντες τάς αίχμάς άπώλλυντο οί δέ ού λαβόντες σχολήν άμύνασθαι' άμα γάρ έμάνθανον καί έπασχον' ένίους δέ έφθανε τό παθείν πρό τού μαθείν' οί δέ ύπ' έκπλήξεως παραλόγου τόν θάνατον είστήκεσαν περιμένοντες' οί δέ καί κινηθέντες μόνον κατωλίσθαινον ύποσκελίζοντος αύτούς τού ποταμού' οί δέ καί φεύγειν όρμήσαντες είς τό βαθύ τής λίμνης έγκυλισθέντες ύπεσύρησαν. Τών μέν γάρ έπί τής γής έστώτων τό ύδωρ ήν άχρις όμφαλού ώστε καί άνέκρουεν αύτών τάς άσπίδας καί έγύμνου πρός τά τραύματα τάς γαστέρας' τό δέ κατά τήν λίμνην ύδωρ πάντη ύπέρ κεφαλήν άνδρός ήν.

Διακρίναι δέ ούκ ήν τί λίμνη καί τί πεδίον' άλλά καί ό διά τής γής τρέχων δέει τού μή διαμαρτείν βραδύτερος ήν πρός τήν φυγήν ώστε ταχέως ήλίσκετο καί ό κατά τής λίμνης πλανηθείς δόξας γήν είναι κατεδύετο.

Καί ήν καινά άτυχήματα καί ναυάγια τοσαύτα καί ναύς ούδαμού. Άμφότερα δέ καινά καί παράλογα έν ύδατι πεζομαχία καί έν τή γή ναυάγια.

Οί μέν δή τοίς πεπραγμένοις έπαρθέντες μέγα έφρόνουν άνδρεία νομίζοντες κεκρατηκέναι καί ούκ άπάτης κλοπή. Άνήρ γάρ Αίγύπτιος καί τό δειλόν όπου φοβείται δεδούλωται καί τό μάχιμον έν οίς θαρρεί παρώξυνται' άμφότερα δέ ού κατά μέτρον άλλά τό μέν άσθενέστερον δυστυχεί τό δέ προπετέστερον κρατεί.

Δέκα δέ τή Λευκίππη διεληλύθεσαν ήμέραι τής μανίας ή δέ νόσος ούκ έκουφίζετο. Άπαξ ούν ποτε καθεύδουσα ταύτην άφίησιν πυρπολουμένην τήν φωνήν' Διά σέ μαίνομαι Γοργία. Έπεί ούν ήώς έγένετο λέγω τώ Μενελάω τό λεχθέν καί έσκόπουν εί τις είη που κατά τήν κώμην Γοργίας.

Προελθούσι δ' ήμίν νεανίσκος προσέρχεταί τις καί προσαγορεύσας με Σωτήρ ήκω σόσ έφη καί τής σής γυναικός. Έκπλαγείς ούν καί θεόπεμπτον είναι νομίσας τόν άνθρωπον Μή Γοργίασ είπον τυγχάνεις; Ού μέν ούν είπεν άλλά Χαιρέας' Γοργίας γάρ σε άπολώλεκεν.

έτι μάλλον έφριξα καί λέγω' Τίνα ταύτην άπώλειαν καί τίς έστιν ό Γοργίας; δαίμων γάρ μοί τις αύτόν έμήνυσε νύκτωρ' σύ δέ διηγητής γενού τών θείων μηνυμάτων. Γοργίας ήν μέν έφη Αίγύπτιος στρατιώτης' νύν δέ ούκ έστιν άλλ' έργον γέγονε τών βουκόλων. Ήρα δέ τής σής γυναικός'

ών δέ φύσει φαρμακεύς σκευάζει τι φάρμακον έρωτος καί πείθει τόν διακονούμενον ύμίν Αίγύπτιον λαβείν τό φάρμακον καί έγκαταμείξαι τώ τής Λευκίππης ποτώ. Λανθάνει δέ άκράτω χρησάμενος τώ φαρμάκω καί τό φίλτρον είς μανίαν αίρεται. Ταύτα γάρ μοι χθές ό τού Γοργίου θεράπων διηγήσατο ός έτυχεν αύτώ συστρατευσάμενος έπί τούς βουκόλους' έσωσε δέ αύτόν ώς είκός ύπέρ ύμών ή Τύχη. Αίτεί δέ χρυσούς τέσσαρας ύπέρ τής ίάσεως' έχει γάρ φησίν έτέρου φαρμάκου σκευήν δι' ού λύσει τό πρότερον.

Άλλά σοί μέν έφην άγαθά γένοιτο τής διακονίας' τόν δέ άνθρωπον όν λέγεις άγε πρός ήμάς. Καί ό μέν άπήλθεν' έγώ δέ πρός τόν Αίγύπτιον είσελθών τύπτων τε αύτόν πύξ κατά τών προσώπων καί δευτέραν καί τρίτην θορυβών δ' άμα λέγω' Είπόν τί δέδωκας Λευκίππη καί πόθεν μαίνεται; ό δέ φοβηθείς καταλέγει πάντα όσα ήμίν ό Χαιρέας διηγήσατο. Τόν μέν ούν είχομεν έν φυλακή καθείρξαντες.

Κάν τούτω παρήν ό Χαιρέας άγων τόν άνθρωπον. Λέγω ούν πρός άμφοτέρους' Τούς μέν τέτταρας χρυσούς ήδη λάβετε μισθόν άγαθής μηνύσεως' άκούσατε δέ ώς έχω περί τού φαρμάκου. Όράτε ώς καί τών παρόντων τή γυναικί κακών αίτιον γέγονε φάρμακον. Ούκ άκίνδυνον δέ έπιφαρμάσσειν τά σπλάγχνα ήδη πεφαρμαγμένα. Φέρε είπατε ό τι καί έχει τό φάρμακον τούτο καί παρόντων ήμών σκευάσατε' χρυσοί δέ ύμίν άλλοι τέσσαρες μισθός άν ούτω ποιήτε. Καί ό άνθρωπος Δίκαια έφη φοβή' τά δέ έμβαλλόμενα κοινά καί πάντα έδώδιμα' καί αύτός δέ τούτων άπογεύσομαι τοσούτον όσον κάκείνη λάβοι. καί άμα κελεύει τινά πριάμενον κομίζειν έκαστον είπών' ώς τε ταχύ μέν έκομίσθη παρόντων δέ ήμών συνέτριψε πάντα όμού καί δίχα διελών Τό μέν αύτόσ έφη πίομαι πρώτοσ τό δέ δώσω τή γυναικί.

Κοιμηθήσεται δέ πάντως δι' όλης νυκτός λαβούσα' περί δέ τήν έω καί τόν ύπνον καί τήν νόσον άποθήσεται. λαμβάνει δή τού φαρμάκου πρώτος αύτός τό δέ λοιπόν κελεύει περί τήν έσπέραν δούναι πιείν.

Έγώ δέ άπειμι έφη κοιμηθησόμενος' τό γάρ φάρμακον ούτω βούλεται. Ταύτα είπών άπήλθε τούς τέτταρας χρυσούς παρ' έμού λαβών. Τούς δέ λοιπούς έφην δώσω εί ΄ραίσειεν έκ τής νόσου.

Έπεί ούν καιρός ήν πιείν αύτήν τό φάρμακον έγχέας προσηυχόμην αύτώ' Ώ γής τέκνον φάρμακον ώ δώρον Άσκληπιού άληθεύσειάν σου τά έπαγγέλματα εύτυχέστερόν μου γενού καί σώζέ μοι τήν φιλτάτην. Νίκησον τό βάρβαρον έκείνο καί άγριον φάρμακον.

Ταύτα δούς τώ φαρμάκω τά συνθήματα καί καταφιλήσας τό έκπωμα δίδωμι τή Λευκίππη πιείν. Ή δέ ώς ό άνθρωπος είπε μετά μικρόν έκειτο καθεύδουσα. Κάγώ παρακαθήμενος έλεγον πρός αύτήν ώς άκούουσαν' Άρά μοι σωφρονήσεις άληθώς; άρά μέ ποτε γνωρίσεις; άρά σου τήν φωνήν έκείνην άπολήψομαι;

μάντευσαί τι καί νύν καθεύδουσα' καί γάρ χθές τού Γοργίου κατεμαντεύσω δικαίως. Εύτυχείς άρα μάλλον κοιμωμένη' γρηγορούσα μέν γάρ μα νίαν δυστυχείς τά δέ ένύπνιά σου σωφρονεί.

Ταύτά μου διαλεγομένου ώς πρός άκούουσαν Λευκίππην μόλις ή πολύευκτος ήώς άναφαίνεται καί ή Λευκίππη φθέγγεται καί ήν ή φωνή' Κλειτοφών. Άναπηδήσας ούν πρόσειμί τε αύτή καί πυνθάνομαι πώς έχει. Ή δέ έώκει μέν μηδέν ών έπραξεν έγνωκέναι τά δεσμά δέ ίδούσα έθαύμαζε καί έπυνθάνετο τίς ό δήσας είη.

Έγώ δέ ίδών σωφρονούσαν ύπό πολλής χαράς έλυον μέν μετά θορύβου τά δεσμά μετά ταύτα δέ ήδη τό πάν αύτή διηγούμαι. Ή δέ ήσχύνετο άκροωμένη καί ήρυθρία καί ένόμιζε τότε αύτά ποιείν.

Τήν μέν ούν άνελάμβανον παραμυθούμενος τού δέ φαρμάκου τόν μισθόν άποδίδωμι μάλα άσμενος. Ήν δέ τό πάν ήμίν έφόδιον σώον' ό γάρ ό Σάτυρος έτυχεν έχων έζωσμένος ότε έναυαγήσαμεν ούκ άφήρητο ύπό τών ληστών ούτε αύτός ούτε ό Μενέλαος ούδέν ών είχεν.

Έν τούτω δέ καί τούς ληστάς έπελθούσα δύναμις μείζων άπό τής μητροπόλεως παρεστήσατο καί πάσαν αύτών είς έδαφος κατέστρεψε τήν πόλιν. Έλευθερωθέντος δέ τού ποταμού τής τών βουκόλων ύβρεως παρεσκευαζόμεθα τόν έπί τήν Άλεξάνδρειαν πλούν. Συνέπλει δέ ήμίν καί ό Χαιρέας φίλος ήδη γενόμενος έκ τής τού φαρμάκου μηνύσεως.

Ήν δέ τό μέν γένος έκ τής νήσου τής Φάρου τήν δέ τέχνην άλιεύς' έστρατεύετο δέ μισθώ κατά τών βουκόλων τήν έν ταίς ναυσί στρατείαν ώστε μετά τόν πόλεμον τής στρατείας άπήλλακτο.

Ήν ούν έξ άπλοίας μακράς πλεόντων πάντα μεστά καί πολλή τις όψεως ήδονή' ναυτών ώδή πλωτήρων κρότος χορεία νεών' καί ήν άπας ό ποταμός έορτή έώκει δέ ό πλούς κωμάζοντι ποταμώ. Έπινον δέ καί τού Νείλου τότε πρώτον άνευ τής πρός οίνον όμιλίας κρίναι θέλων τού πόματος τήν ήδονήν' οίνος γάρ φύσεως ύδατος κλοπή.

Άρυσάμενος ούν ύέλου τής διαφανούς κύλικα τό ύδωρ έώρων ύπό λευκότητος πρός τό έκπωμα άμιλλώμενον καί τό έκπωμα νικώμενον. Γλυκύ δέ πινόμενον ήν καί ψυχρόν έν μέτρω τής ήδονής' οίδα γάρ ένίους τών παρ' Έλλησι ποταμών καί τιτρώ σκοντας' τούτω συνέκρινον αύτούς τώ ποταμώ.

Διά τούτο αύτόν άκρατον ό Αίγύπτιος πίνων ού φοβείται Διονύσου μή δεόμενος. Έθαύμασα δέ αύτού καί τόν τρόπον τού ποτού. Ούτε γάρ άρύσαντες πίνειν έθέλουσιν ούτε έκπωμάτων άνέχονται έκπωμα αύτουργόν έχοντες' έκπωμα γάρ αύτοίς έστιν ή χείρ.

Εί γάρ τις αύτών διψήσειε πλέων προκύψας έκ τής νηός τό μέν πρόσωπον είς τόν ποταμόν προβέβληκε τήν δέ χείρα είς τό ύδωρ καθήκε καί κοίλην βαπτίσας καί πλησάμενος ύδατος άκοντίζει κατά τού στόματος τό πόμα καί τυγχάνει τού σκοπού' τό δέ κεχηνός περιμένει τήν βολήν καί δέχεται καί κλείεται καί ούκ έά τό ύδωρ αύθις έξω πεσείν.

Είδον δέ καί άλλο θηρίον τού Νείλου ύπέρ τόν ίππον τόν ποτάμιον είς άλκήν έπαινούμενον' κροκόδειλος δέ όνομα ήν αύτώ. Παρήλλακτο δέ καί τήν μορφήν είς ίχθύν όμού καί θηρίον. Μέγας μέν γάρ έκ κεφαλής είς ούράν τό δέ εύρος τού μεγέθους ού κατά λόγον.

Δορά μέν φολίσι ΄ρυσή' πετραία δέ τών νώτων ή χροιά καί μέλαινα' ή γαστήρ δέ λευκή. Πόδες τέτταρες είς τό πλάγιον ήρέμα κυρτούμενοι καθάπερ χερσαία χελώνη' ούρά μακρά καί παχεία καί έοικυία στερεώ σώματι.

Ού γάρ ώς τοίς άλλοις περίκειται θηρίοις άλλ' έστι τής ΄ράχεως ένός όστού τελευτή καί μέρος αύτού τών όλων. Έντέτμηται δέ άνωθεν είς άκάνθας άναιδείς οίαι τών πριόνων είσίν αί αίχμαί.

Αύτη δέ αύτώ καί μάστιξ έπί τής άγρας γίνεται' τύπτει γάρ αύτή πρός ούς άν διαπαλαίη καί πολλά ποιεί τραύματα πληγή μιά. Κεφαλή δέ αύτώ τοίς νώτοις συνυφαίνεται καί είς μίαν στάθμην ίθύνεται έκλεψε γάρ αύτού τήν δειρήν ή φύσις' έστι δέ τού λοιπού βλοσυρωτέρα σώματος καί έπί πλέον έπί τάς γένυς έκτείνεται καί άνοίγεται πάσα.

Τόν μέν γάρ άλλον χρόνον παρ' όσον ού κέχηνε τό θηρίον έστι κεφαλή' όταν δέ χάνη πρός τάς άγρας όλον στόμα γίνεται. Άνοίγει δέ τήν γένυν τήν άνω τήν δέ κάτω στερεάν έχει' καί άπόστασίς έστι πολλή καί μέχρι τών ώμων τό χάσμα καί εύθύς ή γαστήρ.

Όδόντες δέ πολλοί καί έπί πλείστον τεταμένοι' φασί δέ ότι τόν άριθμόν τυγχάνουσιν όσας ό θεός είς όλον έτος άναλάμπει τάς ήμέρας. Τοσούτον έργον αίρεί τών γενύων πεδίον. Άν δέ έκπεράση πρός τήν γήν όσον έχει δυνάμεως άπιστήσεις ίδών τήν τού σώματος όλκήν.

Τριών δέ πλεύσαντες ήμερών είς Άλεξάνδρειαν ήλθομεν. Άνιόντι δέ μοι κατά τάς Ήλίου καλουμένας πύλας συνηντάτο εύθύς τής πόλεως άστράπτον τό κάλλος καί μου τούς όφθαλμούς έγέμισεν ήδονής.

Στάθμη μέν κιόνων όρθιος έκατέρωθεν έκ τών Ήλίου πυλών ές τάς Σελήνης πύλας' ούτοι γάρ τής πόλεως οί πυλωροί. Έν μέσω δή τών κιόνων τής πόλεως τό πεδίον.

Όδός δέ διά τού πεδίου πολλή καί ένδημος άποδημία. Όλίγους δέ τής πόλεως σταδίους προελθών ήλθον είς τόν έπώνυμον Άλεξάνδρου τόπον. Είδον δέ έντεύθεν άλλην πόλιν καί σχιζόμενον ταύτη τό κάλλος.

Όσος γάρ κιόνων όρχατος είς τήν εύθυωρίαν τοσούτος έτερος είς τά έγκάρσια. Έγώ δέ μερίζων τούς όφθαλμούς ές πάσας τάς άγυιάς θεατής άκόρεστος ήμην καί τό κάλλος όλον ούκ έξήρκουν ίδείν.

Τά μέν έβλεπον τά δέ έμελλον τά δέ ήπειγόμην ίδείν τά δέ ούκ ήθελον παρελθείν' έκράτει τήν θέαν τά όρώμενα είλκε τά προσδοκώμενα. Περιάγων ούν έμαυτόν είς πάσας τάς άγυιάς καί πρός τήν όψιν δυσερωτιών είπον καμών' Όφθαλμοί νενικήμεθα.

Είδον δέ δύο καινά καί παράλογα μεγέθους πρός κάλλος άμιλλαν καί δήμου πρός πόλιν φιλονεικίαν καί άμφότερα νικώντα' ή μέν γάρ ήπείρου μείζων ήν ό δέ πλείων έθνους. Καί εί μέν είς τήν πόλιν άπείδον ήπίστουν εί πληρώσειέ τις δήμος αύτήν άνδρών εί δέ είς τόν δήμον έθεασάμην έθαύμαζον εί χωρήσειέ τις αύτόν πόλις. Τοιαύτη τις ήν ίσότητος τρυτάνη.

Ήν δέ πως καί κατά δαίμονα ίερομηνία τού μεγάλου θεού όν Δία μέν Έλληνες Σέραπιν δέ καλούσιν Αίγύπτιοι. Ήν δέ καί πυρός δαδουχία' καί τούτο μέγιστον έθεασάμην.

Έσπέρα μέν γάρ ήν καί ό ήλιος κατεδύετο καί νύξ ήν ούδαμού άλλά άλλος άνέτελλεν ήλιος κατακερματίζων' τότε γάρ είδον πόλιν έρίζουσαν περί κάλλους ούρανώ. Έθεασάμην δέ καί τόν Μειλίχιον Δία καί τόν Διός Ούρανίου νεών.

Προσευξάμενοι δή τώ μεγάλω θεώ καί ίκετεύσαντες στήναι ήμίν ποτε τά δεινά είς τήν καταγωγήν ήλθομεν ήν έτυχεν ό Μενέλαος ήμίν μεμισθωμένος. Ούκ έώκει δέ άρα ό θεός έπινεύειν ταίς ήμετέραις εύχαίς άλλ' έμενεν ήμάς καί άλλο τής Τύχης γυμνάσιον.

Ό γάρ Χαιρέας πρό πολλού τής Λευκίππης έλάνθανεν έρών καί διά τούτο μεμηνύκει τό φάρμακον άμα μέν άφορμήν οίκειότητος έαυτώ θηρώμενος άμα δέ καί έαυτώ σώζων τήν κόρην.

Είδώς ούν άμήχανον τό τυχείν συντίθησιν έπιβουλήν ληστών όμοτέχνων (όχλον) συγκροτήσας άτε θαλάσσιος ών άνθρωπος καί συνθέμενος αύτοίς ά δεί ποιείν έπί ξενίαν ήμάς είς τήν Φάρον καλεί σκηψάμενος γενεθλίων άγειν ήμέραν.

Ώς ούν προήλθομεν τών θυρών οίωνός ήμίν γίνεται πονηρός' χελιδόνα κίρκος διώκων τήν Λευκίππην είς τήν κεφαλήν πατάσσει τώ πτερώ. Ταραχθείς ούν έπί τούτω καί άνανεύσας είς ούρανόν Ώ Ζεύ τί τούτο έφην φαίνεις ήμίν τέρας; άλλ' εί τώ όντι σός ό όρνις ούτοσ άλλον ήμίν σαφέστερον δείξον οίωνόν.

μεταστραφείς ούν (έτυχον γάρ παρεστώς έργαστηρίω ζωγράφου) γραφήν όρώ κειμένην ήτις ύπηνίττετο προσόμοιον' Φιλομήλας γάρ είχε φθοράν καί τήν βίαν Τηρέως καί τής γλώττης τήν τομήν. Ήν δέ όλόκληρον τή γραφή τό διήγημα τού δράματος ό πέπλος ό Τηρεύς ή τράπεζα.

Τόν πέπλον ήπλωμένον είστήκει κρατούσα θεράπαινα' Φιλομήλα παρειστήκει καί έπετίθει τώ πέπλω τόν δάκτυλον καί έδείκνυε τών ύφασμάτων τάς γραφάς' ή Πρόκνη πρός τήν δείξιν ένενεύκει καί δριμύ έβλεπε καί ώργίζετο τή γραφή' Θράξ ό Τηρεύς ένύφαντο Φιλομήλα παλαίων πάλην Άφροδίσιον. Έσπάρακτο τάς κόμας ή γυνή τό ζώσμα έλέλυτο τόν χιτώνα κατέρρηκτο ήμίγυμνος τό στέρνον ήν τήν δεξιάν έπί τούς όφθαλμούς ήρειδε τού Τηρέως τή λαιά τά διερρωγότα τού χιτώνος έπί τούς μαζούς έκλειεν. (Έν) άγκάλαις είχε τήν Φιλομήλαν ό Τηρεύς έλκων πρός έαυτόν ώς ένήν τό σώμα καί σφίγγων έν χρώ τήν συμπλοκήν. Ώδε μέν τήν τού πέπλου γραφήν ύφηνεν ό ζωγράφος. Τό δέ λοιπόν τής είκόνος αί γυναίκες έν κανώ τά λείψανα τού δείπνου τώ Τηρεί δεικνύουσι κεφαλήν παιδίου καί χείρας' γελώσι δέ άμα καί φοβούνται

Άναπηδών έκ τής κλίνης ό Τηρεύς έγέγραπτο καί έλκων τό ξίφος έπί τάς γυναίκας τό σκέλος ήρειδεν έπί τήν τράπεζαν' ή δέ ούτε έστηκεν ούτε πέπτωκεν άλλ' έδείκνυε γραφήν μέλλοντος πτώματος.

Λέγει ούν ό Μενέλαος' Έμοί δοκεί τήν είς Φάρον όδόν έπισχείν. Όράς γάρ ούκ άγαθά δύο σύμβολα τό τε τού όρνιθος καθ' ήμών πτερόν καί τής είκόνος τήν άπειλήν. Λέγουσι δέ οί τών συμβόλων έξηγηταί σκοπείν τούς μύθους τών είκόνων άν έξιούσιν έπί πράξιν ήμίν συντύχωσι καί έξομοιούν τό άποβησόμενον τώ τής ίστορίας λόγω.

Όράς ούν όσων γέμει κακών ή γραφή' έρωτος παρανόμου μοιχείας άναισχύντου γυναικείων άτυχημάτων' όθεν έπισχείν κελεύω τήν έξοδον. Έδόκει μοι λέγειν είκότα καί παραιτούμαι τόν Χαιρέαν έκείνην τήν ήμέραν. Ό μέν ούν σφόδρα άνιώμενος άπηλλάττετο φήσας αύριον έφ' ήμάς άφίξεσθαι.

Ή δέ Λευκίππη λέγει πρός με (φιλόμυθον γάρ πως τόν τών γυναικών γένοσ)' Τί βούλεται τής είκόνος ό μύθος; καί τίνες αί όρνιθες αύται; καί τίνες αί γυναίκες; καί τίς ό άναιδής έκείνος άνήρ; κάγώ καταλέγειν άρχομαι' Άηδών καί χελιδών καί έποψ πάντες άνθρωποι καί πάντες όρνιθες.

Έποψ ό άνήρ' αί δύο γυναίκες Φιλομήλα χελιδών καί Πρόκνη άηδών. Πόλις αύταίς Άθήναι. Τηρεύς ό άνήρ' Πρόκνη Τηρέως γυνή. βαρβάροις δέ ώς έοικεν ούχ ίκανή πρός Άφροδίτην μία γυνή μάλισθ' όταν αύτώ καιρός διδώ πρός ύβριν τρυφάν.

Καιρός ούν γίνεται τώ Θρακί τούτω χρήσασθαι τή φύσει Πρόκνης ή φιλοστοργία' πέμπει γάρ έπί τήν άδελφήν τόν άνδρα τόν Τηρέα. Ό δέ άπήει μέν έτι Πρόκνης άνήρ άναστρέφει δέ Φιλομήλας έραστής καί κατά τήν όδόν άλλην αύτώ ποιείται τήν Φιλομήλαν Πρόκνην.

Τήν γλώτταν τής Φιλομήλας φοβείται καί έδνα τών γάμων αύτή δίδωσι μηκέτι λαλείν καί κείρει τής φωνής τό άνθος. Άλλά πλέον ήνυσεν ούδέν' ή γάρ Φιλομήλας τέχνη σιωπώσαν εύρηκε φωνήν.

Υφαίνει γάρ πέπλον άγγελον καί τό δράμα πλέκει ταίς κρόκαις καί μιμείται τήν γλώτταν ή χείρ καί Πρόκνης τοίς όφθαλμοίς τά τών ώτων μηνύει καί πρός αύτήν ά πέπονθε τή κερκίδι λαλεί.

Ή Πρόκνη τήν βίαν άκούει παρά τού πέπλου καί άμύνασθαι καθ' ύπερβολήν ζητεί τόν άνδρα. Όργαί δέ δύο καί δύο γυναίκες είς έν πνέουσαι καί ύβρει κεράσασαι τήν ζηλοτυπίαν δείπνον έπινοούσι τών γάμων άτυχέστερον.

Τό δέ δείπνον ήν ό παίς Τηρέως ού μήτηρ μέν ήν πρό τής όργής ή Πρόκνη' τότε δέ τών ώδίνων έπελέληστο. Ούτως αί τής ζηλοτυπίας ώδίνες νικώσι καί τήν γαστέρα. Μόνον γάρ έρώσαι γυναίκες άνιάσαι τόν τήν εύνήν λελυπηκότα κάν πάσχωσιν έν οίς ποιούσιν ούχ ήττον κακόν τήν τού πάσχειν λογίζονται συμφοράν τή τού ποιείν ήδονή.

Έδείπνησεν ό Τηρεύς δείπνον Έρινύων' αί δέ έν κανώ τά λείψανα τού παιδίου παρέφερον γελώσαι φόβω. Ό Τηρεύς όρά τά λείψανα τού παιδίου καί πενθεί τήν τροφήν καί έγνώρισεν ών τού δείπνου πατήρ' γνωρίσας μαίνεται καί σπάται τό ξίφος καί έπί τάς γυναίκας τρέχει άς δέχεται ό άήρ. Καί ό Τηρεύς αύταίς συναναβαίνει καί όρνις γίνεται. Καί τηρούσιν έτι τού πάθους τήν είκόνα'

φεύγει μέν άηδών διώκει δέ ό Τηρεύς. Ούτως έφύλαξε τό μίσος καί μέχρι τών πτερών.

Τότε μέν ούν ούτως έξεφύγομεν τήν έπιβουλήν' έκερδήσαμεν δέ ούδέν ή μίαν ήμέραν. Τή γάρ ύστεραία παρήν έωθεν ό Χαιρέας' καί ήμείς αίδεσθέντες άντιλέγειν ούκ είχομεν. Έπιβάντες ούν σκάφους ήλθομεν είς τήν Φάρον. Ό δέ Μενέλαος έμεινεν αύτού φήσας ούχ ύγιώς έχειν.

Πρώτον μέν ούν ήμάς ό Χαιρέας έπί τόν πύργον άγει καί δείκνυσι τήν κατασκευήν κάτωθεν θαυμασίαν τινά καί παράλογον. Όρος ήν έν μέση τή θαλάσση κείμενον ψαύον αύτών τών νεφών. Υπέρρει δέ ύδωρ κάτωθεν αύτού τού ποιήματος' τό δέ έπί θαλάσσης είστήκει κρεμάμενον. Ές δέ τήν τού όρους άκρόπολιν ό τών νεών κυβερνήτης άνέτελλεν άλλος (ήλιοσ). Μετά δέ ταύτα ήγείτο μέν ήμίν έπί τήν οίκίαν' ήν δέ έπ' έσχάτης τής νήσου κειμένη έπ' αύτή τή θαλάσση.

Έσπέρας ούν γενομένης ύπεξέρχεται μέν ό Χαιρέας πρόφασιν ποιησάμενος τήν γαστέρα. Μετά μικρόν δέ βοή τις έξαίφνης περί τάς θύρας ήν' καί εύθύς είστρέχουσιν άνθρωποι μεγάλοι καί πολλοί μαχαίρας έσπασμένοι καί έπί τήν κόρην πάντες ώρμησαν.

Έγώ δέ ώς είδον φερομένην μου τήν φιλτάτην ούκ ένεγκών ίεμαι διά τών ξιφών' καί με παίει τις κατά τού μηρού μαχαίρα καί ώκλασα. Έγώ μέν ήδη καταπεσών έρρεόμην αίματι' οί δέ ένθέμενοι τώ σκάφει τήν κόρην έφευγον.

Θορύβου δέ καί βοής οία έπί λησταίς γενομένης ό στρατηγός τής νήσου παρήν' ήν δέ μοι γνώριμος έκ τού στρατοπέδου γενόμενος. Δείκνυμι δή τό τραύμα καί δέομαι διώξαι τούς ληστάς. Ώρμει δέ πολλά πλοία έν τή πόλει' τούτων ένί έπιβάς ό στρατηγός έδίωκεν άμα τή παρούση φρουρά' κάγώ δέ συνανέβην φοράδην κομισθείς.

Ώς δέ είδον οί λησταί προσιούσαν ήδη τήν ναύν είς ναυμαχίαν ίστάσιν έπί τού καταστρώματος όπίσω τώ χείρε δεδεμένην τήν κόρην' καί τις αύτών μεγάλη τή φωνή Ίδού τό άθλον ύμών είπών άποτέμνει αύτής τήν κεφαλήν καί τό λοιπόν σώμα ώθεί κατά τής θαλάσσης.

Έγώ δέ ώς είδον άνέκραγον οίμώξας καί ώρμησα έμαυτόν έπαφείναι' ώς δ' οί παρόντες κατέσχον έδεόμην έπισχείν τε τήν ναύν καί τινα άλέσθαι κατά τής θαλάσσης εί πως κάν πρός ταφήν λάβοιμι τής κόρης τό σώμα.

Καί ό στρατηγός πείθεται καί ίστησι τήν ναύν καί δύο τών ναυτών άκοντίζουσιν έαυτούς έξω τής νεώς καί άρπάσαντες τό σώμα άναφέρουσιν. Έν τούτω δέ οί λησταί μάλλον έρρωμενέστερον ήλαυνον' ώς δέ ήμεν πάλιν πλησίον όρώσιν οί λησταί ναύν έτέραν καί γνωρίσαντες έκάλουν πρός βοήθειαν' πορφυρείς δέ ήσαν πειρατικοί.

Ίδών δέ ό στρατηγός δύο ναύς ήδη γενομένας έφοβήθη καί πρύμναν έκρούετο' καί γάρ οί πειραταί τού φεύγειν άποτραπόμενοι προεκαλούντο είς μάχην.

Έπεί δέ άνεστρέψαμεν είς γήν άποβάς τού σκάφους καί τώ σώματι περιχυθείς έκλαον' Νύν μοι Λευκίππη τέθνηκας άληθώς θάνατον διπλούν γή καί θαλάττη διαιρούμενον' τό μέν γάρ λείψανον έχω σου τού σώματος άπολώλεκα δέ σέ.

Ούκ ίση τής θαλάσσης πρός τήν γήν ή νομή' μικρόν μοί σου μέρος καταλέλειπται έν όψει τού μείζονος' αύτη δέ έν όλίγω τό πάν σου κρατεί. Άλλ' έπεί μοι τών έν τώ προσώπω φιλημάτων έφθόνησεν ή Τύχη φέρε σου καταφιλήσω τήν σφαγήν.

Ταύτα καταθρηνήσας καί θάψας τό σώμα πάλιν είς τήν Άλεξάνδρειαν έρχομαι καί θεραπευθείς άκων τό τραύμα τού Μενελάου με παρηγορούντος διεκαρτέρησα ζών.

Καί ήδη μοι γεγόνεσαν μήνες έξ καί τό πολύ τού πένθους ήρχετο μαραίνεσθαι. Χρόνος γάρ λύπης φάρμακον καί πεπαίνει τής ψυχής τά έλκη. Μεστός γάρ ήλιος ήδονής' καί τό λυπήσαν πρός όλίγον κάν ή καθ' ύπερβολήν άναζεί μέν έφ' όσον ή ψυχή καίεται τή δέ τής ήμέρας ψυχαγωγία νικώμενον καταψύχεται Καί μού τις κατόπιν βαδίζοντος έν άγορά τής χειρός άφνω λαβόμενος έπιστρέφει καί ούδέν είπών προσπτυξάμενός με πολλά κατεφίλει.

Έγώ δέ τό μέν πρώτον ούκ ήδειν όστις ήν άλλ' είστήκειν έκπεπληγμένος καί δεχόμενος τάς προσβολάς τών άσπασμάτων ώς φιλημάτων σκοπός' έπεί δέ μικρόν διέσχε καί τό πρόσωπον είδον Κλεινίας δέ ήν άνακραγών ύπό χαράς άντιπεριβάλλω τε αύτόν καί τάς αύτάς άπεδίδουν περιπλοκάς καί μετά ταύτα είς τήν καταγωγήν άνήλθομεν τήν έμήν. Καί ό μέν τά αύτού μοι διηγείτο όπως έκ τής ναυαγίας περιγένοιτο έγώ δέ τά περί τής Λευκίππης άπαντα.

Εύθύς μέν γάρ έφη ΄ραγείσης τής νεώς έπί τό κέρας ήξα καί άκρου λαβόμενος μόλις άνδρών ήδη πεπληρωμένου περιβαλών τάς χείρας έπεχείρουν έχεσθαι παρακρεμάμενος. Όλίγον δέ ήμών έμπελαγισάντων κύμα μέγιστον άραν τό ξύλον προσρήγνυσιν όρθιον ύφάλω πέτρα κατά θάτερον ώ έγώ έτυχον κρεμάμενος.

Τό δέ προσαραχθέν βία πάλιν είς τούπίσω δίκην μηχανής άπεκρούετο καί με ώσπερ άπό σφενδόνης έξερρίπισε. Τούντεύθεν δέ ένηχόμην τό έπίλοιπον τής ήμέρας ούκέτι έχων έλπίδα σωτηρίας.

Ήδη δέ καμών καί άφείς έμαυτόν τή τύχη ναύν όρώ κατά πρόσωπον φερομένην καί τάς χείρας άνασχών όν ήδυνάμην τρόπον ίκετηρίαν έδεόμην τοίς νεύμασιν. Οί δέ είτε έλεήσαντές με είτε καί τό πνεύμα αύτούς κατήγαγεν έρχονται κατ' έμέ καί τις τών ναυτών πέμπει μοι κάλων άμα τής νεώς παραθεούσης. Κάγώ μέν έλαβόμην οί δέ έφείλκυσάν με έξ αύτών τών τού θανάτου πυλών. Έπλει δέ τό πλοίον είς Σιδώνα' καί μέ τινες γνωρίσαντες έθεράπευσαν.

Δύο δέ πλεύσαντες ήμέρας έπί τήν πόλιν ήκομεν καί δέομαί τε τών έν τώ πλοίω Σιδωνίων (Ξενοδάμας δέ ό έμπορος ήν καί Θεόφιλος ό τούτου πενθερόσ) μηδενί Τυρίων εί περιτύχοιεν κατειπείν ώς έκ ναυαγίας περιγενοίμην ώς άν μή μάθοιεν συναποδεδημηκότα. Ήλπιζον γάρ λήσειν εί τά άπό τούτων έν ήσυχία γένοιτο πέντε μόνον ήμερών μοι μεταξύ γενομένων αίς ούκ έτυχον όφθείς. Τοίς δέ κατά τήν οίκίαν τήν έμήν ώς οίδας προηγορεύκειν (λέγειν) τοίς πυνθανομένοις είς κώμην άποδεδημηκέναι μέχρι δέκα όλων ήμερών. Καί τούτόν γε τόν λόγον εύρον περί έμού κατεσχηκότα. Ούπω δέ ούδέ ό σός πατήρ έκ τής Παλαιστίνης έτυχεν ήκων άλλά δύο άλλων ύστερον ήμερών καί καταλαμβάνει πεμφθέντα παρά τού τής Λευκίππης πατρός γράμματα άπερ έτυχε μετά μίαν ήμέραν τής ήμετέρας άποδημίας κεκομισμένα δι' ών ό Σώστρατος έγγυά σοί τήν θυγατέρα. Έν ποικίλαις ούν ήν συμφοραίς άναγνούς τά γράμματα καί τήν ύμετέραν άκούσας φυγήν τό μέν ώς τό τής έπιστολής άπολέσας άθλον τό δέ ότι παρά μικρόν ούτως ή Τύχη τά πράγματα έθηκε' καί γάρ ούδέν άν τούτων έγεγόνει εί θάττον έκομίσθη τά γράμματα. Καί τών μέν πεπραγμένων ούδέν πρός τόν άδελφόν ήγήσατό πω δείν γράφειν άλλά καί τής μητρός τής κόρης έδεήθη τό παρόν έπισχείν'

Τάχα γάρ άν αύτούς έξευρήσομεν' καί ού δεί τό συμβάν άτύχημα μανθάνειν Σώστρατον. Άσμένως δέ όπου ποτ' άν όντες μάθωσι τήν έγγύην καί άφίξονται είγε αύτοίς έξέσται φανερώς έχειν ύπέρ ού πεφεύγασιν.

Έπολυπραγμόνει δέ παντί σθένει ποί κεχωρήκατε' καί ώς όλίγον πρό τούτων τών ήμερών έρχεται Διόφαντος ό Τύριος έξ Αίγύπτου πεπλευκώς καί λέγει πρός αύτόν ότι σε ένθάδε έθεάσατο' κάγώ μαθών ώς είχον εύθύς έπιβάς νεώς όγδόην ταύτην ήμέραν πάσάν σε περιήλθον ζητών τήν πόλιν. Πρός ταύτα ούν σοι βουλευτέον έστίν ώς τάχα καί τού πατρός ήξοντος ένταύθα τού σού.

Ταύτα άκούσας άνώμωξα έπί τή τής Τύχης παιδιά Ώ δαίμον λέγων νύν μέν Σώστρατός μοι Λευκίππην έκδίδωσι καί μοι γάμος έκ μέσου πολέμου πέμπεται μετρήσας άκριβώς τάς ήμέρασ ίνα μή φθάση τήν φυγήν.

Ώ τών έξώρων εύτυχημάτων' ώ μακάριος έγώ παρά μίαν ήμέραν' μετά θάνατον γάμοι μετά θρήνον ύμέναιοι. Τίνα μοι δίδωσι νύμφην ή Τύχη ήν ούδέ όλόκληρόν μοι δέδωκε νεκράν;

Ού θρήνων νύν καιρός ό Κλεινίας είπεν άλλά σκεψώμεθα πότερον είς τήν πατρίδα σοι νύν άνακομιστέον ή τόν πατέρα ένταύθα άναμενητέον. Ούδέτερον είπον' ποίω γάρ ίδοιμι προσώπω τόν πατέρα μάλιστα μέν ούτως αίσχρώς φυγών είτα καί τήν παρακαταθήκην αύτού τάδελφού διαφθείρας; φεύγειν ούν έντεύθεν ύπολείπεται πρίν ήκειν αύτόν.

Έν τούτω δή ό Μενέλαος ύπεισέρχεται καί ό Σάτυρος μετ' αύτού καί τόν τε Κλεινίαν περιπτύσσονται καί μανθάνουσι παρ' ήμών τά πεπραγμένα. Καί ό Σάτυρος Άλλ' έστι σοι έφη καί τά παρόντα θέσθαι καλώς καί έλεήσαι ψυχήν έπί σοί φλεγομένην. Άκουσάτω δή καί ό Κλεινίας. Ή Άφροδίτη μέγα τούτω παρέσχεν άγαθόν ό δέ ούκ έθέλει λαβείν. Γυναίκα γάρ έξέμηνεν έπ' αύτώ πάνυ καλήν ώστε άν ίδών αύτήν είποις άγαλμα Έφεσίαν τό γένοσ όνομα Μελίτην' πλούτος πολύς καί ήλικία νέα.

Τέθνηκε δέ αύτής προσφάτως ό άνήρ κατά θάλασσαν' βούλεται δέ τούτον έχειν δεσπότην ού γάρ άνδρα έρώ καί δίδωσιν έαυτήν καί πάσαν έαυτής τήν ούσίαν. Δι' αύτόν γάρ τέσσαρας μήνας ένθάδε διέτριψεν άκολουθήσαι δεομένη. Ό δέ ούκ οίδα τί παθών ύπερηφανεί νομίζων αύτώ Λευκίππην άναβιώσεσθαι.

Καί ό Κλεινίας Ούκ άπό τρόπου δοκεί μοι φησίν ό Σάτυρος λέγειν. Κάλλος γάρ καί πλούτος καί έρως εί συνήλθον έπί σέ ούχ έδρας (έργον) ούδ' άναβολής' τό μέν γάρ κάλλος ήδονήν ό δέ πλούτος τρυφήν ό δέ έρως αίδώ προξενεί. Μισεί δέ ό θεός τούς άλαζόνας.

Φέρε πείσθητι τώ Σατύρω καί χάρισαι τώ θεώ. κάγώ στενάξας Άγε με είπον όποι θέλεισ εί καί Κλεινία τούτο δοκεί' μόνον όπως τό γύναιόν μοι μή παρέχη πράγματα έπείγουσα πρός τό έργον έστ' άν είς Έφεσον άφικώμεθα.

Φθάνω γάρ έπομοσάμενος ένταύθα μή συνελθείν ένθα Λευκίππην άπολώλεκα. ταύτα άκούσας ό Σάτυρος προστρέχει πρός τήν Μελίτην εύαγγέλια φέρων. Καί μικρόν αύθις διαλιπών έπανέρχεται λέγων άκούσασαν τήν γυναίκα ύφ' ήδονής παρά μικρόν τήν ψυχήν άφείναι δείσθαι δέ ήκειν ώς αύτήν δειπνήσοντα τήν ήμέραν γάμων προοίμιον. Έπείσθην καί ώχόμην.

Ή δέ ώς είδέ με άναθορούσα περιβάλλει καί πάν μου τό πρόσωπον έμπίπλησι φιλημάτων. Ήν δέ τώ όντι καλή καί γάλακτι μέν άν είπες τό πρόσωπον αύτής κεχρίσθαι ΄ρόδον δέ έμπεφυτεύσθαι ταίς παρειαίς.

Έμάρμαιρεν αύτής τό βλέμμα μαρμαρυγήν Άφροδίσιον' κόμη πολλή καί βαθεία καί κατάχρυσος τή χροιά ώστε έδοξα ούκ άηδώς ίδείν τήν γυναίκα.

Τό μέν ούν δείπνον ήν πολυτελές' ή δέ έφαπτομένη τών παρακειμένων ώς δοκείν έσθίειν ούκ ήδύνατο τυχείν όλοκλήρου τροφής πάντα δέ έβλεπέ με. Ούδέν γάρ ήδύ τοίς έρώσι πλήν τό έρώμενον' τήν γάρ ψυχήν πάσαν ό έρως καταλαβών ούδέ αύτή χώραν δίδωσι τή τροφή.

Ή δέ τής θέας ήδονή διά τών όμμάτων είσρέουσα τοίς στέρνοις έγκάθηται' έλκουσα δέ τού έρωμένου τό είδωλον άεί έναπομάττεται τώ τής ψυχής κατόπτρω καί άναπλάττει τήν μορφήν' ή δέ τού κάλλους άπορροή δι' άφανών άκτίνων έπί τήν έρωτικήν έλκομένη καρδίαν έναποσφραγίζει κάτω τήν σκιάν.

Λέγω δή πρός αύτήν συνείς' Άλλά σύ γε ούδενός μετέχεις τών σαυτής άλλ' έοικας τοίς έν γραφαίς έσθίουσιν. Ή δέ Ποίον γάρ όψον έφη μοι πολυτελές ή ποίος οίνος τιμιώτερος τής σής όψεως; καί άμα λέγουσα κατεφίλησέ με προσιέμενον ούκ άηδώς τά φιλήματα' είτα διασχούσα είπεν' Αύτη μοι τροφή.

Τότε μέν ούν έν τούτοις ήμεν' έσπέρας δέ γενομένης ή μέν έπεχείρει με κρατείν έκεί κοιμηθησόμενον έγώ δέ παρητούμην είπών ά καί πρός τόν Σάτυρον έτυχον προαγορεύσας. Μόλις ούν άφίησιν άνιωμένη'

τή δέ ύστεραία συνέκειτο ήμίν είς τό τής Ίσιδος ίερόν άπαντήσαι διαλεξομένοις τε άλλήλοις καί πιστωσομένοις έπί μάρτυρι τή θεώ. Συμπαρήσαν δέ ήμίν ό τε Μενέλαος καί ό Κλεινίας' καί ώμνύομεν έγώ μέν άγαπήσειν άδόλως ή δέ άνδρα ποιήσασθαι καί πάντων άποφήναι δεσπότην.

Άρξει δέ είπον έγώ τών συνθηκών ή είς Έφεσον ήμών άφιξις' ένταύθα γάρ ώς έφην Λευκίππη παραχωρήσεις. Δείπνον ούν ήμίν ηύτρεπίζετο πολυτελές' καί όνομα μέν ήν τώ δείπνω γάμοι τό δέ έργον συνέκειτο ταμιεύεσθαι.

Καί τι μέμνημαι καί γελοίον παρά τήν έστίασιν τής Μελίτης' ώς γάρ έπευφήμουν τοίς γάμοις οί παρόντες νεύσασα πρός με ήσυχή Καινόν είπεν έγώ μόνη πέπονθα καί οίον έπί τοίς άφανέσι ποιούσι νεκροίς' κενοτάφιον μέν γάρ είδον κενογάμιον δέ ού. ταύτα μέν ούν έπαιζε σπουδή.

Τή δέ έπιούση στελλόμεθα πρός άποδημίαν' κατά τύχην δέ καί τό πνεύμα έκάλει ήμάς. Καί ό Μενέλαος μέχρι τού λιμένος έλθών καί άσπασάμενος εύτυχεστέρας είπών νύν ήμάς τυχείν θαλάσσης άπετράπετο αύθις νεανίσκος πάνυ χρηστός καί θεών άξιος καί άμα δακρύων έμπεπλησμένος' καί ήμίν δέ πάσι κατεφέρετο δάκρυα.

Τώ δέ Κλεινία έδόκει μή με καταλιπείν άλλά μέχρις Έφέσου συμπλεύσαντα καί τινα ένδιατρίψαντα τή πόλει χρόνον έπανελθείν εί τάμά έν καλώ κείμενα καταμάθοι.

Γίνεται δή κατ' ούράν ήμών ό άνεμος' έσπέρα τε ήν καί δειπνήσαντες έκείμεθα κοιμησόμενοι. Ίδία δέ έμοί τε καί τή Μελίτη καλύβη τις ήν έπί τού σκάφους περιπεφραγμένη. Περιβαλούσα ούν με κατεφίλει καί άπήτει τόν γάμον Νύν μέν λέγουσα Λευκίππης τούς όρους έξήλθομεν καί τών συνθηκών τούς όρους άπειλήφαμεν' έντεύθεν ή προθεσμία. Τί με δεί νύν είς Έφεσον περιμένειν; άδηλοι τής θαλάσσης αί τύχαι' άπιστοι τών άνέμων αί μεταβολαί.

Πίστευσόν μοι Κλειτοφών καίομαι' όφελον ήδυνάμην δείξαι τό πύρ' όφελον είχον τήν αύτήν φύσιν τώ κοινώ τού έρωτος πυρί ίνα σοι περιχυθείσα κατέφλεξα' νύν δέ πρός τοίς άλλοις τούτο μόνον τό πύρ ίδίαν ύλην έχει καί έν ταίς περί τούς έραστάς συμπλοκαίς άνακαιόμενον λάβρον τών συμπλεκομένων φείδεται.

Ώ πυρός μυστικού πυρός έν άπορρήτω δαδουχουμένου πυρός τούς όρους αύτού φυγείν μή θέλοντος. Μυηθώμεν ούν ώ φίλτατε τά τής Άφροδίτης μυστήρια.

Κάγώ είπον' Μή με βιάση λύσαι θεσμόν όσίας νεκρών. Ούπω τής άθλίας έκείνης τούς όρους παρήλθομεν έως άν γής έπιβώμεν έτέρας. Ούκ ήκουσας ώς έν θαλάσση τέθνηκεν; έτι πλέω Λευκίππης τόν τάφον. Τάχα που περί τήν ναύν αύτής είλείται τό είδωλον.

Λέγουσι δέ τάς έν ύδατι ψυχάς άνηρημένας μηδέ είς Άιδου καταβαίνειν όλως άλλ' αύτού περί τό ύδωρ έχειν τήν πλάνην καί έπιστήσεται τάχα ήμίν συμπλεκομένοις. Έπιτήδειον δέ σοι δοκεί καί τό χωρίον είναι πρός γάμον; γάμος έπί κύματος γάμος ύπό θαλάσσης φερόμενος; θάλαμον ήμίν θέλεις γενέσθαι μή μένοντα;

Σύ μέν έφη σοφίζη φίλτατε' πάς δέ τόπος τοίς έρώσι θάλαμος' ούδέν γάρ άβατον τώ θεώ. Έν θαλάσση δέ μή καί οίκειότερόν έστιν Έρωτι καί Άφροδισίοις μυστηρίοις; θυγάτηρ Άφροδίτη θαλάσσης.

Χαρισώμεθα τή γαμηλίω θεώ τιμήσωμεν αύτής γάμω τήν μητέρα. Έμοί μέν γάρ δοκεί τά παρόντα γάμων είναι σύμβολα' ζυγός μέν ούτος ύπέρ κεφαλής κρεμάμενος δεσμοί δέ περί τήν κεραίαν τεταμένοι. Καλά γε ώ δέσποτα τά μαντεύματα' ύπό ζυγόν ό θάλαμος καί κάλω δεδεμένοι. Άλλά καί πηδάλιον τού θαλάμου πλησίον'

ίδού τούς γάμους ήμών ή Τύχη κυβερνά. Νυμφοστολήσουσι δέ ήμάς Ποσειδών καί Νηρείδων χορός' ένταύθα γάρ καί αύτός Άμφιτρίτην γαμεί. Λιγυρόν δέ συρίζει περί τούς κάλως καί τό πνεύμα' έμοί μέν ύμέναιον άδειν δοκεί τά τών άνέμων αύλήματα.

Όράς δέ καί τήν όθόνην κεκυρτωμένην ώσπερ έγκύμονα γαστέρα' δεξιόν μοι καί τούτο τών οίωνισμάτων' έση μοι ταχύ καί πατήρ.

Ίδών ούν αύτήν σφόδρα έγκειμένην Φιλοσοφήσωμεν είπον ώ γύναι μέχρι λαβώμεθα γής' όμνυμι γάρ σοι τήν θάλασσαν αύτήν καί τήν τού πλού τύχην ώς έσπούδακα καί αύτός. Άλλ' είσί καί θαλάσσης νόμοι. Πολλάκις ήκουσα παρά τών ναυτικωτέρων καθαρά δείν Άφροδισίων είναι τά σκάφη τάχα μέν ώς ίερά τάχα δέ ίνα μή τις έπί τηλικούτω κινδύνω τρυφά. Μή ένυβρίσωμεν ώ φιλτάτη τή θαλάσση' μή συμμείξωμεν γάμον όμού καί φόβον. Τηρήσωμεν έαυτοίς καθαράν τήν ήδονήν. ταύτα λέγων καί μειλισσόμενος τοίς φιλήμασιν έπειθον καί τό λοιπόν ούτως έκαθεύδομεν.

Πέντε δέ τών έξής ήμερών διανύσαντες τόν πλούν ήκομεν είς τήν Έφεσον. Οίκία μεγάλη καί πρώτη τών έκεί' θεραπεία πολλή καί ή άλλη παρασκευή πολυτελής.

Κελεύει δή δείπνον ώς ότι έκπρεπέστατον έτοιμάζειν. Ήμείς δέ τέως έφη χωρήσωμεν είς τούς άγρούς. Άπείχον δέ τής πόλεως σταδίους τέσσαρας. Έπικαθίσαντες ούν όχήματι έξήλθομεν.

Καί έπεί τάχιστα παρεγενόμεθα διεβαδίζομεν τούς όρχάτους τών φυτών καί έξαίφνης προσπίπτει τοίς γόνασιν ήμών γυνή χοίνιξι παχείαις δεδεμένη δίκελλαν κρατούσα τήν κεφαλήν κεκαρμένη έρρυπωμένη τό σώμα χιτώνα άνεζωσμένη άθλιον πάνυ καί Έλέησόν με έφη δέσποινα γυνή γυναίκα έλευθέραν μέν ώς έφυν δούλην δέ νύν ώς δοκεί τή Τύχη' καί άμα έσιώπησε.

Λέγει ούν ή Μελίτη' Άνάστηθι ώ γύναι' λέγε τίς εί καί πόθεν καί τίς σοι τούτον περιέθηκε τόν σίδηρον' κέκραγε γάρ σου καί έν κακοίς ή μορφή τήν εύγένειαν. Ό σός είπεν οίκέτης ότι αύτώ μή πρός εύνήν έδούλευον.

Όνομα Λάκαινα Θετταλή τό γένος' καί σοι προσφέρω μου ταύτην τήν τύχην ίκετηρίαν. Άπόλυσόν με τής καθεστώσης συμφοράς' πάρασχε δέ μοι τήν άσφάλειαν έστ' άν άποτίσω τάς δισχιλίας' τοσούτου γάρ με ό Σωσθένης άπό τών ληστών έωνήσατο.

Ποριούμεν δέ εύ ίσθι τήν ταχίστην' εί δέ μή σοί δουλεύσομεν. Όράς δέ καί πληγαίς ώς κατέξανέ με πολλαίς. Καί άμα διανοίξασα τόν χιτώνα δείκνυσι τά νώτα διαγεγραμμένα έτι οίκτρότερον.

Ώς ούν ταύτα ήκούσαμεν έγώ μέν συνεχύθην' καί γάρ τι έδόκει Λευκίππης έχειν' ή δέ Μελίτη έφη' Θάρρει γύναι' τούτων γάρ σε λύσομεν είς τε τήν οίκείαν προίκα άποπέμψομεν. Τόν Σωσθένην καλεσάτω τις ήμίν.

Ή μέν ούν εύθύς τών δεσμών ήλευθερούτο ό δέ παρήν τεταραγμένος. Λέγει ούν ή Μελίτη' Ώ κακή κεφαλή τίνα ποτέ κάν τών άχρειοτάτων οίκετών τεθέασαι παρ' ήμίν ούτως ήκισμένον; τίς αύτη; λέγε μηδέν ψευσάμενος.

Ούκ οίδα είπεν ώ δέσποινα πλήν έμπορός τις όνομα Καλλισθένης ταύτην μοι πέπρακε φάσκων έωνήσθαι μέν αύτήν άπό ληστών είναι δέ έλευθέραν. Όνομα δέ αύτήν ό έμπορος έκάλει Λάκαιναν.

Ή δέ τόν μέν τής διοικήσεως ής είχεν άπέπαυσεν αύτήν δέ παραδίδωσι θεραπαίναις κελεύσασα λούσαι καί έσθήτα άμφιάσαι καθαράν καί είς άστυ άγαγείν. Διοικήσασα δέ τινα τών κατά τούς άγρούς ών ένεκεν παρήν έπιβάσα τού όχήματος άμα έμοί έπανήειμεν είς τήν πόλιν καί περί τό δείπνον ήμεν.

Έστιωμένω δέ μοι μεταξύ σημαίνει νεύσας ό Σάτυρος προανίστασθαι καί ήν τό πρόσωπον έσπουδακώς. Σκηψάμενος ούν έπί τινι τών κατά τήν γαστέρα έπείγειν διανίσταμαι. Καί έπεί προήλθον λέγει μέν ούδέν έπιστολήν δέ όρέγει.

Λαβών δέ πρίν άναγνώναί με κατεπλάγην εύθύς' έγνώρισα γάρ Λευκίππης τά γράμματα. Έγέγραπτο δέ τάδε'

Λευκίππη Κλειτοφώντι τώ δεσπότη μου.

Τούτο γάρ σε δεί καλείν έπεί καί τής δεσποίνης άνήρ εί τής έμής. Όσα μέν διά σέ πέπονθα οίδας' άνάγκη δέ νύν ύπομνήσαί σε. Διά σέ τήν μητέρα κατέλιπον καί πλάνην είλόμην' διά σέ πέπονθα ναυαγίαν καί ληστών ήνεσχόμην' διά σέ ίερείον γέγονα καί καθαρμός καί τέθνηκα ήδη δεύτερον' διά σέ πέπραμαι καί έδέθην σιδήρω καί δίκελλαν έβάστασα καί έσκαψα γήν καί έμαστιγώθην ίνα σύ ό γέγονας άλλη γυναικί καί έγώ τω έτέρω άνδρί γένωμαι; μή γένοιτο.

Άλλ' έγώ μέν έπί τοσαύταις άνάγκαις διεκαρτέρησα σύ δέ άπρατος άμαστίγωτος γαμείς. Εί τις ούν τών πεπονημένων διά σέ κείται χάρις δεήθητί σου τής γυναικός άποπέμψαι ώς έπηγγείλατο' τάς δέ δισχιλίας άς ό Σωσθένης ύπέρ έμού κατεβάλετο πίστευσον ήμίν καί έγγύησαι πρός τήν Μελίτην ότι πέμψομεν' έγγύς γάρ τό βυζάντιον.

Έάν δέ άποτίσης νόμιζε μισθόν μοι δεδωκέναι τών ύπέρ σού πόνων. Έρρωσο καί όναιο τών καινών γάμων. Έγώ δέ έτι σοι ταύτα γράφω παρθένος.

Τούτοις έντυχών πάντα έγινόμην όμού' άνεφλεγόμην ώχρίων έθαύμαζον ήπίστουν έχαιρον ήχθόμην.

Λέγω ούν πρός τόν Σάτυρον' Πότερον έξ Άιδου ήκεις φέρων τήν έπιστολήν ή τί ταύτα θέλει; Λευκίππη πάλιν άνεβίω; Μάλιστα έφη καί έστιν ήν είδες έν τοίς άγροίς. Καί τότε μέν ούν ούδ' άν άλλος αύτήν ίδών γνωρίσειεν έφηβον ούτω γενομένην' τούτο γάρ ή τών τριχών αύτής κουρά μόνον ένήλλαξεν.

Είτα έστηκας έφην έπί τηλικούτοις άγαθοίς καί μέχρι τών ώτων μόνον εύφραίνεις άλλ' ού δεικνύεις καί τοίς όμμασι τάγαθά; Μή σύ γε είπεν ό Σάτυρος' άλλ' ένεός κάτασχε μή πάντας άπολέσης έως περί τούτων άσφαλέστερον βουλευσώμεθα.

Γυναίκα όράς πρώτην Έφεσίων μαινομένην έπί σοί ήμάς δέ έρήμους έν μέσαις άρκυσιν. Άλλ' ού δύναμαι έφην' έπέρχεται γάρ διά πασών τών τού σώματος όδών ή χαρά.

Άλλ' ίδού μοι διά τών γραμμάτων έγκαλεί. Καί άμα αύθις έντυγχάνων τοίς γράμμασιν ώς έκείνην δι' αύτών βλέπων καί άναγινώσκων καθ' έν έλεγον' Δίκαια έγκαλείς φιλτάτη. Πάντα δι' έμέ έπαθες' πολλών σοι γέγονα κακών αίτιος.

Ώς δέ είς τάς μάστιγας καί είς τάς βασάνους έγενόμην άς ό Σωσθένης αύτή παρετρίψατο έκλαον ώσπερ αύτάς τάς βασάνους βλέπων αύτής' ό γάρ λογισμός πέμπων τής ψυχής τά όμματα πρός τήν άπαγγελίαν τών γραμμάτων έδείκνυ τά όρώμενα ώς δρώμενα. Πάνυ δέ ήρυθρίων έφ' οίς μοι τόν γάμον ώνείδιζεν ώσπερ έπ' αύτοφώρω μοιχός κατειλημμένος. Ούτως ήσχυνόμην καί τά γράμματα.

Οίμοι πώς άπολογήσομαι Σάτυρε; έφην' έαλώκαμεν. Λευκίππη κατέγνωκεν ήμών' τάχα δέ καί μεμισήμεθα. Άλλά πώς έσώθη φράσον σύ' καί τίνος σώμα έθάψαμεν; Αύτή σοι κατά καιρόν φράσει' τό δέ νύν ό Σάτυρος έφη άντιγράψαι σε δεί καί ίλάσασθαι τήν κόρην.

Κάγώ γάρ αύτή διωμοσάμην ώς άκων αύτήν έγημας. Είπας γάρ έφην ότι καί έγημα; άπολώλεκάς με. Τής εύηθείας' όλη γάρ ή πόλις ούκ οίδε τόν γάμον; Άλλ' ούκ έγημα μά τόν Ήρακλέα Σάτυρε καί τήν παρούσαν τύχην.

Παίζεις ώγαθέ' συγκαθεύδεις. Οίδα μέν άπιστα λέγων άλλ' ούπω πέπρακται' καθαρός είς ταύτην τήν ήμέραν Μελίτης Κλειτοφών. Άλλά τί γράφω λέγε' σφόδρα γάρ με έξέπληξε τό συμβάν ώστε άπόρως έχω. Ούκ είμί σου σοφώτερος ό Σάτυρος είπεν' άλλά καί αύτός σοι ό Έρως ύπαγορεύσει. Μόνον διά ταχέων. Άρχομαι δή γράφειν'

Χαίρέ μοι ώ δέσποινα Λευκίππη. Δυστυχώ μέν έν οίς εύτυχώ ότι σέ παρών παρούσαν ώς άποδημούσαν όρώ διά γραμμάτων. Εί μέν ούν τήν άλήθειαν περιμένεις μηδέν προκαταγινώσκουσά μου μαθήση τήν σήν με παρθενίαν μεμιμημένον εί τις έστι καί έν άνδράσι παρθενία' εί δέ με χωρίς άπολογίας ήδη μεμίσηκας όμνυμί σοι τούς σώσαντάς σε θεούς ώς έν βραχεί σοι τό έργον άπολογήσομαι. Έρρωσό μοι φιλτάτη καί ίλεως γένοιο.

Δίδωμι δή τώ Σατύρω τήν έπιστολήν καί δέομαι τά είκότα είπείν πρός αύτήν περί έμού. Έγώ δέ αύθις έπί τό συμπόσιον άπήειν ήδονής άμα καί λύπης γεγεμισμένος. Ήδειν γάρ τήν Μελίτην ούκ άνήσουσάν με τής νυκτός τό μή ού γενέσθαι τούς γάμους ήμίν' έμοί δέ άδύνατον ήν Λευκίππην άπολαβόντι γυναίκα έτέραν κάν ίδείν. Τό μέν ούν πρόσωπον έβιαζόμην μηδέν άλλοίον παρέχειν ή πρίν ήν' ού πάντη δέ κρατείν ήδυνάμην. Ώς δέ ένικώμην σκήπτομαι φρίκην μοι ύποδραμείν. Ή δέ συνήκε μέν ότι κατά τής ύποσχέσεως προοιμιάζομαι έλέγχειν δέ ούκ ήδύνατο τό προοίμιον.

Έγώ μέν δή άδειπνος άνίσταμαι κοιμησόμενος ή δέ κατά πόδας ώς είχεν έφ' ήμιτελεί τώ δείπνω συνανίσταται. Ώς δέ είς τόν θάλαμον παρήλθομεν έγώ μέν έτι μάλλον έπέτεινον τής νόσου τήν ύπόκρισιν ή δέ έλιπάρει καί έλεγε' Τί ταύτα ποιείς; μέχρι τίνος με άπολλύεις; ίδού καί τήν θάλασσαν διεπλεύσαμεν' ίδού καί Έφεσος ή προθεσμία τών γάμων.

Ποίαν έτι περιμένομεν ήμέραν; μέχρι τίνος ώς έν ίερώ συγκαθεύδομεν; ποταμόν παρατιθείς πολύν κωλύεις πίνειν. Τοσούτον χρόνον ύδωρ έχουσα διψώ έν αύτή καθεύδουσα τή πηγή. Τοιαύτην έχω τήν εύνήν οίαν ό Τάνταλος τήν τροφήν.

Ταύτα έλεγε καί έκλαεν έπιθείσά μου τοίς στέρνοις τήν κεφαλήν ούτως έλεεινώς ώστε συμπαθείν μέ τι τήν ψυχήν. Ούκ είχον δέ όστις γένωμαι' καί γάρ έδόκει μοι δίκαια έγκαλείν.

Λέγω ούν πρός αύτήν' Όμνυμί σοι φιλτάτη τούς πατρώους θεούς ή μήν σφόδρα καί αύτός έπείγεσθαί σου τήν σπουδήν άμείψασθαι. Άλλ' ούκ οίδα έφην τί πέπονθα' νόσος γάρ μοι έξαίφνης ένέπεσεν.

Οίσθα δέ ότι ύγιείας χωρίς ούδέν έστιν Άφροδίτη. Καί άμα λέγων άπέψων αύτής τά δάκρυα καί όρκοις έτέροις έπιστούμην ώς ούκ είς μακράν ών θέλει τεύξεται. Τότε μέν ούν καί μάλα μόλις ήνέσχετο.

Τή δέ ύστεραία καλέσασα τάς θεραπαινίδας αίς τήν έπιμέλειαν τής Λευκίππης ένεχείρισεν έπηρώτα μέν τό πρώτον εί δεξιώς αύτή κέχρηνται. Φασκουσών δέ μηδέν τών δεόντων παραλιπείν αύτή άγειν έκέλευσε τήν άνθρωπον πρός αύτήν.

Ώς δέ ήλθε Τά μέν έμά όπως έσχεν έφη πρός σέ φιλανθρωπίασ περισσόν είδυία σοι λέγειν. Δικαία τυγχάνειν άλλ' οίς άν δύνη τήν ίσην άπότισαί μοι χάριν. Άκούω τάς Θετταλάς ύμάς ών άν έρασθήτε μαγεύειν ούτωσ ώστε μή πρός έτέραν έτι τόν άνθρωπον άποκλίνειν γυναίκα πρός τε τήν μαγεύουσαν ούτως έχειν ώς πάντα νομίζειν έκείνην αύτώ.

Έμοί τούτο ώ φιλτάτη φλεγομένη πάρασχε φάρμακον. Τόν νεανίσκον είδες τόν άμα έμοί χθές βαδίζοντα; Τόν άνδρα έφη λέγεις τόν σόν; ύπολαβούσα πάνυ κακοήθως ή Λευκίππη' τούτο γάρ άκήκοα παρά τών κατά τήν οίκίαν. Ποίον άνδρα; Μελίτη είπεν' ούδέν κοινόν έστιν ή τοίς λίθοις.

Άλλ' έμέ παρευδοκιμεί τις νεκρά' ούτε γάρ έσθίων ούτε κοιμώμενος έπιλαθέσθαι δύναται τού Λευκίππης όνόματος' τούτο γάρ αύτήν καλεί. Έγώ δέ φίλη μηνών τεσσάρων έν Άλεξανδρεία δι' αύτόν διέτριψα δεομένη λιπαρούσα ύπισχνουμένη τί γάρ ού λέγουσα τί δέ ού ποιούσα τών άρέσαι δυναμένων; ό δέ σίδηρός τις ή ξύλον ή τι τών άναισθήτων ήν άρα πρός τάς δεήσεις τάς έμάς. Μόλις δέ τώ χρόνω πείθεται' έπείσθη δέ μέχρι τών όμμάτων. Όμνυμι γάρ σοι τήν Άφροδίτην αύτήν ώς ήδη πέμπτην ήμέραν αύτώ συγκαθεύδουσα ούτως άνέστην ώς άπό εύνούχου. Έοικα δέ είκόνος έράν' μέχρι γάρ τών όμμάτων έχω τόν έρώμενον. Δέομαι δέ σου γυναικός γυνή τήν αύτήν δέησιν ήν καί σύ μου χθές έδεήθης' δός μοί τι έπί τούτον τόν ύπερήφανον' σώσεις γάρ μου τήν ψυχήν διαρρεύσασαν ήδη.

Ώς ούν ήκουσεν ή Λευκίππη ήσθήναι μέν έδόκει τώ μηδέν πρός τήν άνθρωπόν μοι πεπράχθαι' φήσασα δέ άνερευνήσειν εί συγχωρήσειεν αύτή βοτάνας γενομένη κατά τούς άγρούς άπιούσα ώχετο' άρνουμένη γάρ ούκ ώετο πίστιν έξειν' όθεν οίμαι καί έπηγγείλατο.

Ή μέν δή Μελίτη ΄ράων έγεγό νει μόνον έλπίσασα. Τά γάρ ήδέα κάν μήπω παρή τέρπει ταίς έλπίσιν.

Έγώ δέ τούτων έπιστάμενος ούδέν ήθύμουν μέν σκοπών πώς άν διακρουσαίμην καί τήν έπιούσαν νύκτα τήν γυναίκα καί πώς άν συντυχείν Λευκίππη δυναίμην.

Έδόκει δέ μοι κάκείνη τήν ίσην σπουδήν ποιείσθαι τού άπελθείν δι' αύτήν είς τούς άγρούς καί περί τήν έσπέραν αύθις ήκειν. Έμελλεν ή Μελίτη παρέξειν όχημα' ήμείς δέ έπί τόν πότον ήμεν.

Άρτι δέ κατακλιθέντων ήμών θόρυβος πολύς κατά τόν άνδρώνα άκούεται καί συνδρομή καί είστρέχει τις τών θεραπόντων άσθμαίνων άμα καί λέγων' Θέρσανδρος ζή καί πάρεστιν.

Ήν δέ ό Θέρσανδρος ούτος ό τής Μελίτης άνήρ όν ένόμιζε τεθνηκέναι κατά θάλασσαν. Τών γάρ συνόντων αύτώ τινες οίκετών ώς περιετράπη τό σκάφος σωθέντες καί νομίσαντες άπολωλέναι τούτο άπαγγείλαντες έτυχον. Άμα ούν ό οίκέτης είπε καί ό Θέρσανδρος κατά πόδας είστρέχει' πάντα γάρ τά περί έμού πυθόμενος κατά τήν όδόν έσπευδε φθάσας καταλαβείν με.

Ή μέν δή Μελίτη άνέθορεν ύπό έκπλήξεως τού παραλόγου καί περιβάλλειν έπεχείρει τόν άνδρα. Ό δέ τήν μέν ώς είχεν ώθει μάλα έρρωμένως έμέ δέ ίδών καί είπών' Ό μοιχός ούτος έμπηδά καί ΄ραπίζει με κατά κόρρης πληγήν θυμού γέμουσαν' έλκύσας δέ τών τριχών ΄ράσσει πρός τούδαφος καί προσπίπτων κατακόπτει με πληγαίς.

Έγώ δέ ώσπερ έν μυστηρίω μηδέν (ήδειν) μήθ' όστις ό άνθρωπος ήν μήθ' ού χάριν έτυπτεν ύποπτεύσας δέ τι κακόν είναι έδεδοίκειν άμύνασθαι καίτοι δυνάμενος.

Έπεί δέ έκαμεν ό μέν τύπτων έγώ δέ φιλοσοφών λέγω πρός αύτόν άναστάς' Τίς ποτε εί ώ άνθρωπε καί τί με ούτως ήκίσω; ό δέ έτι μάλλον όργισθείς ότι καί φωνήν άφήκα ΄ραπίζει πάλιν καί καλεί δεσμά καί πέδας. Δεσμεύουσιν ούν με καί άγουσιν είς τι δωμάτιον.

Έν ώ δέ ταύτα έπράττετο λανθάνει μου διαρρυείσα ή τής Λευκίππης έπιστολή' έτυχον γάρ αύτήν είσω τού χιτωνίσκου προσδεδεμένην έκ τών τής όθόνης θυσάνων έχων. Καί ή Μελίτη άναιρείται λαθούσα' έδεδίει γάρ μή τινα τών πρός με αύτής γραμμάτων ήν.

Ώς δέ άνέγνω καθ' έαυτήν γενομένη καί τό τής Λευκίππης εύρεν όνομα βάλλεται μέν τήν καρδίαν εύθέως γνωρίσασα τούνομα. Ού μήν αύτήν ένόμιζεν είναι τώ πολλάκις αύτήν άκούσαι τετελευτηκέναι.

Ώς δέ προιούσα καί τοίς λοιποίς τών γεγραμμένων ένέτυχε πάσαν μαθούσα τήν άλήθειαν έμεμέριστο πολλοίς άμα τήν ψυχήν αίδοί καί όργή καί έρωτι καί ζηλοτυπία. Ήσχύνετο τόν άνδρα ώργίζετο τοίς γράμμασιν ό έρως έμάραινε τήν όργήν έξήπτε τόν έρωτα ή ζηλοτυπία καί τέλος έκράτησεν ό έρως.

Ήν δέ πρός έσπέραν καί έτυχε Θέρσανδρος έκ τής πρώτης όργής πρός έταίρόν τινα τών έγχωρίων έκθορών. Ή δέ διαλεχθείσα τώ τήν φυλακήν τήν έμήν πεπιστευμένω είσέρχεται πρός με λαθούσα τούς άλλους θεράποντας δύο τού δωματίου προκαθίσασα καί καταλαμβάνει χαμαί καταβεβλημένον.

Παραστάσα ούν πάντα ήθελεν είπείν όμού' τό σχήμα τού προσώπου τοσαύτα είχεν όσα είπείν ήθελεν. Ώ δυστυχής έγώ καί έπί τώ έμαυτής κακώ τεθεαμένη σε τό μέν πρώτον άτέλεστα έρασθείσα καί μετά πάσης άνοίας ή καί μισουμένη τόν μισούντα φιλώ καί όδυνωμένη τόν όδυνώντα έλεώ καί ούδέ ύβρις τόν έρωτα παύει.

Ώ ζεύγος κατ' έμού γοήτων άνδρός καί γυναικός. Ό μέν τοσούτόν μου χρόνον κατεγέλα ή δέ άπήλθε κοιμούσά μοι φίλτρον. Έγώ δέ ή κακοδαίμων ήγνόουν αίτούσα παρά τών έχθίστων κατ' έμαυτής φάρμακον.

Καί άμα τήν έπιστολήν τής Λευκίππης μοι προσέρριψεν. Ίδών ούν καί γνωρίσας έφριξα καί έβλεπον είς γήν ώς έληλεγμένος. Ή δέ έτραγώδει πάλιν' Οίμοι δειλαία τών κακών' καί γάρ τόν άνδρα άπώλεσα διά σέ ούτε γάρ άν έχοιμί σε τού λοιπού χρόνου κάν μέχρι τών όμμάτων τών κενών έπεί μή δεδύνησαι τούτων πλέον.

Οίδα ότι ό άνήρ με μισεί καί μοιχείαν κατέγνωκεν έπί σοί μοιχείαν άκαρπον μοιχείαν άναφρόδιτον ής μόνον τήν λοιδορίαν κεκέρδακα. Αί μέν γάρ άλλαι γυναίκες μισθόν τής αίσχύνης έχουσι τήν τής έπιθυμίας ήδονήν έγώ δέ ή δυστυχής τήν μέν αίσχύνην έκαρπωσάμην τό δέ τής ήδονής ούδαμού.

Άπιστε καί βάρβαρε έτόλμησας ούτως έρώσαν γυναίκα κατατήξαι καί ταύτα Έρωτος καί σύ δούλος ών; ούκ έφοβήθης αύτού τά μηνίματα; ούκ ήδέσθης αύτού τό πύρ; ούκ έτίμησας αύτού τά μυστήρια; ού κατέκλασέ σε ταύτα τά όμματα δακρύοντα;

ώ καί ληστών άγριώτερε' δάκρυα γάρ καί ληστής αίσχύνεται. Ούδέν σε ήρέθισεν είς Άφροδίτην κάν μίαν ού δέησις ού χρόνος ούχ ή τών σωμάτων συμπλοκή άλλά τό πάντων ύβριστικώτατον προσαπτόμενος καταφιλών ούτως άνέστης ώς άλλη γυνή.

Τίς αύτη τών γάμων ή σκιά; ού μέν δή γεγηρακυία συνεκάθευδες ούδέ άποστρεφομένη σου τάς περιπλοκάς άλλά καί νέα καί φιλούση είποι δ' άν άλλος ότι καί καλή. Εύνούχε καί άνδρόγυνε καί κάλλους βάσκανε έπαρώμαί σοι δικαιοτάτην άράν' ούτως σε άμύναιτο ό Έρως είς τά σά. Ταύτα έλεγε καί άμα έκλαεν.

Ώς δέ έσιώπων έγώ κάτω νενευκώς μικρόν διαλιπούσα λέγει μεταβαλούσα' Ά μέν είπον ώ φίλτατε θυμός έλεγε καί λύπη' ά δέ νύν μέλλω λέγειν έρως λέγει. Κάν όργίζωμαι καίομαι' κάν ύβρίζωμαι φιλώ.

Σπείσαι κάν νύν έλέησον' ούκέτι δέομαι πολλών ήμερών καί γάμου μακρού όν ή δυστυχής ώνειροπόλουν έπί σοί' άρκεί μοι κάν μία συμπλοκή' μικρού δέομαι φαρμάκου πρός τηλικαύτην νόσον. Σβέσον μοι όλίγον τού πυρός. Εί δέ τί σοι προπετώς έθρασυνάμην σύγγνωθι φίλτατε' έρως άτυχών καί μαίνεται. Άσχημονούσα οίδα άλλ' ούκ αίσχύνομαι τά τού Έρωτος έξαγορεύουσα μυστήρια. Πρός άνδρα λαλώ μεμυημένον' οίδας τί πάσχω. Τοίς δέ άλλοις άνθρώποις άθέατα τά βέλη τού θεού καί ούκ άν τις έπιδείξαι δύναιτο τά τοξεύματα' μόνοι δέ οίδασιν οί έρώντες τά τών όμοίων τραύματα.

Έτι μόνον έχω ταύτην τήν ήμέραν' τήν ύπόσχεσιν άπαιτώ. Άναμνήσθητι τής Ίσιδος αίδέσθητι τούς όρκους τούς έκεί. Εί μέν γάρ καί συνοικείν ήθελες ώσπερ ώμοσας ούκ άν έφρόντισα μυρίων Θερσάνδρων. Έπεί δέ Λευκίππην εύρόντι σοι γάμος άδύνατος άλλης γυναικός έκούσά σοι κάγώ τούτο παραχωρώ. Οίδα νικωμένη' ούκ αίτώ πλέον ή δύναμαι τυχείν. Κατ' έμού γάρ πάντα καινά' άναβιούσι καί νεκροί.

Ώ θάλασσα πλέουσαν μέν με διέσωσας σώσασα δέ μάλλον άπολώλεκας δύο άποστείλασα κατ' έμού νεκρούς' ούκ ήρκει γάρ Λευκίππη μόνη (ζησάτω ίνα μηκέτι λυπήται Κλειτοφών)' νύν δέ καί ό άγριος Θέρσανδρος ήμίν πάρεστι. Τετύπτησαι βλεπούσης μου καί βοηθείν ή δυστυχής ούκ ήδυνάμην' έπί τούτο τό πρόσωπον πληγαί κατηνέχθησαν ώ θεοί' δοκώ τυφλός Θέρσανδρος ήν.

Άλλά δέομαι Κλειτοφών δέσποτα (δεσπότης γάρ εί ψυχής τής έμήσ) άπόδος σεαυτόν τήμερον πρώτα καί ύστατα' έμοί δέ ήμέραι τό βραχύ τούτο πολλαί. Ούτω μηκέτι Λευκίππην άπολέσειας ούτω μηκέτι μηδέ ψευδώς άποθάνοι.

Μή άτιμάσης τόν έρωτα τόν έμόν δι' όν τά μέγιστα εύτυχείς. Ούτός σοι Λευκίππην άποδέδωκεν' εί γάρ σου μή ήράσθην έγώ εί γάρ σε μή ένταύθα ήγαγον ήν άν έτι σοι Λευκίππη νεκρά.

Είσίν ώ Κλειτοφών καί Τύχης δωρεαί. Ήδη τις θησαυρώ περιτυχών τόν τόπον τής εύρέσεως έτίμησε βωμόν ήγειρε θυσίαν προσήνεγκεν έστεφάνωσε τήν γήν' σύ δέ παρ' έμοί θησαυρόν έρωτος εύρών άτιμάζεις τά εύεργετήματα. Νόμιζέ σοι τόν Έρωτα δι' έμού λέγειν' Έμοί χάρισαι τούτο Κλειτοφών τώ σώ μυσταγωγώ' μή άμύητον Μελίτην άπέλθης καταλιπών' καί τό ταύτης έμόν έστι πύρ. Άκουσον δέ ώς καί τάλλα μοι μέλει περί σού.

Λυθήση μέν γάρ άρτι τών δεσμών κάν Θερσάνδρω μή δοκή. Καταγωγής δέ τεύξη τοσούτων ήμερών όσων έάν θέλης πρός έμόν σύντροφον. Έωθεν δέ καί τήν Λευκίππην παρέσεσθαι προσδόκα'

διανυκτερεύσειν γάρ έλεγεν είς τόν άγρόν βοτανών ένεκεν χάριν ώς έν όψει τής σελήνης αύτάς άναλάβοι. Ούτω γάρ μου κατεγέλα' ήτησα γάρ φάρμακον παρ' αύτής ώς Θετταλής κατά σού. Τί γάρ ήδυνάμην έτι ποιείν άποτυγχάνουσα ή βοτάνας ζητείν καί φάρμακα; αύτη γάρ τών έν έρωτι δυστυχούντων ή καταφυγή.

Ό Θέρσανδρος ώς καί περί τούτου θαρρήσης έξεπήδησε πρός έταίρον αύτού έξανιστάμενος έμοί τής οίκίας ύπό όργής' δοκεί δ' έμοιγε θεός τις αύτόν έντεύθεν έξεληλακέναι ίνα σου τά τελευταία ταύτα δυνηθώ τυχείν. Άλλά μοι σαυτόν άπόδος.

Ταύτα φιλοσοφήσασα (διδάσκει γάρ ό Έρως καί λόγουσ) έλυε τά δεσμά καί τάς χείρας κατεφίλει καί τοίς όφθαλμοίς καί τή καρδία προσέφερε καί είπεν' Όράς πώς πηδά καί πάλλει πυκνόν παλμόν άγωνίας γέμοντα καί έλπίδος γένοιτο δέ καί ήδονής' καί έοικεν ίκετεύειν σε τώ πηδήματι.

Ώς ούν με έλυσε καί περιέβαλε κλαίουσα έπαθόν τι άνθρώπινον καί άληθώς έφοβήθην τόν Έρωτα μή μοι γένηται μήνιμα έκ τού θεού καί άλλως ότι Λευκίππην άπειλήφειν καί ότι μετά ταύτα τής Μελίτης άπαλλάττεσθαι έμελλον καί ότι ούδέ γάμος έτι τό πραττόμενον ήν άλλά φάρμακον ώσπερ ψυχής νοσούσης.

Περιβαλλούσης ούν ήνειχόμην καί περιπλεκομένης πρός τάς περιπλοκάς ούκ άντέλεγον' καί έγένετο όσα ό Έρως ήθελεν ούτε στρωμνής ήμών δεηθέντων ούτε άλλου τινός τών είς παρασκευήν Άφροδισίων.

Αύτουργός γάρ ό Έρως καί αύτοσχέδιος σοφιστής καί πάντα τόπον αύτώ τιθέμενος μυστήριον. Τό δ' άπερίεργον είς Άφροδίτην ήδιον μάλλον τού πολυπράγμονος' αύτοφυή γάρ έχει τήν ήδονήν.

Έπεί ούν τήν Μελίτην ίασάμην λέγω πρός αύτήν' Άλλ' όπως μοι τής φυγής παράσχης τήν άσφάλειαν καί τάλλα ώς ύπέσχου περί Λευκίππης. Μή φροντίσης είπε τού γε κατ' έκείνην μέρους άλλ' ήδη νόμιζε Λευκίππην έχειν. Σύ δέ ένδυθι τήν έσθήτα τήν έμήν καί κλέπτε τό πρόσωπον τώ πέπλω.

Ήγήσεται δέ σοι τής έπί τάς θύρας όδού Μελανθώ' περιμενεί δέ σε καί νεανίσκος έπ' αύταίς ταίς θύραις ώ προστεταγμένον έστίν έξ έμού κομίσαι σε είς τήν οίκίαν ού καί Κλεινίαν καί Σάτυρον εύρήσεις καί Λευκίππη σοι παρέσται.

Ταύτα άμα λέγουσα έσκεύασέ με ώς έαυτήν καί καταφιλούσα Ώς εύμορφότεροσ έφη παρά πολύ γέγονας τή στολή' τοιούτον Άχιλλέα ποτ' έθεασάμην έν γραφή. Άλλά μοι φίλτατε σώζοιο καί τήν έσθήτα ταύτην φύλαττε μνήμην' έμοί δέ τήν σήν κατάλιπε ώς άν έχοιμι ένδυομένη σοι περικεχύσθαι.

δίδωσι δέ μοι καί χρυσούς έκατόν καί καλεί τήν Μελανθώ' θεράπαινα δέ ήν αύτη τών πιστών καί έφήδρευε ταίς θύραις. Ώς δέ είσήλθε λέγει περί έμού τά συγκείμενα καί κελεύει πάλιν άναστρέφειν πρός αύτήν έπειδάν έξω γένωμαι θυρών.

Έγώ μέν δή τούτον τόν τρόπον ύπεκδύομαι' καί ό φύλαξ τού οίκήματος άνεχώρησε νομίσας τήν δέσποιναν είναι νευσάσης αύτώ τής Μελανθούς' καί διά τών έρήμων τής οίκίας έπί τινα θύραν ούκ έν όδώ κειμένην έρχομαι καί με ό πρός τής Μελίτης ταύτη προστεταγμένος άπολαμβάνει.

Άπελεύθερος δέ αύτός τών συμπεπλευκότων ήν ήμίν καί άλλως έμοί κεχαρισμένος. Ώς δέ άνέστρεψεν ή Μελανθώ καταλαμβάνει τόν φρουρόν άρτι έπικλείσαντα τό οίκημα καί άνοίγειν έκέλευεν αύθις.

Ώς δέ ήνοιξε καί παρελθούσα έμήνυσε τή Μελίτη τήν έξοδον τήν έμήν καλεί τόν φύλακα. Κάκείνος ώς τό είκός θέαμα ίδών παραδοξότατον τής κατά τήν έλαφον άντί παρθένου παροιμίας έξεπλάγη καί έστη σιωπή.

Λέγει ούν πρός αύτόν' Ούκ άπιστούσά σοι μή ούκ έθελήσης άφείναι Κλειτοφώντα ταύτης έδεήθην τής κλοπής άλλ' ίνα σοι πρός Θέρσανδρον ή τής αίτίας άπόλυσις ή ώς ού συνεγνωκότι.

Χρυσοί δέ σοι ούτοι δώρον δέκα δώρον μέν άν ένταύθα μένης παρά Κλειτοφώντος' έάν δέ νομίσης φυγείν βέλτιον έφόδιον. Καί ό Πασίων (τούτο γάρ ήν όνομα τώ φύλακι) Πάνυ έφη δέσποινα τό σοί δοκούν κάμοί δοκεί καλώς έχειν.

έδοξεν ούν τή Μελίτη τό νύν άναχωρείν όταν δέ έν καλώ θήται τά πρός τόν άνδρα καί γένηται τά τής όργής έν γαλήνη τότε μετιέναι. Καί ό μέν ούτως έπραξεν.

Έμοί δέ ή συνήθης Τύχη πάλιν έπιτίθεται καί συντίθεται κατ' έμού δράμα καινόν' έπάγει γάρ μοι τόν Θέρσανδρον εύθύς παρελθόντα. Μεταπεισθείς γάρ ύπό τού φίλου πρός όν ώχετο μή άπόκοιτος γενέσθαι δειπνήσας πάλιν άνέστρεφεν έπί τήν οίκίαν.

Ήν δέ τής Άρτέμιδος ίερομηνία καί μεθυόντων πάντα μεστά ώστε καί δι' όλης νυκτός τήν άγοράν άπασαν κατείχε πλήθος άνθρώπων. Κάγώ μέν έδόκουν τούτο μόνον είναι τό δεινόν' έλελήθει δέ καί άλλο τεχθέν μοι χαλεπώτερον.

Ό γάρ Σωσθένης ό τήν Λευκίππην έωνημένος όν ή Μελίτη τής τών άγρών έκέλευσεν άποστήναι διοικήσεως μαθών παρείναι τόν δεσπότην τούς τε άγρούς ούκέτι άφήκε τήν τε Μελίτην ήθελεν άμύνασθαι.

Καί πρώτον μέν φθάσας κατα μηνύει μου πρός τόν Θέρσανδρον (ό γάρ διαβαλών αύτός ήν) έπειτα καί περί Λευκίππης λέγει πάνυ πιθανώς πλασάμενος. Έπεί γάρ αύτός αύτής άπεγνώκει τυχείν μαστροπεύει πρός τόν δεσπότην ώς άν αύτόν τής Μελίτης άπαγάγοι' Κόρην έωνησάμην ώ δέσποτα καλήν άλλά χρήμά τι κάλλους άπιστον'

ούτως αύτήν πιστεύσειας άκούων ώς ίδών. Ταύτην έφύλαττόν σοι' καί γάρ ήκηκόειν ζώντά σε καί έπίστευον όπερ ήθελον. Άλλ' ούκ έξέφαινον ίνα τήν δέσποιναν έπ' αύτοφώρω καταλάβοις καί μή σου καταγελά μοιχός άτιμος καί ξένος.

Άφήρηται δέ ταύτην χθές ή δέσποινα καί έμελλεν άποπέμψειν' ή τύχη δέ έτήρησέ σοι ώστε τοσούτον κάλλος λαβείν. Έστι δέ νύν έν τοίς άγροίς ούκ οίδ' όπως πρός αύτής άπεσταλμένη. Πρίν ούν αύθις έπανελθείν εί θέλεις κατακλείσας αύτήν φυλάξω σοι ώς ύπό σοί γένοιτο.

Έπήνεσεν ό Θέρσανδρος καί έκέλευσε τούτο ποιείν. Έρχεται δή σπουδή μάλα ό Σωσθένης είς τούς άγρούς καί τήν καλύβην έωρακώς ένθα ή Λευκίππη διανυκτερεύειν έμελλε δύο τών έργατών παραλαβών τούς μέν κελεύει τάς θεραπαινίδας αίπερ ήσαν άμα τή Λευκίππη παρούσαι περιελείν δόλω καί καλεσαμένους ότι πορρωτάτω διατρίβειν έχοντας έφ' όμιλία'

δύο δέ άλλους διάγων ώς είδε τήν Λευκίππην μόνην είσπηδήσας καί τό στόμα έπισχών συναρπάζει καί κατά θάτερα τής τών θεραπαινίδων έκτροπής χωρεί φέρων είς τι δωμάτιον άπόρρητον καί καταθέμενος λέγει πρός αύτήν' Ήκω σοι φέρων σωρόν άγαθών' άλλ' όπως εύτυχήσασα μή έπιλήση μου. Μή γάρ φοβηθής ταύτην τήν άρπαγήν μηδέ έπί κακώ τώ σώ γεγονέναι δόξης' αύτη γάρ τόν δεσπότην τόν έμόν έραστήν σοι προξενεί. Ή μέν δή τώ παραλόγω τής συμφοράς έκπλαγείσα έσιώπησεν' ό δέ έπί τόν Θέρσανδρον έρχεται καί λέγει τά πεπραγμένα. Έτυχε δέ ό Θέρσανδρος έπανιών είς τήν οίκίαν.

Τού δέ Σωσθένους αύτώ μηνύσαντος τά περί τής Λευκίππης καί κατατραγωδούντος αύτής τό κάλλος μεστός γενόμενος έκ τών είρημένων ώσεί κάλλους φαντάσματος φύσει καλού παννυχίδος ούσης καί όντων μεταξύ τεσσάρων σταδίων έπί τούς άγρούς ήγείσθαι κελεύσας έπ' αύτήν χωρείν έμελλεν.

Έν τούτω δέ έγώ τήν έσθήτα τής Μελίτης είχον ήμφιεσμένος' καί άπερισκέπτως έμπίπτω κατά πρόσωπον αύτοίς καί με ό Σωσθένης πρώτος γνωρίσας Άλλ' ίδού φησίν ούτος ό μοιχός βακχεύων ήμίν έπεισι καί τής σής γυναικός έχων λάφυρα.

ό μέν ούν νεανίσκος έτυχε προηγούμενος καί προιδών άποφεύγει μή καιρόν λαβών ύπό δέους κάμοί προμηνύσαι' έμέ δέ ίδόντες συλλαμβάνουσι καί ό Θέρσανδρος βοά καί πλήθος τών παννυχιζόντων συνέρρεεν. Έτι μάλλον ούν ό Θέρσανδρος έδεινοπάθει ΄ρητά μέν καί άρρητα βοών τόν μοιχόν τόν λωποδύτην' άγει δέ με είς τό δεσμωτήριον καί παραδίδωσιν έγκλημα μοιχείας έπιφέρων.

Έμέ δέ έλύπει τούτων μέν ούδέν ούτε ή τών δεσμών ύβρις ούτε ή τών λόγων αίκία' καί γάρ έθάρρουν τώ λόγω περιέσεσθαι μή μοιχός είναι γήμαι δέ έμφανώς. Δέος δέ με περί τής Λευκίππης είχεν ούπω σαφώς αύτήν άπολαβόντα.

Ψυχαί δέ πεφύκασι μάντεις τών κακών έπεί τών γε άγαθών ήκιστα έκ μαντείας εύτυχούμεν. Ούδέν ούν ύγιές ένενόουν περί τής Λευκίππης άλλ' ήν ύποπτά μοι πάντα καί μεστά δείματος. Έγώ μέν ούν ούτως είχον τήν ψυχήν κακώς.

Ό δέ Θέρσανδρος έμβαλών με είς τό δεσμωτήριον ώς είχεν όρμής έπί τήν Λευκίππην ίεται. Ώς δέ παρήσαν έπί τό δωμάτιον καταλαμβάνουσιν αύτήν χαμαί κειμένην έν νώ καθεστηκυίαν ών έτυχεν ό Σωσθένης είπών έμφαίνουσαν τοίς προσώποις λύπην όμού καί δέος.

Ό γάρ νούς ού μοι δοκεί λελέχθαι καλώς άόρατος είναι τό παράπαν' φαίνεται γάρ άκριβώς ώς έν κατόπτρω τώ προσώπω. Ήσθείς τε γάρ έξέλαμψε τοίς όφθαλμοίς είκόνα χαράς καί άνιαθείς συνέστειλε τό πρόσωπον είς τήν όψιν τής συμφοράς.

Ώς ούν ήκουσεν ή Λευκίππη άνοιγομένων τών θυρών ήν δέ ένδον λύχνος άνανεύσασα μικρόν αύθις τούς όφθαλμούς κατέβαλεν. Ίδών δέ ό Θέρσανδρος τό κάλλος έκ παραδρομής ώς άρπαζομένης άστραπής (μάλιστα γάρ έν τοίς όφθαλμοίς κάθηται τό κάλλοσ) άφήκε τήν ψυχήν έπ' αύτήν καί είστήκει τή θέα δεδεμένος έπιτηρών πότε αύθις άναβλέψει πρός αύτόν.

Ώς δέ ένευσεν είς τήν γήν λέγει' Τί κάτω βλέπεις γύναι; τί δέ σου τό κάλλος τών όφθαλμών είς γήν καταρρεί; έπί τούς όφθαλμούς μάλλον ΄ρεέτω τούς έμούς.

Ή δέ ώς ήκουσεν έπλήσθη δακρύων καί είχεν αύτής ίδιον κάλλος καί τά δάκρυα. Δάκρυον γάρ όφθαλμόν άνίστησι καί ποιεί προπετέστερον. Κάν μέν άμορφος ή καί άγροικος προστίθησιν είς δυσμορφίαν' έάν δέ ήδύς καί τού μέλανος έχων τήν βαφήν ήρέμα τώ λευκώ στεφανούμενος όταν τοίς δάκρυσιν ύγρανθή έοικε πηγής έγκύμονι μαζώ.

Χεομένης δέ τής τών δακρύων άλμης περί τόν κύκλον τό μέν πιαίνεται τό δέ μέλαν πορφύρεται καί έστιν όμοιον τό μέν ίω τό δέ ναρκίσσω' τά δέ δάκρυα τών όφθαλμών ένδον είλούμενα γελά.

Τοιαύτα Λευκίππης ήν τά δάκρυα αύτήν τήν λύπην είς κάλλος νενικηκότα' εί δέ ήδύνατο παγήναι πεσόντα καινόν άν είχεν ήλεκτρον ή γή. Ό δέ Θέρσανδρος ίδών πρός μέν τό κάλλος έκεχήνει πρός δέ τήν λύπην έξεμεμήνει καί τούς όφθαλμούς δακρύων έγκύους είχεν.

Έστι μέν γάρ φύσει δάκρυον έπαγωγότατον έλέου τοίς όρώσι' τό δέ τών γυναικών μάλλον όσω θαλερώτερον τοσούτω καί γοητότερον. Έάν δέ ή δακρύουσα ή καί καλή καί ό θεατής έραστής ούδ' όφθαλμός άτρεμεί άλλά τό δακρύον έμιμήσατο.

Έπειδή γάρ είς τά όμματα τών καλών τό κάλλος κάθηται ΄ρέον έκείθεν έπί τούς όφθαλμούς τών όρώντων ίσταται καί τών δακρύων τήν πηγήν συνεφέλκεται. Ό δέ έραστής δεξάμενος άμφω τό μέν κάλλος είς τήν ψυχήν ήρπασε τό δέ δάκρυον είς τούς όφθαλμούς έτήρησεν όραθήναι δέ εύχεται καί άποψήσασθαι δυνάμενος ούκ έθέλει άλλά τό δάκρυον ώς δύναται κατέχει καί φοβείται μή πρό καιρού φύγη.

Ό δέ καί τών όφθαλμών τήν κίνησιν έπέχει μή πρίν τό έρώμενον ίδείν ταχύ θελήση πεσείν' μαρτυρίαν γάρ ταύτην νενόμικεν ότι καί φιλεί.

Τοιούτό τι καί τώ Θερσάνδρω συμβε βήκει' έδάκρυε γάρ πρός έπίδειξιν παθών μέν τι κατά τό είκός άνθρώπινον καλλωπιζόμενος δέ πρός τήν Λευκίππην ώς διά τούτο δεδακρυμένος ότι κάκείνη δακρύει.

Λέγει ούν πρός τόν Σωσθένην προσκύψας' Νύν μέν αύτήν θεράπευσον' όράς γάρ ώς έχει λύπης' ώστε ύπεκστήσομαι καί μάλα άκων ώς μή όχληρός είην. Όταν δέ ήμερώτερον διατεθή τότε αύτή διαλεχθήσομαι.

Σύ δέ ώ γύναι θάρσει' ταχύ γάρ σου ταύτα τά δάκρυα ίάσομαι. Είτα πρός τόν Σωσθένην πάλιν έξιών Όπως είπης τά είκότα περί έμού' έωθεν δέ ήκε πρός με κατορθώσασ έφη. Έπί τούτοις άπηλλάττετο.

Έν ώ δέ ταύτα έπράττετο έτυχεν έπί τήν Λευκίππην μετά τήν πρός με όμιλίαν εύθύς είς τούς άγρούς τήν Μελίτην νεανίσκον άποστείλασαν έπείγειν αύτήν είς τήν έπάνοδον μηδέν έτι δεομένην φαρμάκων.

Ώς ούν ήκεν ούτος είς τούς άγρούς καταλαμβάνει τάς θεραπαινίδας ζητούσας τήν Λευκίππην καί πάνυ τεταραγμένας' ώς δέ ούκ ήν ούδαμού δρόμω φθάσας άπήγγειλε τό συμβάν.

Ή δέ ώς ήκουσε τά περί έμού ώς είην είς τό δεσμωτήριον έμβληθείς είτα περί τής Λευκίππης ώς άφανής έγένετο νέφος αύτή κατεχύθη λύπης.

Καί τό μέν άληθές ούκ είχεν εύρείν ύπενόει δέ τόν Σωσθένην. βουλομένη δέ φανεράν αύτής ζήτησιν ποιήσασθαι διά τού Θερσάνδρου τέχνην λόγων έπενόησεν ήτις μεμιγμένην είχε τώ σοφίσματι τήν άλήθειαν.

Έπεί γάρ ό Θέρσανδρος είσελθών είς τήν οίκίαν έβόα πάλιν Τόν μοιχόν έξέκλεψας σύ τών δεσμών έξέλυσας καί τής οίκίας έξαπέστειλας' σόν τό έργον. Τί ούν ούκ ήκολούθεις αύτώ; τί δέ ένταύθα μένεις; άλλ' ούκ άπει πρός τόν έρώμενον ίνα αύτόν ίδης στερροτέροις δεσμοίς δεδεμένον; ή Μελίτη Ποίον μοιχόν; έφη. Τί πάσχεις; εί γάρ θέλεις τήν μανίαν άφείς άκούσαι τό πάν μαθήση ΄ραδίως τήν άλήθειαν.

Έν ούν σου δέομαι' γενού μοι δικαστής ίσος καί καθάρας μέν σου τά ώτα τής διαβολής έκβαλών δέ τής καρδίας τήν όργήν τόν δέ λογισμόν έπιστήσας κριτήν άκέραιον άκουσον. Ό νεανίσκος ούτος ούτε μοιχός ήν έμός ούτε άνήρ. Άλλά τό μέν γένος άπό Φοινίκης Τυρίων ούδενός δεύτερος. Έπλευσε δέ καί αύτός ούκ εύτυχώς άλλά πάς ό φόρτος αύτού γέγονε τής θαλάσσης.

Άκούσασα τήν τύχην ήλέησα καί άνεμνήσθην σου καί παρέσχον έστίαν Τάχα λέγουσα Θέρσανδρος ούτω που πλανάται' τάχα λέγουσα κάκείνον έλεήσει γυνή. Εί δέ τώ όντι τέθνηκε κατά θάλατταν ώς ή φήμη λέγει φέρε πάντα τιμώμεν (ώσ) αύτού τά ναυάγια. Πόσους καί άλλους έθρεψα νεναυαγηκότας;

πόσους έθαψα τής θαλάσσης νεκρούς εί ξύλον έκ ναυαγίας τή γή προσπεσόν έλάμβανον Τάχα λέγουσα Θέρσανδρος έπί ταύτης τής νηός έπλει είς δή καί ούτος ήν τών έκ τής θαλάσσης σωζομένων έσχατος' έχαριζόμην σοί τιμώσα τούτον. Έπλευσεν ώσπερ σύ' έτίμων φίλτατε τής (σήσ) συμφοράς τήν είκόνα. Πώς ούν ένταύθα συνεπηγόμην; ό λόγος άληθής.

Έτυχε μέν πενθών γυναίκα ή δ' άρα έλάνθανεν ούκ άποθανούσα. Τούτό τις αύτώ καταγορεύει καί ώς ένταύθα είη παρά τινι τών ήμετέρων έπιτρόπων' Σωσθένην δέ έλεγε. Καί ούτως είχε' τήν γάρ άνθρωπον ήκοντες εύρομεν.

Διά τούτο ήκολούθησέ μοι. Έχεις τόν Σωσθένην πάρεστιν ή γυνή κατά τούς άγρούς. Έξέτασον τών λεχθέντων έκαστον. Εί τι έψευσάμην μεμοίχευμαι.

Ταύτα δέ έλεγε προσποιησαμένη τόν άφανισμόν τής Λευκίππης μή έγνωκέναι ταμιευσαμένη αύθις εί ζητήσει ό Θέρσανδρος εύρείν τήν άλήθειαν τάς θεραπαίνας άγαγείν αίς συναπελθούσα έτυχεν άν (μή) παραγένηται περί τήν έω λεγούσας όπερ ήν ούδαμού φαίνεσθαι τήν κόρην'

ούτω γάρ αύτή ήν έγκείσθαι πρός τήν ζήτησιν φανερώς ώς καί τόν Θέρσανδρον έπαναγκάσαι. Ταύτα ούν ύποκριναμένη πιθανώς κάκείνα προσετίθει' Πίστευσον άνερ' ούδέν μου φίλτατε παρά τόν τής συμβιώσεως κατέγνωκας χρόνον' μηδέ νύν τοιούτον ύπολάβοις.

Ή δέ φήμη διαπεφοίτηκεν έκ τής είς τόν νεανίσκον τιμής ούκ είδότων τών πολλών τήν αίτίαν τής κοινωνίας. Καί γάρ σύ φήμη τέθνηκας.

Φήμη δέ καί Διαβολή δύο συγγενή κακά' θυγάτηρ ή Φήμη τής Διαβολής. Καί έστι μέν ή Διαβολή μαχαίρας όξυτέρα πυρός σφοδροτέρα Σειρήνων πιθανωτέρα ή δέ Φήμη ύδατος ύγροτέρα πνεύματος δρομικωτέρα πτερών ταχυτέρα. Όταν ούν ή Διαβολή τοξεύση τόν λόγον ό μέν δίκην βέλους έξίπταται καί τιτρώσκει μή παρόντα καθ' ού πέμπεται' ό δέ άκούων ταχύ πείθεται καί όργής αύτώ πύρ έξάπτεται καί έπί τόν βληθέντα μαίνεται. Τεχθείσα δέ ή Φήμη τώ τοξεύματι ΄ρεί μέν εύθύς πολλή καί έπικλύζει τά ώτα τών έντυχόντων διαπνεί δέ έπί πλείστον καταιγίζουσα τώ τού λόγου πνεύματι καί έξίπταται κουφιζομένη τώ τής γλώττης πτερώ.

Ταύτά με τά δύο πολεμεί' ταύτά σου τήν ψυχήν κατέλαβε καί άπέκλεισέ μου τοίς λόγοις τών ώτων σου τάς θύρας.

Άμα λέγουσα χειρός τε έθιγε καί καταφιλείν ήθελεν. Έγεγόνει δέ ήμερώτερος καί αύτόν έσαινε τών λεγομένων τό πιθανόν καί τό τής Λευκίππης σύμφωνον τώ λόγω τού Σωσθένους μέρος τής ύπονοίας μετέφερεν. Ού μέντοι τέλεον έπίστευσε' ζηλοτυπία γάρ άπαξ έμπεσούσα ψυχή δυσέκλειπτόν έστιν.

Έθορυβήθη ούν ότι τήν κόρην ήκουσεν είναί μου γυναίκα ώστε έμίσει με μάλλον. Τότε μέν ούν είπών έξετάσειν περί τών είρημένων κοιμησόμενος ώχετο καθ' αύτόν. Ή δέ Μελίτη κακώς είχε τήν ψυχήν ώς έκπεσούσα πρός με τής ύποσχέσεως.

Ό δέ Σωσθένης παραπέμψας μέχρι τινός τόν Θέρσανδρον καί καθυποσχόμενος περί τής Λευκίππης αύθις άναστρέφει πρός αύτήν καί σχηματίσας τό πρόσωπον είς ήδονήν Κατωρθώ σαμεν είπεν ώ Λάκαινα. Θέρσανδρος έρά σου καί μαίνεται ώστε τάχα καί γυναίκα ποιήσεταί σε. Τό δέ κατόρθωμα τούτο έμόν. Έγώ γάρ σου πρός αύτόν περί τού κάλλους πολλά έτερατευσάμην καί τήν ψυχήν αύτού φαντασίας έγέμισα. Τί κλαίεις; άνάστηθι καί θύε έπί τοίς εύτυχήμασιν Άφροδίτη' μνημόνευε δέ κάμού.

Καί ή Λευκίππη Τοιαύτά σοι έφη γένοιτο εύτυχήματα οίά μοι κομίζων πάρει. ό δέ Σωσθένης τήν είρωνείαν ού συνείς άλλά νομίζων αύτήν τώ όντι λέγειν φιλοφρονούμενος προσετίθει' βούλομαι δέ σοι καί τόν Θέρσανδρον όστις έστίν είπείν ώς άν μάλλον ήσθείης. Μελίτης μέν άνήρ ήν είδες έν τοίς άγροίς'

γένει δέ πρώτος άπάντων τών Ίώνων' πλούτος μείζων τού γένους ύπέρ τόν πλούτον ή χρηστότης' τήν δέ ήλικίαν οίός έστιν είδες ότι νέος καί καλός ό μάλιστα τέρπει γυναίκα.

Πρός τούτο ούχ ύπήνεγκεν ή Λευκίππη ληρούντα τόν Σωσθένην άλλ'' Ώ κακόν σύ θηρίον μέχρι τίνος (μοι) μιαίνεις τά ώτα; τί έμοί καί Θερσάνδρω κοινόν; καλός έστω Μελίτη καί πλούσιος τή πόλει χρηστός τε καί μεγαλόψυχος τοίς δεομένοις' έμοί δέ ούδέν μέλει τούτων είτε έστί καί Κόδρου εύγενέστερος είτε Κροίσου πλουσιώτερος.

Τί μοι καταλέγεις σωρόν άλλοτρίων έγκωμίων; τότε έπαινέσω Θέρσανδρον ώς άνδρα άγαθόν όταν είς τάς άλλοτρίας μή ένυβρίζη γυναίκας.

Καί ό Σωσθένης σπουδάσας είπε' Παίζεις; Ποί παίζω; έφη' έα με άνθρωπε μετά τής έμαυτής συντρίβεσθαι τύχης καί τού κατέχοντός με δαίμονος' οίδα γάρ ούσα έν πειρατηρίω. Δοκείς μοι έφη μαίνεσθαι μανίαν άνήκεστον.

Πειρατήριον ταύτα είναί σοι δοκεί πλούτος καί γάμος καί τρυφή άνδρα τοιούτον λαβούση παρά τής Τύχης όν ούτω φιλούσιν οί θεοί ώς αύτόν καί έκ μέσων τών τού θανάτου πυλών άγαγείν; είτα κατέλεγε τήν ναυαγίαν έκθειάζων ώς έσώθη καί τερατευόμενος ύπέρ τόν δελφίνα τόν Άρίονος.

Ώς δ' ούδέν ή Λευκίππη ούκέτι μυθολογούντα πρός αύτόν είπε Σκέψαι έφη κατά σού τί άμεινον καί όπως μηδέν τούτων πρός Θέρσανδρον έρείσ μή παροξύνης χρηστόν άνδρα' όργισθείς γάρ άφόρητός έστι.

Χρηστότης γάρ τυγχάνουσα μέν χάριτος έτι μάλλον αύξεται προπηλακισθείσα δέ είς όργήν έρεθίζεται. Τό γάρ περιττόν είς φιλανθρωπίαν ίσον έχει τόν θυμόν είς τιμωρίαν. τά μέν δή κατά Λευκίππην είχεν ούτως.

Κλεινίας δέ καί ό Σάτυρος πυθόμενοί με έν τώ δεσμωτηρίω καθείρχθαι (διηγγέλκει γάρ πρός αύτούς ή Μελίτη) τής νυκτός εύθύς έπί τό οίκημα σπουδή παρήσαν. Καί ήθελον μέν αύτού καταμείναι σύν έμοί ό δέ έπί τών δεσμών ούκ έπέτρεπεν άλλ' έκέλευεν άπαλλάττεσθαι αύτούς τήν ταχίστην.

Ό μέν δή τούτους άπήλασεν άκοντας έγώ δέ έντειλάμενος αύτοίς περί τής Λευκίππης εί παραγένοιτο περί τήν έω σπουδή πρός με ήκειν καί τάς τής Μελίτης διηγησάμενος ύποσχέσεις τήν ψυχήν είχον έπί τρυτάνης έλπίδος καί φόβου καί έφοβείτό μου τό έλπίζον καί ήλπιζε τό φοβούμενον.

Ήμέρας δέ γενομένης ό μέν Σωσθένης έπί τόν Θέρσανδρον έσπευδεν οί δέ άμφί τόν Σάτυρον έπ' έμέ. Ώς δέ είδεν ό Θέρσανδρος τόν Σωσθένην έπυνθάνετο πώς έχει τά κατά τήν κόρην είς πειθώ πρός αύτόν.

Ό δέ τόν μέν όντα λόγον ού λέγει σοφίζεται δέ τι μάλα πιθανώς. Άρνείται μέν γάρ είπεν' ού μήν ήγούμαι τήν άρνησιν αύτής ούτως έχειν άπλώς άλλ' ύπονοείν μοι δοκεί σε χρησάμενον άπαξ άφήσειν καί όκνεί τήν ύβριν.

Άλλά τούτου γε είνεκεν είπεν ό Θέρσανδροσ θαρρείτω. Τό γάρ έμόν ούτως έχει πρός αύτήν ώς άθάνατον είναι. Έν δέ μόνον φοβούμαι καί έπείγομαι μαθείν περί τής κόρης εί τώ όντι γυνή τυγχάνει τού νεανίσκου γενομένη ώς ή Μελίτη μοι διηγήσατο.

Ταύτα διαλεγόμενοι παρήσαν έπί τό τής Λευκίππης δωμάτιον. Έπεί δέ πλησίον έγένοντο τών θυρών άκούουσιν αύτής ποτνιωμένης. Έστησαν ούν άψοφητί κατόπιν τών θυρών.

Οίμοι Κλειτοφών (τούτο γάρ έλεγε πολλάκισ) ούκ οίδας πού γέγονα καί πού καθείργμαι ούδέ γάρ έγώ τίς σέ κατέχει τύχη άλλά τήν αύτήν άγνοιαν δυστυχούμεν.

Άρα μή σε κατέλαβε Θέρσανδρος έπί τής οίκίας; άρα μή καί σύ τι πέπονθας ύβριστικόν; πολλάκις ήθέλησα πυθέσθαι παρά τού Σωσθένουσ άλλ' ούκ είχον όπως πύθωμαι. Εί μέν ώς περί άνδρός έμαυτήσ έφοβούμην μή τί σοι κινήσω κακόν παροξύνασα Θέρσανδρον έπί σέ. Εί δέ ώς περί ξένου τινόσ ύπόνοια καί τούτο ήν'

τί γάρ μέλει γυναικί περί τών ούχ έαυτής; ποσάκις έμαυτήν έβιασάμην άλλ' ούκ έπειθον τήν γλώσσαν είπείν' άλλά ταύτα μόνον έλεγον' Κλειτοφών Λευκίππης μόνης άνερ πιστέ καί βέβαιε όν ούδέ συγκαθεύδουσα πέπεικεν άλλη γυνή κάν ή άστοργος έγώ πεπίστευκα'

μετά τοσούτον ίδούσά σε χρόνον έν τοίς άγροίς ού κατεφίλησα. Νύν ούν άν Θέρσανδρος έλθη πυνθανόμενος τί πρός αύτόν είπω; άρα άποκαλύψασα τού δράματος τήν ύπόκρισιν διηγήσομαι τήν άλήθειαν; μή με νομίσης άνδράποδον είναι Θέρσανδρε.

Στρατηγού θυγάτηρ είμί βυζαντίων πρώτου Τυρίων γυνή' ούκ είμι Θετταλή' ού καλούμαι Λάκαινα. Υβρις αύτη έστί πειρατική' λελήστευμαι καί τούνομα.

Άνήρ μοι Κλειτοφών πατρίς βυζάντιον Σώστρατος πατήρ μήτηρ Πάνθεια. Άλλ' ούδέ πιστεύσειας έμοί λεγούση. Φοβούμαι δέ καί έάν πιστεύσης περί Κλειτοφώντος μή τό άκαιρόν μου τής έλευθερίας τόν φίλτατον άπολέση. Φέρε πάλιν ένδύσωμαί μου τό δράμα' φέρε περίθωμαι τήν Λάκαιναν.

Ταύτα άκούσας ό Θέρσανδρος μικρόν άναχωρήσας λέγει πρός τόν Σωσθένην' Ήκουσας άπίστων ΄ρημάτων γεμόντων έρωτος; όσα είπεν' όσα ώδύρατο' ότι έαυτήν κατεμέμψατο. Ό μοιχός μου κρατεί πανταχού' δοκώ ό ληστής καί φαρμακεύς έστι.

Μελίτη φιλεί Λευκίππη φιλεί. Όφελον ώ Ζεύ γενέσθαι Κλειτοφών. Άλλ' ού μαλακιστέον ό Σωσθένης έφη δέσποτα πρός τό έργον άλλ' έπί τήν κόρην ίτέον αύτήν.

Καί γάρ άν νύν έρά τού καταράτου τούτου μοιχού μέχρι μέν αύτόν οίδε μόνον καί ού κεκοινώνηκεν έτέρω βόσκει τήν ψυχήν έπ' αύτόν' άν δ' άπαξ ές ταύτόν έλθης (πολλώ (γάρ) διαφέρεις έκείνου είς εύμορφίαν) έπιλήσεται τέλεον αύτού.

Παλαιόν γάρ έρωτα μαραίνει νέος έρως' γυνή δέ μάλιστα τό παρόν φιλεί τού δέ άπόντος έως καινόν ούχ εύρε μνημονεύει' προσλαβούσα δέ έτερον τόν πρότερον τής ψυχής άπήλειψε.

Ταύτα άκούσας ό Θέρσανδρος ήγέρθη. Λόγος γάρ έλπίδος είς τό τυχείν έρωτος ές πειθώ ΄ράδιος' τό γάρ έπιθυμούν σύμμαχον ό θέλει λαβόν έγείρει τήν έλπίδα.

Διαλιπών ούν όλίγον έφ' οίς πρός έαυτήν έλάλησεν ή Λευκίππη ώς μή δοκοίη τι κατακούσαι τών ύπ' αύτής είρημένων είσέρχεται σχηματίσας έαυτόν είς τό εύαγωγότερον πρός θέαν ώς ώετο. Έπεί δέ είδε τήν Λευκίππην άνεφλέγη τήν ψυχήν καί έδοξεν αύτώ τότε καλλίων γεγονέναι.

Θρέψας γάρ όλης τής νυκτός τό πύρ όσον χρόνον άπελείφθη τής κόρης άνεζωπύρησεν έξαίφνης ύλην λαβών είς τήν φλόγα τήν θέαν καί μικρού μέν προσπεσών περιεχύθη τή κόρη. Καρτερήσας δ' ούν καί παρακαθίσας διελέγετο άλλοτε άλλα ΄ρήματα συνάπτων ούκ έχοντα νούν.

Τοιούτοι γάρ οί έρώντες όταν πρός τάς έρωμένας ζητήσωσι λαλείν' ού γάρ έπιστήσαντες τόν λογισμόν τοίς λόγοις άλλά τήν ψυχήν είς τό έρώμενον έχοντες τή γλώττη μόνον χωρίς ήνιόχου τού λογισμού λαλούσιν.

Άμα ούν συνδιαλεγόμενος καί έπιθείς τήν χείρα τώ τραχήλω περιέβαλεν ώς μέλλων φιλήσειν. Ή δέ προιδούσα τής χειρός τήν όδόν νεύει κάτω καί είς τόν κόλπον κατεδύετο.

Ό δέ ούδέν ήττον περιβαλών άνέλκειν τό πρόσωπον έβιάζετο' ή δέ άντικατεδύετο καί έκρυπτε τά φιλήματα. Ώς δέ χρόνος έγένετο τή τής χειρός πάλη φιλονεικία λαμβάνει τόν Θέρσανδρον έρωτική καί τήν μέν λαιάν ύποβάλλει τώ προσώπω κάτω τή δέ δεξιά τής κόμης λαβόμενος τή μέν είλκεν είς τούπίσω τή δέ είς τόν άνθερεώνα ύπερείδων άνώθει.

Ώς δέ ποτε έπαύσατο τής βίας ή τυχών ή μή τυχών ή καμών λέγει πρός αύτόν ή Λευκίππη' Ούτε ώς έλεύθερος ποιείς ούτε ώς εύγενής. Καί σύ έμιμήσω Σωσθένην' άξιος ό δούλος τού δεσπότου. Άλλά άπέχου τού λοιπού μηδέ έλπίσης τυχείν πλήν εί μή γένη Κλειτοφών.

Ταύτα άκούσας ό Θέρσανδρος ούκ είχεν όστις γένηται' καί γάρ ήρα καί ώργίζετο. Θυμός δέ καί έρως δύο λαμπάδες' έχει γάρ καί ό θυμός άλλο πύρ καί έστι τήν μέν φύσιν έναντιώτατον τήν δέ βίαν όμοιον.

Ό μέν γάρ παροξύνει μισείν ό δέ άναγκάζει φιλείν' καί άλλήλων πάροικος ή τού πυρός έστι πηγή. Ό μέν γάρ είς τό ήπαρ κάθηται ό δέ τή καρδία περιβέβληται.

Όταν ούν άμφω τόν άνθρωπον καταλάβωσι γίνεται μέν αύτοίς ή ψυχή τρυτάνη τό δέ πύρ έκατέρου ταλαντεύεται. Μάχονται δέ άμφω περί τής ΄ροπής' καί τά πολλά μέν ό έρως είωθε νικάν όταν είς τήν έπιθυμίαν εύτυχή. Ήν δέ αύτόν άτιμάση τό έρώμενον αύτός τόν θυμόν είς συμμαχίαν καλεί.

Κάκείνος ώς γείτων πείθεται καί άνάπτουσιν άμφω τό πύρ. Άν δέ άπαξ ό θυμός τόν έρωτα παρ' αύτώ λάβη καί τής οίκείας έδρας έκπεσόντα κατάσχη φύσει γε ών άσπονδος ούχ ώς φίλω πρός τήν έπιθυμίαν συμμαχεί άλλ' ώς δούλον τής έπιθυμίας πεδήσας κρατεί' ούκ έπιτρέπει δέ αύτώ σπείσασθαι πρός τό έρώμενον κάν θέλη.

Ό δέ τώ θυμώ βεβαπτισμένος καταδύεται καί είς τήν ίδίαν άρχήν έκπηδήσαι θέλων ούκέτι έστίν έλεύθερος άλλά μισείν άναγκάζεται τό φιλούμενον. Όταν δέ ό θυμός καχλάζων γεμισθή καί τής έξουσίας έμφορηθείς άποβλύση κάμνει μέν έκ τού κόρου καμών δέ παρίεται καί ό έρως άμύνεται καί όπλίζει τήν έπιθυμίαν καί τόν θυμόν ήδη καθεύδοντα νικά.

Όρών δέ τάς ύβρεις άς κατά τών φιλτάτων έπαρώνησεν άλγεί καί πρός τό έρώμενον άπολογείται καί είς όμιλίαν παρακαλεί καί τόν θυμόν έπαγγέλλεται καταμαλάττειν ήδονή.

Τυχών μέν ούν ών ήθέλησεν ίλεως γίνεται άτιμούμενος δέ πάλιν είς τόν θυμόν καταδύεται' ό δέ καθεύδων έξεγείρεται καί τά άρχαία ποιεί' άτιμία γάρ έρωτος σύμμαχός έστι θυμός.

Ό Θέρσανδρος ούν τό μέν πρώτον έλπίζων είς τόν έρωτα εύτυχήσειν όλος Λευκίππης δούλος ήν' άτυχήσας δέ ών ήλπισεν άφήκε τώ θυμώ τάς ήνίας. ΄Ραπίζει δή κατά κόρρης αύτήν Ώ κακόδαιμον άνδράποδον λέγων καί άληθώς έρωτιών' πάντων γάρ σου κατήκουσα.

Ούκ άγαπάς ότι σοι καί λαλώ καί μεγάλην εύτυχίαν δοκείς τόν σόν καταφιλήσαι δεσπότην άλλά άκκίζη καί σχηματίζη πρός άπόνοιαν; έγώ μέν σε καί πεπορνεύσθαι δοκώ' καί γάρ μοιχόν φιλείς.

Άλλ' έπειδή μή θέλεις έραστού μου πείραν λαβείν πειράση δεσπότου. καί ή Λευκίππη' Κάν τυραννείν έθέλης κάγώ τυραννείσθαι πλήν ού βιάση. Καί πρός τόν Σωσθένην ίδούσα Μαρτύρησον είπεν αύτώ πώς πρός τάς αίκίας έχω' σύ γάρ με καί μάλλον ήδίκησας.

καί ό Σωσθένης αίσχυνθείς ώς έληλεγμένος Ταύτην είπεν ώ δέσποτα ξανθήναι μάστιξι δεί καί μυρίαις βασάνοις περιπεσείν ώς άν μάθοι δεσπότου μή καταφρονείν.

Πείσθητι τώ Σωσθένει φησίν ή Λευκίππη' συμβουλεύει γάρ καλώς' τάς βασάνους παράστησον. Φερέτω τροχόν' ίδού χείρες τεινέτω. Φερέτω καί μάστιγας' ίδού νώτος τυπτέτω. Κομιζέτω πύρ' ίδού σώμα καιέτω.

Φερέτω καί σίδηρον' ίδού δέρη σφαζέτω. Άγώνα θεάσασθε καινόν' πρός πάσας τάς βασάνους άγωνίζεται μία γυνή καί πάντα νικά. Είτα Κλειτοφώντα μοιχόν καλείς αύτός μοιχός ών; ούδέ τήν Άρτεμιν είπέ μοι τήν σήν φοβή άλλά βιάζη παρθένον έν πόλει παρθένου; δέσποινα πού σου τά τόξα; Παρθένος; είπεν ό Θέρσανδρος' ώ τόλμης καί γέλωτος' παρθένος τοσούτοις συννυκτερεύσασα πειραταίς; εύνούχοί σοι γεγόνασιν οί λησταί; φιλοσόφων ήν τό πειρατήριον; ούδείς έν αύτοίς είχεν όφθαλμούς;

Καί ή Λευκίππη είπεν' Ή παρθένος καί μετά Σωσθένην' έπεί πυθού Σωσθένους' ούτος γάρ όντως γέγονέ μοι ληστής. Έκείνοι γάρ ήσαν ύμών μετριώτεροι καί ούδείς αύτών ήν ούτως ύβριστής. Εί δέ ύμείς τοιαύτα ποιείτε άληθινόν τούτο πειρατήριον. Είτα ούκ αίσχύνεσθε ποιούντες ά μή τετολμήκασιν οί λησταί; λανθάνεις δέ έγκώμιόν μοι διδούς πλείον διά ταύτης σου τής άναισχυντίας' καί τις έρεί κάν νύν μαινόμενος φονεύσης' Λευκίππη παρθένος μετά βουκόλους παρθένος καί μετά Χαιρέαν παρθένος καί μετά Σωσθένην. Άλλά μέτρια ταύτα' τό δέ μείζον έγκώμιον' Καί μετά Θέρσανδρον παρθένος τόν καί ληστών άσελγέστερον' άν ύβρίσαι μή δυνηθή καί φονεύει.

Όπλίζου τοίνυν ήδη λάμβανε κατ' έμού τάς μάστιγας τόν τροχόν τό πύρ τόν σίδηρον' συστρατευέσθω δέ σοι καί ό σύμβουλος Σωσθένης. Έγώ δέ καί γυμνή καί μόνη καί γυνή καί έν όπλον έχω τήν έλευθερίαν ή μήτε πληγαίς κατακόπτεται μήτε σιδήρω κατατέμνεται μήτε πυρί κατακαίεται. Ούκ άφήσω ποτέ ταύτην έγώ. Κάν καταφλέγης ούχ ούτως θερμόν εύρήσεις τό πύρ.

Ταύτα άκούσας ό Θέρσανδρος παντοδαπός ήν' ήχθετο ώργίζετο έβουλεύετο. Ώργίζετο μέν ώς ύβρισμένος' ήχθετο δέ ώς άποτυχών' έβουλεύετο δέ ώς έρών. Τήν ούν ψυχήν διασπώμενος ούδέν είπών πρός τήν Λευκίππην έξεπήδησεν.

Όργή μέν δήθεν έκδραμών δούς δέ τή ψυχή σχολήν είς τήν διάκρισιν τής τρικυμίας βουλευόμενος άμα τώ Σωσθένει πρόσεισι τώ τών δεσμών άρχοντι δεόμενος διαφθαρήναί με φαρμάκω.

Ώς δ' ούκ έπειθεν (έδεδίει γάρ τήν πόλιν' καί γάρ άλλον άρχοντα πρό αύτού ληφθέντα τοιαύτην έργασάμενον φαρμακείαν άποθανείν) δευτέραν αύτώ προσφέρει δέησιν έμβαλείν τινα είς τό οίκημα ένθα έτυχον δεδεμένος ώς δή καί αύτόν ένα τών δεσμωτών προσποιησάμενος βούλεσθαι τάμά δι' έκείνου μαθείν.

Έπείσθη καί έδέξατο τόν άνθρωπον. Έμελλε δ' έκείνος παρά τού Θερσάνδρου δεδιδαγμένος τεχνικώς πάνυ περί τής Λευκίππης λόγον έμβαλείν ώς είη πεφονευμένη τής Μελίτης συσκευασαμένης τόν φόνον.

Τό δέ τέχνασμα ήν τώ Θερσάνδρω εύρεθέν ώς άν άπογνούς έγώ μηκέτι ζώσαν τήν έρωμένην κάν τήν δίκην φύγοιμι μή πρός ζήτησιν αύτής έτι τραποίμην.

Προσέκειτο δέ ή Μελίτη τώ φόνω ίνα μή τετελευτηκέναι τήν Λευκίππην δοκών τήν Μελίτην γήμας ώς άν έρώσαν αύτού μένοιμι κάκ τούτου παρέχοιμί τινα φόβον αύτώ τού μή μετά άδείας Λευκίππην έχειν άλλά μισήσας ώς τό είκός τήν Μελίτην ώς άν άποκτείνασάν μου τήν έρωμένην άπαλλαγείην έκ τής πόλεως τό παράπαν.

Ώς ούν ό άνθρωπος έγένετό μου πλησίον καί τού δράματος ήρχετο' άνοιμώξας γάρ πάνυ κακούργως Τίνα βίον έφη βιώσομεν έτι; καί τίνα φυλαξόμεθα πρός άκίνδυνον ζωήν; ού γάρ αύτάρκης ήμίν ό δίκαιος τρόπος' έμπίπτουσαι δέ αί τύχαι βαπτίζουσιν ήμάς. Έδει γάρ με μαντεύσασθαι τίς ήν ό συμβαδίζων μοι καί τί πεπραχώς είη.

καθ' έαυτόν δέ ταύτα έλεγε καί τά τοιαύτα ζητών άρχήν τής έπ' έμέ τού λόγου τέχνης ώς άν πυθοίμην τί είη παθών.

Άλλ' έγώ μέν έφρόντιζον ών κατά νούν είχον (ών δ') ό δ' ώμωξεν όλίγον. Άλλος δέ τις τών συνδεδεμένων (περίεργον γάρ άνθρωπος άτυχών είς άλλοτρίων άκρόασιν κακών' έπεί φάρμακον αύτώ τούτο τής ών έπαθε λύπης ή πρός άλλον είς τό παθείν κοινωνία) Τί δέ σοι συμβέβηκεν είπεν άπό τής Τύχης;

είκός γάρ σε μηδέν άδικήσαντα πονηρώ περιπεσείν δαίμονι. Τεκμαίρομαι δέ έκ τών έμαυτού. καί άμα τά οίκεία κατέλεγεν έφ' οίς ήν δεδεμένος. Έγώ δέ ούδενί τούτων προσείχον.

Ώς δέ έπαύσατο τήν άντίδοσιν ήτει τού λόγου τών άτυχημάτων Λέγοις άν είπών καί σύ τά σαυτού. ό δέ βαδίζων έτυχον είπε τήν έξ άστεος χθές' έποιούμην δέ τήν έπί Σμύρνης όδόν'

προελθόντι δέ μοι σταδίους τέσσαρας νεανίσκος έκ τών άγρών προσελθών καί προσειπών καί πρός μικρόν συμβαδίσασ έφη τήν όδόν; Έπί Σμύρνης είπον. έφη αύτήν άγαθή τύχη. Τούντεύθεν έπορευόμεθα κοινή καί διελεγόμεθα οία είκός έν όδώ.

Ώς δέ είς τι πανδοχείον ήλθομεν ήριστώμεν άμα' κατά ταύτό δέ παρακαθίζουσιν ήμίν τινες τέσσαρες καί προσεποιούντο μέν άριστάν κάκείνοι ένεώρων δέ ήμίν πυκνά καί άλλήλοις έπένευον.

Έγώ μέν ούν ύπώπτευον τούς άνθρώπους διανοείσθαι είς ήμάς ού μήν ήδυνάμην συνιέναι τί αύτοίς έθέλει τά νεύματα. Ό δέ ώχρός έγίνετο κατά μικρόν καί όκνηρότερον ήσθιεν ήδη δέ καί τρόμος είχεν αύτόν.

Ώς δέ ταύτα είδον άναπηδήσαντες συλλαμβάνουσιν ήμάς καί ίμάσιν εύθύς δεσμεύουσι' παίει δέ κατά κόρρης τις έκείνον' καί παταχθείς ώσπερ βασάνους παθών μυρίας καταλέγει μηδενός έρωτώντος αύτόν' Έγώ τήν κόρην άπέκτεινα καί έλαβον χρυσούς έκατόν παρά Μελίτης τής Θερσάνδρου γυναικός' αύτη γάρ με έπί τόν φόνον έμισθώσατο.

Άλλ' ίδού τούς χρυσούς ύμίν τούς έκατόν φέρω' ώστε τί με άπόλλυτε καί έαυτοίς φθονείτε κέρδους; έγώ δέ ώς ήκουσα Θερσάνδρου καί Μελίτης τούνομα τόν άλλον ού προσέχων χρόνον τώ δέ λόγω τήν ψυχήν ώσπερ ύπό μύωπος παταχθείς έγείρω καί πρός αύτόν μεταστραφείς λέγω' Τίς ή Μελίτη; ό δέ Μελίτη έστίν έφη τών ένταύθα πρώτη γυναικών.

Αύτη νεανίσκου τινός ήράσθη' Τύριον οίμαι φασίν αύτόν' κάκείνος έτυχεν έρωμένην έχων ήν εύρεν έν τή τής Μελίτης οίκία πεπραμένην. Ή δέ ύπό ζηλοτυπίας πεφλεγμένη τήν γυναίκα ταύτην άπατήσασα συλλαμβάνει καί παραδίδωσι ώ νύν έφην κακή τύχη μοι συνωδευκότι φονεύσαι κελεύσασα.

Ό μέν ούν τό άνόσιον έργον τούτο δρά' έγώ δέ ό άθλιοσ ούτε ίδών αύτόν ούτε έργου τινός κοινωνήσας ή λόγου συναπηγόμην αύτώ δεδεμένοσ ώς τού έργου κοινωνός. Τό δέ χαλεπώτερον μικρόν τού πανδοχείου προελθόντεσ τούς έκατόν χρυσούς λαβόντες παρ' αύτού τόν μέν άφήκαν φυγείν έμέ δέ άγουσι πρός τόν στρατηγόν.

Ώς δ' ήκουσά μου τόν μύθον τών κακών ούτε άνώμωξα ούτε έκλαυσα' ούτε γάρ φωνήν είχον ούτε δάκρυα' άλλά τρόμος μέν εύθύς περιεχύθη μου τώ σώματι καί ή καρδία μου έλέλυτο όλίγον δέ τί μοι τής ψυχής ύπολέλειπτο.

Μικρόν δέ νήψας έκ τής μέθης τού λόγου Τίνα τρόπον τήν κόρην άπέκτεινεν έφην ό μισθωτόσ καί τί πεποίηκε τό σώμα; ό δέ ώς άπαξ ένέβαλέ μοι τόν μύωπα καί έργον είργάσατο ούτω κατ' έμού δι' ό παρήν έσιώπα καί έλεγεν ούδέν.

Πάλιν δέ μου πυθομένου Δοκείσ έφη κάμέ κεκοινωνηκέναι τώ φόνω; ταύτα ήκουσα μόνα τού πεφονευκότοσ ώς κτείνας είη τήν κόρην' πού δέ καί τίνα τρόπον ούκ είπεν. ήλθε δέ μοι τότε δάκρυα καί τοίς όφθαλμοίς τήν λύπην άπεδίδουν.

Ώσπερ γάρ έν ταίς τού σώματος πληγαίς ούκ εύθύς ή σμώδιξ έπανίσταται άλλά παραχρήμα μέν ούκ έχει τό άνθος ή πληγή μετά μικρόν δέ άνέθορε καί όδόντι συός τις παταχθείς εύθύς μέν ζητεί τό τραύμα καί ούκ οίδεν εύρείν τό δέ έτι δέδυκε καί κέκρυπται κατειργασμένον σχολή τής πληγής τήν τομήν μετά ταύτα δέ έξαίφνης λευκή τις άνέτειλε γραμμή πρόδρομος τού αίματος σχολήν δέ όλίγην λαβόν έρχεται καί άθρόον έπιρρεί

ούτω καί ψυχή παταχθείσα τώ τής λύπης βέλει τοξεύσαντος λόγου τέτρωται μέν ήδη καί έχει τήν τομήν άλλά τό τάχος τού βλήματος ούκ άνέωξεν ούπω τό τραύμα τά δέ δάκρυα έδίωξε τών όφθαλμών μακράν' δάκρυον γάρ αίμα τραύματος ψυχής. Όταν ό τής λύπης όδούς κατά μικρόν τήν καρδίαν έκφάγη κατέρρηκται μέν τής ψυχής τό τραύμα άνέωκται δέ τοίς όφθαλμοίς ή τών δακρύων θύρα τά δέ μετά μικρόν τής άνοίξεως έξεπήδησεν. Ούτω κάμέ τά μέν πρώτα τής άκροάσεως τή ψυχή προσπεσόντα καθάπερ τοξεύματα κατεσίγασε καί τών δακρύων άπέφραξε τήν πηγήν μετά ταύτα δέ έρρει σχολασάσης τής ψυχής τώ κακώ.

Έλεγον ούν' Τίς με δαίμων έξηπάτησεν όλίγη χαρά; τίς μοι Λευκίππην έδειξεν είς καινήν ύπόθεσιν συμφορών; άλλ' ούδέ έκόρεσά μου τούς όφθαλμούς οίς μόνοις ηύτύχησα ούδέ ένεπλήσθην κάν βλέπων. Άληθής μοι γέγονεν όνείρων ήδονή.

Οίμοι Λευκίππη ποσάκις μοι τέθνηκας' μή γάρ θρηνών άνεπαυσάμην; άεί σε πενθώ τών θανάτων διωκόντων άλλήλους; άλλ' έκείνους μέν πάντας ή Τύχη έπαιξε κατ' έμού ούτος δέ ούκ έστι τής Τύχης έτι παιδιά. Πώς άρα μοι Λευκίππη τέθνηκας;

έν μέν γάρ τοίς ψευδέσι θανάτοις έκείνοις παρηγορίαν είχον όλίγην τό μέν πρώτον όλον σου τό σώμα τό δέ δεύτερον κάν τήν κεφαλήν δοκών μή έχειν είς τήν ταφήν' νύν δέ τέθνηκας θάνατον διπλούν ψυχής καί σώματος. Δύο έξέφυγες ληστήρια τό δέ τής Μελίτης πεφόνευκέ σε πειρατήριον.

Ό δέ άνόσιος καί άσεβής έγώ τήν άνδροφόνον σου κατεφίλησα πολλάκις καί συνεπλάκην μεμιασμένας συμπλοκάς καί τήν Άφροδίτης χάριν αύτή παρέσχον πρό σού.

Μεταξύ δέ μου θρηνούντος Κλεινίας είσέρχεται καί καταλέγω τό πάν αύτώ καί ότι μοι δέδοκται πάντως άποθανείν. Ό δέ παρεμυθείτο'

Τίς γάρ οίδεν εί ζή πάλιν; μή γάρ ού πολλάκις τέθνηκε; μή γάρ ού πολλάκις άνεβίω; τί δέ προπετώς άποθνήσκεις; ό καί κατά σχολήν έξεστιν όταν μάθης σαφώς τόν θάνατον αύτής. Ληρείς' τούτου γάρ άσφαλέστερον πώς άν μάθοις;

δοκώ δέ εύρηκέναι τού θανάτου καλλίστην όδόν δι' ής ούδέ ή θεοίς έχθρά Μελίτη παντάπασιν άθώος άπαλλάξεται. Άκουσον δέ τόν τρόπον. Παρεσκευασάμην ώς οίσθα πρός τήν άπολογίαν τής μοιχείας εί κληρωθείη τό δικαστήριον. Νύν δέ μοι δέδοκται πάν τούναντίον καί τήν μοιχείαν όμολογείν καί ώς άλλήλων έρώντες έγώ τε καί Μελίτη κοινή τήν Λευκίππην άνηρήκαμεν.

Ούτω γάρ κάκείνη δίκην δώσει κάγώ τόν έπάρατον βίον καταλίποιμι. Εύφήμησον ό Κλεινίας έφη' καί τολμήσεις ούτως έπί τοίς αίσχίστοις άποθανείν νομιζόμενος φονεύς καί ταύτα Λευκίππης; Ούδέν είπον αίσχρόν ό λυπεί τόν έχθρόν.

Καί ήμείς έν τούτοις ήμεν τόν δέ άνθρωπον έκείνον τόν μηνυτήν τού ψευδούς φόνου μετά μικρόν άπολύει (ό έπί) τών δεσμών φάσκων τόν άρχοντα κελεύσαι κομίζειν αύτόν δώσοντα λόγον ών αίτίαν έσχεν.

Έμέ δέ παρηγόρει Κλεινίας καί ό Σάτυρος εί πως δύναιντο πείσαι μηδέν ών διενοήθην είς τήν δίκην είπείν' άλλ' έπέραινον ούδέν. Έκείνην μέν ούν τήν ήμέραν καταγωγήν τινα μισθωσάμενοι κατωκίσαντο ώς άν μηκέτι παρά τώ τής Μελίτης είεν συντρόφω.

Τή δ' ύστεραία άπηγόμην έπί τό δικαστήριον. Παρασκευή δέ πολλή ήν τού Θερσάνδρου κατ' έμού καί πλήθος ΄ρητόρων ούχ ήττον δέκα' καί (ή) τής Μελίτης σπουδή πρός τήν άπολογίαν παρεσκεύαστο.

Έπεί δέ έπαύσαντο λέγοντες αίτήσας κάγώ λόγον Άλλ' ούτοι μέν έφην ληρούσι πάντεσ καί οί Θερσάνδρω καί οί Μελίτη συνειπόντες' έγώ δέ πάσαν ύμίν έρώ τήν άλήθειαν.

Ήν έρωμένη μοι πάλαι βυζαντία μέν γένοσ Λευκίππη δέ τούνομα. Ταύτην τεθνάναι δοκών (ήρπαστο γάρ ύπό ληστών έν Αίγύπτω) Μελίτη περιτυγχάνω κάκείθεν άλλήλοις συνόντες ήκομεν ένταύθα κοινή καί τήν Λευκίππην εύρίσκομεν Σωσθένει δουλεύουσαν διοικητή τινι τών Θερσάνδρου χωρίων.

Όπως δέ τήν έλευθέραν ό Σωσθένης είχε δούλην ή τίς ή κοινωνία τοίς λησταίς πρός αύτόν ύμίν καταλείπω σκοπείν. Έπεί τοίνυν έμαθεν ή Μελίτη τήν προτέραν εύρόντα με γυναίκα φοβηθείσα μή πρός αύτήν άποκλίναιμι τόν νούν συμβουλεύεται τήν άνθρωπον άνελείν.

Κάμοί συνεδόκει (τί γάρ ού δεί τάληθή λέγειν;) έπεί τών αύτής με κύριον άποφαίνειν ύπισχνείτο. Μισθούμαι ένα δή τινα πρός τόν φόνον' έκατόν δ' ό μισθός ήν τού φόνου χρυσοί. Καί ό μέν δή τό έργον δράσας οίχεται κάκ τότε γέγονεν άφανής' έμέ δ' ό έρως εύθύς ήμύνατο'

ώς γάρ έμαθον άνηρημένην μετενόουν καί έκλαον καί ήρων καί νύν έρώ. Διά τούτο έμαυτού κατείπον ίνα με πέμψητε πρός τήν έρωμένην. Ού γάρ φέρω νύν ζήν καί μιαιφόνος γενόμενος καί φιλών ήν άπέκτεινα.

Ταύτα είπόντος έμού πάντας έκπληξις κατέσχεν έπί τώ παραλόγω τού πράγματος μάλιστα δέ τήν Μελίτην. Καί οί μέν τού Θερσάνδρου ΄ρήτορες μεθ' ήδονής άνεβόησαν έπινίκιον οί δέ τής Μελίτης άνεπύθοντο τί ταύτα είη τά λεχθέντα.

Ή δέ τά μέν έτεθορύβητο τά δέ ήρνείτο τά δέ διηγείτο σπουδή μάλα καί ού σαφώς τήν μέν Λευκίππην είδέναι λέγουσα καί όσα είπον άλλά τόν γε φόνον ού' ώστε κάκείνους διά τό τά πλείω μοι συνάδειν ύπόνοιαν έχειν κατά τής Μελίτης καί άπορείν ότω χρήσαιντο λόγω πρός τήν άπολογίαν.

Έν τούτω δέ ό Κλεινίας θορύβου πολλού κατά τό δικαστήριον όντος άνελθών Κάμοί τινα λόγον είπε συγχωρήσατε' περί γάρ ψυχής άνδρός ό άγών.

ώς δέ έλαβε δακρύων γεμισθείς Άνδρεσ είπεν Έφέσιοι μή προπετώς καταγνώτε θάνατον άνδρός έπιθυμούντος άποθανείν όπερ φύσει τών άτυχούντων έστί φάρμακον' κατέψευσται γάρ έαυτού τήν τών άδικούντων αίτίαν ίνα πάθη τήν τών δυστυχούντων τιμωρίαν.

Ά δέ ήτύχησε διά βραχέων έρώ. Έρωμένην είχεν ώς είπεν. Τούτο γάρ ούκ έψεύσατο' καί ότι λησταί ταύτην ήρπασαν καί τά περί Σωσθένουσ καί πάνθ' όσα πρό τού φόνου διηγήσατο πέπρακται τόν τρόπον τούτον.

Αύτη γέγονεν έξαίφνης άφανήσ ούκ οίδ' όπωσ ούτ' εί τις άπέκτεινεν αύτήν ούτ' εί ζή κλαπείσα' πλήν έν τούτο οίδα μόνον τόν Σωσθένην αύτής έρώντα καί αίκισάμενον βασάνοις πολλαίς έφ' οίς ούκ έτύγχανε καί φίλους έχοντα ληστάς. Ούτος ούν άνηρήσθαι δοκών τήν γυναίκα ζήν ούκέτι θέλει καί διά τούτο έαυτού φόνον κατεψεύσατο.

Ότι μέν γάρ έπιθυμεί θανάτου καί αύτός ώμολόγησε καί ότι διά λύπην τήν έπί γυναικί. Σκοπείτε δέ εί τις άποκτείνας τινά άληθώς έπαποθανείν αύτώ θέλει καί ζήν δι' όδύνην ού φέρει.

Τίς ούτω φιλόστοργος φονεύσ ή ποίον μίσός έστιν ούτω φιλούμενον; μή πρός θεών μή πιστεύσητε μηδέ άποκτείνητε άνθρωπον έλέου μάλλον ή τιμωρίας δεόμενον. Εί δέ αύτός έπεβούλευσεν ώς λέγει τόν φόνον είπάτω τίς έστιν ό μεμισθωμένοσ δειξάτω τήν άνηρημένην.

Εί δέ μήθ' ό άποκτείνας έστί μήθ' ή άνηρημένη τίς ήκουσέ ποτε τοιούτον φόνον; φησί διά τούτο Λευκίππην άπέκτεινα. Πώς ούν Μελίτης φόνον κατηγορεί ής ήρα διά Λευκίππην δέ άποθανείν έθέλει νύν ήν άπέκτεινεν;

ούτω γάρ άν τις καί μισοί τό φιλούμενον καί φιλοί τό μισούμενον; άρ' ούν ού πολύ μάλλον άν καί έλεγχόμενος ήρνήσατο τόν φόνον ίνα καί σώση τήν έρωμένην καί ύπέρ τής άνηρημένης μή μάτην άποθάνη;

διά τί ούν Μελίτης κατηγόρησεν εί μηδέν αύτή τοιούτο πέπρακται; έγώ καί τούτο πρός ύμάς έρώ καί πρός τών θεών μή με νομίσητε διαβάλλειν θέλοντα τήν γυναίκα ποιήσασθαι τόν λόγον άλλ' ώς τό πάν έγένετο.

Μελίτη μέν έπεπόνθει (τι) πρός τούτον έρωτικόν καί περί τού γάμου διείλεκτο πρίν ό θαλάττιος ούτος άνεβίω νεκρός' ό δέ ούκ είχεν ούτως άλλά καί πάνυ έρρωμένως τόν γάμον άπεκρούετο κάν τούτω τήν έρωμένην εύρών ώς έφη παρά τώ Σωσθένει ζώσαν ήν ώετο νεκράν πολύ μάλλον πρός τήν Μελίτην είχεν άλλοτριώτερον.

Ή δέ πρίν μαθείν έρωμένην ούσαν αύτώ τήν παρά τώ Σωσθένει ταύτην ήλέησέ τε καί έλυσε τών δεσμών οίς ήν ύπό τού Σωσθένους δεδεμένη καί είς τήν οίκίαν τε είσεδέξατο καί τά άλλα ώς πρός έλευθέραν δυστυχήσασαν έφιλοτιμήσατο. Έπειδή δέ έμαθεν έπεμψεν είς τούς άγρούς διακονησομένην αύτή' καί μετά ταύτά φασιν άφανή γεγονέναι.

Καί ότι ταύτα ού ψεύδομαι ή Μελίτη συνομολογήσει καί θεράπαιναι δύο μεθ' ών αύτήν έπί τούς άγρούς έξέπεμψεν. Έν μέν δή τούτο πρός ύπόνοιαν ήγαγε τούτον μή άρα φονεύσασα είη τήν Λευκίππην διά ζηλοτυπίαν αύτη' έτερον δέ τι αύτώ πρός τήν τής ύπονοίας βεβαίωσιν έν τώ δεσμωτηρίω συμβάν καί καθ' αύτού καί κατά τής Μελίτης έξηγρίανε.

Τών δεσμωτών τις όδυρόμενος έαυτού τήν συμφοράν έλεγεν (έν) όδώ τινι κεκοινωνηκέναι κατά άγνοιαν άνδρί φονεί δεδρακέναι δέ έκείνον γυναικός φόνον έπί μισθώ. Καί τό όνομα έλεγε' Μελίτην μέν είναι τήν μισθωσαμένην Λευκίππην δέ τήν άνηρημένην. Εί δέ ταύτα γέγονεν ούτως έγώ μέν ούκ οίδα μαθείν δέ ύμάς έξέσται. Έχετε τόν δεδεμένον' είσίν αί θεράπαιναι' έστιν ό Σωσθένης. Ό μέν έρεί πόθεν έσχε τήν Λευκίππην δούλην αί δέ πώς γέγονεν άφανής' ό δέ περί τού μισθωτού καταγορεύσει. Πρίν δέ μάθητε τούτων έκαστον ούτε όσιον ούτε εύσεβές νεανίσκον άθλιον άνελείν πιστεύσαντας μανίας λόγοις. Μαίνεται γάρ ύπό λύπης.

Ταύτα είπόντος τού Κλεινίου τοίς μέν πολλοίς έδόκει πιθανός ό λόγος οί δέ τού Θερσάνδρου ΄ρήτορες καί όσοι τών φίλων συμπαρήσαν έπεβόων άνελείν τόν άνδροφόνον τόν αύτού κατειπόντα θεού προνοία.

Μελίτη τάς θεραπαινίδας έδίδου καί Θέρσανδρον ήξίου διδόναι Σωσθένην' τάχα γάρ αύτόν είναι τόν Λευκίππην άνηρηκότα' καί οί συναγορεύοντες αύτή ταύτην μάλιστα προεφέροντο πρόκλησιν.

Ό δέ Θέρσανδρος φοβηθείς λάθρα τινά τών παραστατών είς τόν άγρόν άποστέλλει πρός τόν Σωσθένην κελεύσας τήν ταχίστην άφανή γενέσθαι πρίν τούς έπ' αύτόν πεμφθέντας ήκειν' ός δή έπιβάς ίππω σπουδή μάλα πρός αύτόν έρχεται καί τόν κίνδυνον λέγει καί ώς εί ληφθείη παρών είς βασάνους άπαχθήσεται.

Ό δέ έτυχε μέν έν τώ τής Λευκίππης δωματίω παρών κατεπάδων αύτή' κληθείς δέ ύπό τού παρόντος σύν βοή καί ταραχή πολλή προέρχεται καί άκούσας τά όντα μεστός γενόμενος δέους καί ήδη νομίζων τούς δημίους έπ' αύτόν παρείναι έπιβάς ίππω σπουδή μάλα έξελαύνει έπί Σμύρνης' ό δέ άγγελος πρός τόν Θέρσανδρον άναστρέφει. Άληθής δέ έστιν ώς έοικεν ό λόγος ότι μνήμην έκπλήσσειν πέφυκε φόβος' ό γούν Σωσθένης περί έαυτού φοβηθείς άπαξ απάντων έξελάθετο τών έν ποσίν ύπ' έκπλήξεως ώς μηδέ τού τής Λευκίππης δωματίου κλείσαι τάς θύρας. Μάλιστα γάρ τό τών δούλων γένος έν οίς άν φοβηθή σφόδρα δειλόν έστιν.

Έν τούτω δέ ό Θέρσανδρος πρώτης προκλήσεως άπό τής Μελίτης ούτω γενομένης παρελθών Ίκανώς μέν ούτοσ είπεν όστις ποτέ έστι κατελήρησε μυθολογών. Έγώ δέ ύμών τεθαύμακα τής άναλγησίας εί φονέα έπ' αύτοφώρω λαβόντες (μείζον γάρ τής φωράς τό αύτόν έαυτού κατειπείν) ού δή κελεύετε τώ δημίω καθέζεσθε δέ γόητος άκούοντες πιθανώς μέν ύποκρινομένου πιθανώς δέ δακρύοντος' όν νομίζω καί αύτόν κοινωνόν γενόμενον τού φόνου περί έαυτού φοβείσθαι' ώστ' ούκ οίδα τί δεί βασάνων έτι περί πράγματος ούτω σαφώς έληλεγμένου.

Δοκώ δέ καί άλλον τινά έργάσασθαι φόνον. Ό γάρ Σωσθένης ούτος όν αίτούσι παρ' έμού τρίτην ταύτην ήμέραν γέγονεν άφανής καί έστιν ού πόρρω τινός ύπονοίας μή άρα τής τούτων έπιβουλής γέγονεν έργον' αύτός γάρ έτύγχανεν ό τήν μοιχείαν μοι κατειπών. Ώστε είκότως άποκτείναί μοι δοκούσιν αύτόν καί τούτ' είδότες ώς άν ούκ έχοιμι παρασχείν τόν άνθρωπον πρόκλησιν περί αύτού πεποίηνται πάνυ κακούργως.

Είη μέν ούν κάκείνον φανήναι καί μή τεθνάναι' τί δέ καί εί παρήν έδει παρ' αύτού μαθείν; εί τινα κόρην έωνήσατο; τοιγαρούν έωνημένος έστω' καί εί ταύτην έσχε Μελίτη; λέγει καί τούτο δι' έμού. Άπήλλακται μέν δή Σωσθένης ταύτα είπών' τούντεύθεν δέ ό λόγος μοι πρός Μελίτην καί Κλειτοφώντα.

Τί μου τήν δούλην λαβόντες πεποιήκατε; δούλη γάρ ήν έμή Σωσθένους αύτήν έωνημένου' καί εί περιήν καί μή πρός αύτών έπεφόνευτο πάντως άν έδούλευεν έμοί.

Τούτον δέ τόν λόγον ό Θέρσανδρος πάνυ κακοήθως παρενέβαλεν ίνα κάν ύστερον ή Λευκίππη φωραθή ζώσα πρός δουλείαν αύτήν άγάγη. Είτα προσετίθει' Κλειτοφών μέν ούν ώμολόγησεν άνηρηκέναι καί έχει τήν δίκην Μελίτη δέ άρνείται' πρός ταύτην αί τών θεραπαινών είσι βάσανοι.

Άν γάρ φανώσι παρά ταύτης λαβούσαι τήν κόρην είτα ούκέτι πάλιν άγαγούσαι τί γέγονε; τί δέ όλως έξεπέμπετο; καί πρός τίνα; άρ' ούκ εύδηλον τό πράγμα ώς συσκευασάμενοι μέν ήσάν τινας ώς κτενούντας;

αί δέ θεράπαιναι τούτους μέν ώς είκός ούκ ήδεσαν ίνα μή μετά πλειόνων μαρτύρων γενόμενον τό έργον κίνδυνον έχη μείζονα' κατέλιπον δέ αύτήν ένθα ήν ό τών ληστών λόχος λανθάνων ώστε ένεχώρει μηδέ έκείνας τό γενόμενον έωρακέναι. Έλήρησε δέ καί περί δεσμώτου τινός ώς είπόντος περί τού φόνου.

Καί τίς ό δεσμώτης ούτος ός τώ στρατηγώ μέν ούδέν είπε τούτω δέ μόνω τά άπόρρητα διελέγετο τού φόνου πλήν εί μή κοινωνούντα έγνώρισεν; ού παύσεσθε φληνάφων άνεχόμενοι κενών καί τηλικούτον έργον τιθέμενοι παιδιάν; οίεσθε χωρίς θεού τούτον έαυτού κατειπείν;

Ταύτα λέγοντος τού Θερσάνδρου καί διομνυμένου περί τού Σωσθένους ούκ είδέναι τί γέγονεν έδοξε τώ προέδρω τών δικαστών ήν δέ τού βασιλικού γένους καί τάς μέν φονικάς έδίκαζε δίκας κατά δέ τόν νόμον συμβούλους έκ τών γεραιτέρων είχεν ούς έπιγνώμονας έλάμβανε τής γνώσεωσέδοξεν ούν αύτώ διασκοπήσαντι σύν τοίς παρέδροις αύτού θάνατον μέν έμού καταγνώναι κατά τόν νόμον ός έκέλευσε τόν αύτού κατειπόντα φόνον τεθνάναι περί δέ Μελίτης κρίσιν γενέσθαι δευτέραν έν ταίς βασάνοις τών θεραπαινίδων Θέρσανδρον δέ έπομόσαι περί τού Σωσθένους έν γράμμασιν ή μήν ούκ είδέναι τί γέγονε κάμέ δέ ώς ήδη κατάδικον βασανισθήναι περί τού Μελίτην τώ φόνω συνεγνωκέναι.

Άρτι δέ μου δεθέντος καί τής έσθήτος τού σώματος γεγυμνωμένου μετεώρου τε έκ τών βρόχων κρεμαμένου καί τών μέν μάστιγας κομιζόντων τών δέ πύρ καί τροχόν άνοιμώξαντος δέ τού Κλεινίου καί έπικαλούντος τούς θεούς ό τής Άρτέμιδος ίερεύς δάφνην έστεμμένος προσιών όράται.

Σημείον δέ τούτό έστιν ήκούσης θεωρίας τή θεώ. Τούτο δέ όταν γένηται πάσης είναι δείν τιμωρίας έκεχειρίαν ήμερών τοσούτων όσων ούκ έπετέλεσαν τήν θυσίαν οί θεωροί. Ούτω μέν δή τότε τών δεσμών έλύθην. Ήν δέ ό τήν θεωρίαν άγων Σώστρατος ό τής Λευκίππης πατήρ.

Οί γάρ βυζάντιοι τής Άρτέμιδος έπιφανείσης έν τώ πο λέμω τώ πρός τούς Θράκας νικήσαντες έλογίσαντο δείν αύτή θυσίαν άποστέλλειν τής συμμαχίας έπινίκιον. Ήν δέ καί ίδία τώ Σωστράτω νύκτωρ ή θεός έπιστάσα' τό δέ όναρ έσήμαινε τήν θυγατέρα εύρήσειν έν Έφέσω καί τάδελφού τόν υίόν.

Παρά δέ τόν αύτόν χρόνον καί ή Λευκίππη τάς μέν τού δωματίου θύρας άνεωγμένας όρώσα τόν δέ Σωσθένην μή παρόντα περιεσκόπει μή πρό θυρών είη. Ώς δ' ήν ούδαμού θάρσος αύτήν καί έλπίς ή συνήθης είσέρχεται' μνήμη γάρ αύτή τού πολλάκις παρά δόξαν σεσώσθαι πρός τό παρόν τών κινδύνων τήν έλπίδα προύξένει άποχρήσθαι τή τύχη.

Καί ήν γάρ τών άγρών πλησίον τό τής Άρτέμιδος ίερόν έκτρέχει τε έπ' αύτό καί έχεται τού νεώ. Τό δέ παλαιόν άβατος ήν γυναιξίν έλευθέραις ούτος ό νεώς άνδράσι δέ έπετέτραπτο καί παρθένοις.

Εί δέ τις είσω παρήλθε γυνή θάνατος ήν ή δίκη πλήν εί μή δούλη τις ήν έγκαλούσα τώ δεσπότη. Ταύτην δέ έξήν ίκετεύειν τήν θεόν οί δέ άρχοντες έδίκαζον αύτή τε καί τώ δεσπότη. Καί εί μέν ό δεσπότης ούδέν έτυχεν άδικών αύθις τήν θεράπαιναν έλάμβανεν όμόσας μή μνησικακήσειν τής καταφυγής' εί δέ έδοξε τήν θεράπαιναν δίκαια λέγειν έμενεν αύτού δούλη τή θεώ. Άρτι δέ τού Σωστράτου τόν ίερέα παραλαβόντος καί έπί τά δικαστήρια προσελθόντος ώς άν έπίσχη τάς δίκας είς τό ίερόν ή Λευκίππη παρήν ώστε μικρού τινος άπελείφθη τού μή τώ πατρί συντυχείν.

Ώς δέ άπηλλάγην έγώ τών βασάνων διελέλυτο μέν τό δικαστήριον όχλος τε ήν περί έμέ καί θόρυβος τών μέν έλεούντων τών δέ έπιθειαζόντων τών δέ άναπυνθανομένων. Ένθα καί ό Σώστρατος έπιστάς όρά με καί γνωρίζει.

Καί γάρ ώς έφην έν άρχή τών λόγων έν Τύρω ποτέ έγεγόνει περί τήν τών Ήρακλείων έορτήν καί χρόνου πολλού διατρίψας έτυχεν έν Τύρω πρό πολλού τής ήμετέρας φυγής' ώστε ταχύ μου τήν μορφήν συνεβάλετο καί διά τό ένύπνιον φύσει προσδοκών εύρήσειν ήμάς.

Προσελθών ούν μοι' Κλειτοφών ούτος Λευκίππη δέ πού; έγώ μέν ούν γνωρίσας αύτόν είς γήν κατένευσα οί δέ παρόντες αύτώ διηγούντο όσα είπον κατ' έμαυτού' καί ός άνοιμώξας καί κοψάμενος τήν κεφαλήν έμπηδά μου τοίς όφθαλμοίς καί μικρού δείν έξώρυξεν αύτούς' ούδέ γάρ έπεχείρουν κωλύειν έγώ παρείχον δέ τό πρόσωπον είς τήν ύβριν.

Ό δέ Κλεινίας προσελθών είργε παρηγορών αύτόν άμα καί λέγων' Τί ποιείς άνθρωπε; τί μάτην έξηγρίωσαι κατ' άνδρός ός μάλλον σού Λευκίππην φιλεί; θάνατον γούν ύπέστη παθείν ότι τεθνάναι ταύτην έδοξεν. Άλλα τε πολλά έλεγε παραμυθούμενος αύτόν.

Ό δέ ώδύρετο καλών τήν Άρτεμιν' Έπί τούτω με δέσποινα ήγαγες ένταύθα; τοιαύτά σου τών ένυπνίων τά μαντεύματα; κάγώ μέν έπίστευόν σου τοίς όνείροις καί εύρήσειν παρά σοί προσεδόκων τήν θυγατέρα. Καλόν δέ μοι δώρον δέδωκας' εύρον τόν άνδροφόνον αύτής παρά σοί. Καί ό Κλεινίας άκούσας τού τής Άρτέμιδος ένυπνίου περιχαρής έγένετο καί λέγει' Θάρρει πάτερ ή Άρτεμις ού ψεύδεται' ζή σοι Λευκίππη' πίστευσόν μου τοίς μαντεύμασιν. Ούχ όράς καί τούτον ώς έκ τών βασάνων νύν κρεμάμενον έξήρπασεν;

Έν τούτω δέ έρχεταί τις τών τού ναού προπόλων έπί τόν ίερέα σπουδή μάλα θέων καί λέγει πάντων άκουόντων' Κόρη τις έπί τήν Άρτεμιν ξένη κατέφυγεν. Έγώ μέν δή τούτο άκούσας άναπτερούμαι καί τά όμματα άνεγείρω καί άναβιούν ήρχόμην' ό δέ Κλεινίας πρός τόν Σώστρατον Άληθή μου πάτερ είπε τά μαντεύματα' καί άμα πρός τόν άγγελον είπε' Μή καλή;

Ούκ άλλην τοιαύτην έφη μετά τήν Άρτεμιν είδον. Πρός τούτο έγώ πηδώ καί βοώ' Λευκίππην λέγεις. Καί μάλα έφη' καλείσθαι γάρ τούτο έλεγεν αύτη καί πατρίδα βυζάντιον καί πατέρα Σώστρατον έχειν.

Ό μέν δή Κλεινίας άνεκρότησε παιανίσας ό δέ Σώστρατος ύπό χαράς κατέπεσεν έγώ δέ έξάλλομαι μετά τών δεσμών είς άέρα καί έπί τό ίερόν ώς άπό μηχανής βληθείς έπετόμην' οί δέ φυλάσσοντες έδίωκον νομίζοντες άποδιδράσκειν καί έβόων τοίς έντυγχάνουσι λαβέσθαι.

Άλλ' είχον οί πόδες μου τότε πτερά' μόλις ούν τινες μαινομένου μου πρός τόν δρόμον λαμβάνονται' καί οί φύλακες άμα παρήσαν καί έπεχείρουν με τύπτειν. Έγώ δέ ήδη θαρρών ήμυνόμην' οί δέ είλκόν με είς τό δεσμωτήριον.

Καί έν τούτω παρήν ό Κλεινίας καί ό Σώστρατος. Καί ό μέν Κλεινίας έβόα' Ποί άγετε τόν άνθρωπον; ούκ έστι φονεύς έφ' ή καταδεδίκασται. Καί ό Σώστρατος έν μέρει ταύτά έλεγε καί ώς είη αύτός τής άνηρήσθαι δοκούσης πατήρ. Οί δέ παρόντες τό πάν μαθόντες εύφήμουν τε τήν Άρτεμιν καί περιίσταντό με καί άγειν είς τό δεσμωτήριον ούκ έπέτρεπον.

Οί δέ φύλακες ούκ είναι κύριοι τού μεθείναι καταδικασθέντα πρός θάνατον άνθρωπον έλεγον έως ό ίερεύς τού Σωστράτου δεηθέντος ένεγυήσατο αύτόν έχειν καί παρέξειν είς τόν δήμον όταν δέη. Ούτω μέν δή τών δεσμών άπολύομαι καί έπί τό ίερόν ταχύ μάλα ήπειγόμην' καί ό Σώστρατος κατά πόδας ούκ οίδα εί τά όμοια έμοί χαίρων.

Ούκ έστι δέ ούτως άνθρωπος δρομικώτατος όν ού τής φήμης φθάνει τό πτερόν' ή καί τότε ήμάς έπί Λευκίππην προύλαβεν άπαγγέλλουσα πάντα καί τά τού Σωστράτου καί τάμά. Ίδούσα δέ ήμάς έξεπήδησε τού νεώ καί τόν μέν πατέρα περιεπτύξατο τούς δέ όφθαλμούς είχεν έπ' έμέ. Έγώ δέ είστήκειν αίδοί τή πρός τόν Σώστρατον κατέχων έμαυτόν (καί άπαντα έβλεπον είς τό έκείνης πρόσωπον) έπ' αύτήν έκθορείν. Ούτως άλλήλους ήσπαζόμεθα τοίς όμμασιν.

Άρτι δέ ήμών μελλόντων καθέζεσθαι καί περί τούτων διαλέγεσθαι Θέρσανδρος σπουδή μάλα μάρτυρας άγων τινάς έρχεται πρός τόν νεών καί μεγάλη τή φωνή πρός τόν ίερέα Μαρτύρομαι έφη τώνδε έναντίον ότι μή δεόντως έξαιρή δεσμών καί θανάτου κατεγνωσμένον άνθρωπον έκ τών νόμων άποθανείν.

Έχεις δέ καί δούλην έμήν γυναίκα μάχλον καί πρός άνδρας έπιμανή' ταύτην όπως μοι φυλάξης. έγώ δέ πρός τό δούλην καί γυναίκα μάχλον ύπεραλγήσας τήν ψυχήν ούκ ήνεγκα τών ΄ρημάτων τά τραύματα άλλ' έτι λαλούντος αύτού Σύ μέν ούν έφην καί τρίδουλος καί έπιμανής καί μάχλος' αύτη δέ καί έλευθέρα καί παρθένος καί άξία τής θεού.

ώς δέ ταύτα ήκουσε Καί λοιδορείσ φήσας δεσμώτα καί κατάδικε; παίει με κατά τών προσώπων μάλα βιαίως καί έπάγει δευτέραν' οί δέ τών ΄ρινών αίματος έρρεον κρουνοί' όλον γάρ αύτού τόν θυμόν είχεν ή πληγή.

Ώς δέ καί τρίτην άπροφυλάκτως έπαισε λανθάνει μου τώ στόματι περί τούς όδόντας προσπταίσας τήν χείρα καί τρωθείς τούς δακτύλους μόλις τήν χείρα συνέστειλεν άνακραγών. Καί οί όδόντες άμύνουσι τήν τών ΄ρινών ύβριν. Τιτρώσκουσι γάρ αύτού τούς παίοντας δακτύλους καί ά πεποίηκεν έπαθεν ή χείρ.

Καί ό μέν έπί τή πληγή μάλα άκων άνακραγών συνέστειλε τήν χείρα καί ούτως έπαύσατο' έγώ δέ ίδών οίον έχει κακόν τούτο μέν ού προσεποιησάμην έφ' οίς δέ έτυραννήθην τραγωδών ένέπλησα βοής τό ίερόν.

Ποί φύγωμεν έτι τούς βιαίους; ποί καταδράμωμεν; έπί τίνα θεών μετά τήν Άρτεμιν; έν αύτοίς τυπτόμεθα τοίς ίεροίς' έν τοίς τής άσυλίας παιόμεθα χωρίοις. Ταύτα έν έρημίαις μόναις γίνεται όπου μηδείς μάρτυς μηδ' άνθρωπός έστι. Σύ δέ αύτών έν όψει τυραννείς τών θεών.

Καί τοίς μέν πονηροίς αί τών ίερών άσφάλειαι διδόασι καταφυγήν έγώ δέ μηδέν άδικήσας ίκέτης δέ τής Άρτέμιδος γενόμενος τύπτομαι παρ' αύτώ τώ βωμώ βλεπούσης οίμοι τής θεού. Έπί τήν Άρτεμιν αί πληγαί.

Καί ού μέχρι πληγών ή παροινία άλλά καί έπί τών προσώπων τις λαμβάνει τραύματα ώς έν πολέμω καί μάχη καί μεμίανται τό έδαφος άνθρωπίνω αίματι. Τοιαύτα σπένδει τίς τή θεώ; ού βάρβαροι τούτο καί Ταύροι καί ή Άρτεμις ή Σκυθών; ό παρ' έκείνοις μόνος ναός ούτως αίμάσσεται' τήν Ίωνίαν Σκυθίαν πεποίηκας καί έν Έφέσω ΄ρεί τά έν Ταύροις αίματα. Λαβέ καί ξίφος κατ' έμού. Καίτοι τί δέη σιδήρου; τά τού ξίφους πεποίηκεν ή χείρ. Άνδροφόνος αύτη καί μιαιφόνος δεξιά τοιαύτα δέδρακεν οία έκ φόνου γίνεται.

Ταύτά μου βοώντος (ό) όχλος συνερρύη τών έν τώ ίερώ παρόντων' καί ούτοι έκάκιζον αύτόν καί ό ίερεύς αύτός (ότι) ούκ αίσχύνεται τοιαύτα ποιών ούτω φανερώς καί έν τώ ίερώ. Έγώ τε τεθαρρηκώς Τοιαύτα έφην ώ άνδρεσ πέπονθα έλεύθερός τε ών καί πόλεως ούκ άσήμου έπιβουλευθείς μέν είς τήν ψυχήν ύπό τούτου σωθείς δέ ύπό τής Άρτέμιδοσ ή τούτον άπέφηνε συκοφάντην.

Καί νύν προελθείν με δεί καί άπονίψασθαι τό πρόσωπον έξω. Μή γάρ ένταύθα τούτο ποιήσαιμι έγωγε μή καί τό ίερόν ύδωρ τώ τής ύβρεως αίματι μιανθή.

τότε μέν δή μόλις άφελκύσαντες αύτόν έξάγουσι τού ίερού. Τοσούτον δ' είπεν άπιών' Άλλά τό μέν σόν ήδη κέκριται καί όσον ούδέπω πείση δίκην' τό δέ τής ψευδοπαρθένου ταύτης έταίρας ή σύριγξ τιμωρήσεται.

Ώς δέ άπηλλάγη ποτέ κάγώ έξελθών έκάθηρα τό πρόσωπον. Τού δέ δείπνου καιρός ήν καί ύπεδέξατο ήμάς ό ίερεύς μάλα φιλοφρόνως. Έγώ δέ είς τόν Σώστρατον όρθοίς τοίς όφθαλμοίς ίδείν ούκ ήδυνάμην συνειδώς οία αύτόν διατεθείκειν' καί ό Σώστρατος δέ τάς τών όφθαλμών όρών άμύξεις τών έμών άς έτυχον ύπ' αύτού παθών άντησχύνετό με βλέπειν' καί ή Λευκίππη δέ τά πολλά είς γήν έβλεπε' καί ήν όλον τό συμπόσιον αίδώς.

Προιόντος δέ τού πότου καί τού Διονύσου κατά μικρόν έξιλασκομένου τήν αίδώ (έλευθερίας γάρ ούτος πατήρ) άρχει λόγου πρώτος ό ίερεύς πρός τόν Σώστρατον' Τί ού λέγεις ώ ξένε τόν περί ύμάς μύθον όστις έστί; δοκεί γάρ μοι περιπλοκάς τινας έχειν ούκ άηδείς' οίνω δέ μάλιστα πρέπουσιν οί τοιούτοι λόγοι.

Καί ό Σώστρατος προφάσεως λαβόμενος άσμενος Τό μέν κατ' έμέ τού λόγου μέρος άπλούν είπεν ότι Σώστρατος όνομα βυζάντιος τό γένος τούτου θείος πατήρ ταύτης' τό δέ λοιπόν όπερ έστί μύθος λέγε τέκνον Κλειτοφών μηδέν αίδούμενος.

Καί γάρ εί τί μοι συμβέβηκε λυπηρόν μάλιστα μέν ού σόν έστιν άλλά τού δαίμονος' έπειτα τών έργων παρελθόντων ή διήγησις τόν ούκέτι πάσχοντα ψυχαγωγεί μάλλον ή λυπεί.

Κάγώ πάντα τά κατά τήν άποδημίαν τήν άπό Τύρου διηγούμαι τόν πλούν τήν ναυαγίαν τήν Αίγυπτον τούς βουκόλους τής Λευκίππης τήν άπαγωγήν τήν παρά τώ βωμώ πλαστήν γαστέρα τήν Μενελάου τέχνην τόν έρωτα τού στρατηγού καί τό Χαιρέου φάρμακον τήν τών ληστών άρπαγήν καί τό τού μηρού τραύμα' καί έδειξα τήν ούλήν.

Έπεί δέ κατά τήν Μελίτην έγενόμην έξήρον τό πράγμα έμαυτού πρός σωφροσύνην μεταποιών καί ούδέν έψευδόμην τόν Μελίτης έρωτα καί τήν σωφροσύνην τήν έμήν όσον έλιπάρησε χρόνον όσον άπέτυχεν όσα έπηγγείλατο όσα ώδύρατο' τήν ναύν διηγησάμην τόν είς Έφεσον πλούν καί ώς άμφω συνεκαθεύδομεν καί μά ταύτην τήν Άρτεμιν ώς άπό γυναικός άνέστη γυνή.

Έν μόνον παρήκα τών έμαυτού δραμάτων τήν μετά ταύτα πρός Μελίτην αίδώ' έπεί καί τό δείπνον είπον καί ώς έμαυτού κατεψευσάμην καί μέχρι τής θεωρίας τόν λόγον συνεπέρανα καί Τά μέν έμά ταύτα έφην' τά δέ Λευκίππης τών έμών μείζονα.

Πέπραται δεδούλευκε γήν έσκαψε σεσύληται τής κεφαλής τό κάλλος' τήν κουράν όράς. Καί καθ' έκαστον ώς έγένετο διεξήειν.

Κάν τώδε κατά τόν Σωσθένην καί Θέρσανδρον γενόμενος έξήρον καί τά αύτής έτι μάλλον ή τάμά έρωτικώς αύτή χαριούμενος άκούοντος τού πατρός' ώς πάσαν αίκίαν ήνεγκεν είς τό σώμα καί ύβριν πλήν μιάς ύπέρ δέ ταύτης τάς άλλας πάσας ύπέστη' Καί έμεινε πάτερ τοιαύτη μέχρι τής παρούσης ήμέρας οίαν αύτήν έξέπεμψας άπό βυζαντίου. Καί ούκ έμόν τούτο έγκώμιον ότι φυγήν έλόμενος ούδέν έδρασα ύπέρ ών έφυγον άλλ' αύτής ότι καί έν μέσοις λησταίς έμεινε παρθένος καί τόν μέγαν ένίκησε ληστήν Θέρσανδρον λέγω τόν άναίσχυντον τόν βίαιον.

Έφιλοσοφήσαμεν πάτερ τήν άποδημίαν' έδίωξε γάρ ήμάς έρως καί ήν έραστού καί έρωμένης φυγή' άποδημήσαντες γεγόναμεν άλλήλων άδελφοί. Εί τις άρα έστιν άνδρός παρθενία ταύτην κάγώ μέχρι τού παρόντος πρός Λευκίππην έχω' ή μέν γάρ ήρα έκ πολλού τού τής Άρτέμιδος ίερού.

Δέσποινα Άφροδίτη μή νεμεσήσης ήμίν ώς ύβρισμένη. Ούκ ήθέλομεν άπάτορα γενέσθαι τόν γάμον. Πάρεστιν ούν ό πατήρ' ήκε καί σύ' εύμενής ήμίν ήδη γενού. Ταύτα άκούοντες ό μέν ίερεύς έκεχήνει θαυμάζων έκαστον τών λεγομένων ό δέ Σώστρατος καί έπεδάκρυεν εί ποτε κατά Λευκίππην έγεγόνει (τό) δράμα. Καί έπεί ποτε έπαυσάμην Τά μέν ήμέτερα είπον ήκούσατε' έν δέ αίτώ κάγώ μαθείν παρά σού ίερεύ μόνον' τί ποτέ έστιν ό τελευταίον άπιών ό Θέρσανδρος κατά Λευκίππης προσέθηκε σύριγγα είπών; Άλλά σύ γε έφη καλώς άνήρου' καί γάρ είδότας ήμάς τά περί τήν σύριγγα τοίς παρούσιν ούτως άρμόσασθαι προσήκει' κάγώ τόν σόν άμείψομαι μύθον είπών.

Όράς τουτί τό άλσος τό κατόπιν τού νεώ. Ένθάδε έστί σπήλαιον άπόρρητον γυναιξί καθαραίς δέ είσελθούσαις ούκ άπόρρητον παρθένοις' άνάκειται δέ σύριγξ όλίγον ένδον τών τού σπηλαίου θυρών.

Εί μέν ούν τό όργανον καί παρ' ύμίν έπιχωριάζει τοίς βυζαντίοις ίστε ό λέγω' εί δέ τις ύμών ήττον ώμίλησε ταύτη τή μουσική φέρε καί οίόν έστιν είπω καί τόν ταύτη τού Πανός πάντα μύθον.

Ή σύριγξ αύλοί μέν είσι πολλοί κάλαμος δέ τών αύλών έκαστος' αύλούσι δέ οί κάλαμοι πάντες ώσπερ αύλός είς. Σύγκεινται δέ στιχηδόν άλλος έπ' άλλον ήνωμένος'

τό πρόσωπον ίσοστάσιον καί τό νώτον. Καί όσοι είσί τών καλάμων βραχύ μικρώ λειπόμενοι τούτων μείζων ό μετά τούτον καί έπί τώ δευτέρω τοσούτον όσον τού δευτέρου μείζων ό μετά τούτον τρίτος καί κατά λόγον ούτως ό λοιπός τών καλάμων χορός έκαστον τού πρόσθεν ίσον έχων τό δέ έσω μέσον έστί τώ περιττώ.

Αίτιον δέ τής τοιαύτης τάξεως ή τής άρμονίας διανομή. Τό(σον) μέν γάρ όξύτατον (τό) άνω όσον τό κάτω πρώτον βαρύ(τατον καί) κατά κέρας έκάτερον ό άκρος έλαχεν αύλός' τά δέ μεταξύ τών άκρων τού ΄ρυθμού διαστήματα πάντες οί μεταξύ κάλαμοι έκαστος έπί τόν πέλας τό όξύ καταφέρει έστε τώ τελευταίω συνάπτει βαρεί.

Όσα δέ ό τής Άθηνάς αύλός έντός λαλεί τοσαύτα καί ό τού Πανός έν τοίς στόμασιν αύλεί. Άλλ' έκεί μέν οί δάκτυλοι κυβερνώσι τά αύλήματα ένταύθα δέ τού τεχνίτου τό στόμα μιμείται τούς δακτύλους' κάκεί μέν κλείσας ό αύλητής τάς άλλας όπάς μίαν άνοίγει μόνην δι' ής τό πνεύμα καταρρεί ένταύθα δέ τούς μέν άλλους έλευθέρους άφήκε καλάμους μόνω δέ τό χείλος έπιτίθησιν όν άν έθέλη μή σιωπάν μεταπηδά τε άλλοτε έπ' άλλον όποι ποτ' άν είη τού κρούματος ή άρμονία καλή'

ούτως αύτώ περί τούς αύλούς χορεύει τό στόμα. Ήν δέ ή σύριγξ ούτε αύλός άπ' άρχής ούτε κάλαμος άλλά παρθένος εύειδής οίαν εύχήν κινείν. Ό Πάν ούν έδίωκεν αύτήν δρόμον έρωτικόν τήν δέ ύλη τις δέχεται δασεία φεύγουσαν' ό δέ Πάν κατά πόδας είσθορών ώρεγε τήν χείρα ώς έπ' αύτήν.

Καί ό μέν ώετο τεθηρακέναι καί έχεσθαι τών τριχών καλάμων δέ κόμην είχεν ή χείρ. Τήν μέν γάρ είς γήν καταδύναι λέγουσι καλάμους δέ τήν γήν άντ' αύτής τεκείν.

Τέμνει δή τούς καλάμους ύπό όργής ό Πάν ώς κλέπτοντας αύτού τήν έρωμένην. Έπεί δέ μετά ταύτα ούκ είχεν εύρείν είς τούς καλάμους δοκών λελύσθαι τήν κόρην έκλαιε τήν τομήν νομίζων τετμηκέναι τήν έρωμένην.

Συμφορήσας ούν τά τετμημένα τών καλάμων ώς μέλη τού σώματος καί συνθείς είς έν σώμα είχε διά χειρών τάς τομάς τών καλάμων καταφιλών ώς τής κόρης τραύματα' έστενε δέ έρωτικόν έπιθείς τό στόμα καί ένέπνει άνωθεν είς τούς αύλούς άμα φιλών' τό δέ πνεύμα διά τών έν τοίς καλάμοις στενωπών καταρρέον αύλήματα έποίει καί ή σύριγξ είχε φωνήν.

Ταύτην ούν τήν σύριγγά φασιν άναθείναι μέν ένθάδε τόν Πάνα περιορίσαι δέ είς σπήλαιον αύτήν θαμίζειν τε αύτού καί τή σύριγγι συνήθως αύλείν. Χρόνω δέ ύστερον χαρίζεται τό χωρίον τή Άρτέμιδι συνθήκας ποιησάμενος πρός αύτήν μηδεμίαν έκεί καταβαίνειν γυναίκα.

Όταν ούν αίτίαν έχη τις ούκ είναι παρθένος προπέμπει μέν αύτήν ό δήμος μέχρι τών τού σπηλαίου θυρών δικάζει δέ ή σύριγξ τήν δίκην. Ή μέν γάρ παίς είσέρχεται κεκοσμημένη στολή τή νενομισμένη άλλος δέ έπικλείει τάς τού σπηλαίου θύρας. Κάν μέν ή παρθένος λιγυρόν τι μέλος άκούεται καί ένθεον ήτοι τού τόπου πνεύμα έχοντος μουσικόν είς τήν σύριγγα τεταμιευμένον ή τάχα καί ό Πάν αύτός αύλεί. Μετά δέ μικρόν αύτόμαται μέν αί θύραι άνεώχθησαν τού σπηλαίου έκφαίνεται δέ ή παρθένος έστεφανωμένη τήν κεφαλήν πίτυος κόμαις.

Έάν δέ ή τήν παρθενίαν έψευσμένη σιωπά μέν ή σύριγξ οίμωγή δέ τις άντί μουσικής έκ τού σπηλαίου πέμπεται καί εύθύς ό δήμος άπαλλάττεται καί άφίησιν έν τώ σπηλαίω τήν γυναίκα. Τρίτη δέ ήμέρα παρθένος ίέρεια τού τόπου παρελθούσα τήν μέν σύριγγα εύρίσκει χαμαί τήν δέ γυναίκα ούδαμού.

Πρός ταύτα παρασκευάσασθε πώς άν αύτοί σχήτε τύχης καί σύνετε. Εί μέν γάρ έστι παρθένος ώς έγωγε βουλοίμην άπιτε χαίροντες τής σύριγγος τυχόντες εύμενούς' ού γάρ άν ποτε ψεύσαιτο τήν κρίσιν' εί δέ μή αύτοί γάρ ίστε οία είκός έν τοσαύταις αύτήν έπιβουλαίς γενομένην άκουσαν

Καί εύθύς ή Λευκίππη πρίν τόν ίερέα είπείν τόν έξής λόγον' Ώς γέ μοι δοκεί μηδέ είπης' έγώ γάρ έτοίμη είς τό τής σύριγγος σπήλαιον είσελθείν καί χωρίς κλήσεως κατακεκλείσθαι. Άγαθά λέγεις ό ίερεύς είπε καί σοι συνήδομαι ύπέρ σωφροσύνης καί τύχης.

Τότε μέν ούν έσπέρας γενομένης έκαστος ήμών άπήει κοιμηθησόμενος ένθα ό ίερεύς παρεσκεύασεν. Ό Κλεινίας δέ ούκ ήν ήμίν συνδειπνών ώς άν μή φορτικοί δοκοίημεν είναι τώ ξενοδόχω άλλ' ένθα καί τήν πρόσθεν ήμέραν καί τήν τότε.

Τόν μέντοι Σώστρατον έώρων ύποθορυβηθέντα τώ τής σύριγγος διηγήματι μή άρα τά περί τής παρθενίας δι' αίδώ τήν πρός αύτόν ψευδώμεθα.

Διανεύω δή τή Λευκίππη νεύματι άφανεί τόν φόβον τού πατρός έξελείν έπισταμένη οίω δή τρόπω μάλιστα οίεται πείσειν. Κάκείνη δέ έδόκει μοι ταύτόν ύποπτεύειν ώστε ταχύ μέν συνήκε' διενοείτο δέ καί πρό τού παρ' έμού νεύματος πώς άν κοσμιώτατα προσενεχθείη τώ πιστώματι.

Μέλλουσα ούν πρός ύπνον άναχωρείν καί άσπαζομένη τόν πατέρα ήρέμα πρός αύτόν Θάρρει πάτερ έφη περί έμού καί πίστευε τοίς είρημένοις. Μά τήν γάρ Άρτεμιν ούδέτερος ήμών ούδέν έψεύσατο.

τή δέ ύστεραία περί τήν θεωρίαν ήσαν ό τε Σώστρατος καί ό ίερεύς καί ηύτρεπισμέναι ήσαν αί θυσίαι' παρήν δέ καί ή βουλή μεθέξουσα τών ίερείων. Εύφημίαι δέ ήσαν είς τήν θεόν πολλαί' καί ό Θέρσανδρος (έτυχε γάρ καί αύτός παρών) προσελθών τώ προέδρω Πρόγραψον είς αύριον έφη τάς περί ήμών δίκασ έπεί καί τόν καταγνωσθέντα σοι χθές ήδη τινές έλυσαν καί ό Σωσθένης έστίν ούδαμού. προγέγραπτο μέν ούν είς τήν ύστεραίαν ή δίκη' παρεσκευαζόμεθα δέ ήμείς μάλα εύτρεπώς έχοντες.

Ήκούσης δέ τής κυρίας ό Θέρσανδρος είπεν ώδε' Ούκ οίδα τίνος άρξωμαι λόγου καί πόθεν ούδέ τίνων κατηγορήσω πρώτον καί τίνων δεύτερον. Τά τε γάρ τετολμημένα πολλά ύπό πολλών καί ούδέν ούδενός τώ μεγέθει δεύτερον. Πάντα δέ άλλήλων γυμνά καί έστιν ών ούδ' άν άψαιμι κατηγορών.

Άτε γάρ τής ψυχής κρατούσης φοβούμαι μή άτελής μοι ό λόγος γένηται τής τών άλλων μνήμης τήν γλώτταν έφ' έκαστον έλκούσης. Ή γάρ είς τό μήπω λεχθέν έπειξις τού λόγου τό όλόκληρον τών ήδη λεχθέντων παραιρείται.

Όταν μέν γάρ φονεύωσι τούς άλλοτρίους οίκέτας οί μοιχοί μοιχεύωσι δέ τάς άλλοτρίας γυναίκας οί φονείς λύωσι δ' ήμίν τάς θεωρίας οί πορνοβοσκοί τά δέ σεμνότατα τών ίερών μιαίνωσιν αί πόρναι τάς ήμέρας λογιζόμεναι ταίς δούλαις καί τοίς δεσπόταις τί δράσειέ τις έτι τής άνομίας όμού καί μοιχείας καί άσεβείας καί μιαιφονίας κεκερασμένης;

κατεγνώκατέ τινος θάνατον έφ' αίς δή ποτ' ούν αίτίαις (ούδέν γάρ διαφέρει) καί δεδεμένον είς τό δεσμωτήριον άπεστείλατε φυλαχθησόμενον τή καταδίκη' ούτος δέ παρέστηκεν ύμίν άντί τών δεσμών λευκήν ήμφιεσμένος στολήν καί έν τή τάξει τών έλευθέρων έστηκεν ό δεσμώτης. Τάχα δέ τολμήσει καί φωνήν άφείναι καί έπιρρητορεύσαί τι κατ' έμού μάλλον δέ καθ' ύμών καί τής ύμετέρας ψήφου.

Λέγε δέ ώδε τών προέδρων καί τών συμβούλων τό δόγμα. Άκούετε καθάπερ έψηφίσασθε καί τήν περί τούτου μοι γραφήν' έδοξεν άποθνήσκειν Κλειτοφώντα. Πού τοίνυν ό δήμιος; άπαγέτω τούτον λαβών. Δός ήδη τό κώνειον.

Ήδη τέθνηκε τοίς νόμοις' κατάδικός έστιν ύπερήμερος. Τί λέγεις ώ σεμνότατε καί κοσμιώτατε ίερεύ; έν ποίοις ίεροίς γέγραπται νόμοις τούς ύπό τής βουλής καί τών πρυτάνεων κατεγνωσμένους καί θανάτοις καί δεσμοίς παραδοθέντας έξαρπάζειν τής καταδίκης καί τών δεσμών άπολύειν καί κυριώτερον σαυτόν ποιείν τών προέδρων καί τών δικαστηρίων;

άνάστηθι τού θώκου πρόεδρε παραχώρησον τής άρχής αύτώ καί τού δικαστηρίου. Ούκέτι ούδενός εί κύριος' ούδέν έξεστί σοι κατά τών πονηρών ψηφίσασθαι καί σήμερον ό τι δόξει λύεται. Τί έστηκας ίερεύ σύν ήμίν ώς τών πολλών είς;

άνάβηθι καί κάθισον έν τώ τού προέδρου θρόνω καί σύ δίκαζε λοιπόν ήμίν μάλλον δέ κέλευε τυραννικώς' μηδέ άναγινωσκέσθω σοί τις νόμος μηδέ γνώσις δικα στηρίου μήθ' όλως άνθρωπον σεαυτόν ήγού. Μετά τής Άρτέμιδος προσκυνού' καί γάρ τήν έκείνης τιμήν έξήρπασας.

Αύτή μόνη τούς έπ' αύτήν καταφεύγοντας έξεστι σώζειν καί ταύτα πρό δικαστηρίου γνώσεως' δεδεμένον δέ ούδένα λέλυκεν ή θεός ούδέ θανάτω παραδοθέντα ήλευθέρωσε τής τιμωρίας. Τών δυστυχούντων είσίν ού τών άδικούντων οί βωμοί.

Σύ δέ καί τούς δεθέντας έλευθεροίς καί τούς καταδίκους άπολύεις' ούτως παρευδοκίμησας καί τήν Άρτεμιν. Τίς ώκησεν άντί δεσμωτηρίου τό ίερόν; φονεύς καί μοιχός παρά τή καθαρά θεώ' οίμοι μοιχός παρά τή παρθένω. Συνήν δέ αύτώ καί γυνή τις άκόλαστος άποδράσα τού δεσπότου.

Καί γάρ ταύτην ώς είδομεν ύπεδέχου καί μία γέγονεν αύτοίς έστία παρά σοί καί συμπόσιον' τάχα δέ καί συνεκάθευδες ίερεύ' οίκημα τό ίερόν έποίησας. Ή τής Άρτέμιδος οίκία μοιχών γέγονε καί πόρνης θάλαμος. Ταύτα μόλις έν χαμαιτυπείω γίνεται. Είς μέν δή μοι λόγος ούτος κατ' άμφοίν' τόν μέντοι άξιώ τής αύθαδείας δούναι τιμωρίαν τόν δέ άποδοθήναι κελεύσαι τή καταδίκη. Δεύτερος δέ έστί μοι πρός Μελίτην μοιχείας άγών πρός ήν ούδέν δέομαι λόγων' έν γάρ τή τών θεραπαινών βασάνω τήν έξέτασιν γενέσθαι δέδοκται.

Ταύτας ούν αίτώ αί κάν βασανιζόμεναι φήσωσιν ούκ είδέναι τούτον τόν κατάδικον χρόνω πολλώ συνόντα αύτή καί έν άνδρός χώρα (έν) τή οίκία τή έμή ούκ έν μοιχού μόνον καθεστηκότα πάσης αίτίας αύτήν άφίημι. Άν τοίνυν τούναντίον τήν μέν κατά τόν νόμον άφείσθαι τής προικός φημι δείν έμοί τόν δέ ύποσχείν τήν όφειλομένην τοίς μοιχοίς τιμωρίαν' θάνατος δέ έστιν αύτη' ώστε όποτέρως άν ούτος άποθάνη ώς μοιχός ή ώς φονεύς άμφοτέροις ένοχος ών δίκην δεδωκώς ού δέδωκεν' άποθανών γάρ όφείλει θάνατον άλλον.

Ό δέ μοι τρίτος τών λόγων πρός τήν δούλην έστί τήν έμήν καί τόν σεμνόν τούτον πατρός ύποκριτήν όν είς ύστερον όταν τούτων καταψηφίσησθε ταμιεύσομαι. Ό μέν δή ταύτα είπών έπαύσατο.

Παρελθών δέ ό ίερεύς (ήν δέ είπείν ούκ άδύνατος μάλιστα δέ τήν Άριστοφάνους έζηλωκώς κωμωδίαν) ήρξατο αύτός λέγειν πάνυ άστείως καί κωμωδικώς είς πορνείαν αύτού καθαπτόμενος Παρά τήν θεόν λέγων λοιδορείσθαι μέν ούτως άκόσμως τοίς εύ βεβιωκόσι στόματός έστιν ού καθαρού.

Ούτος δέ ούκ ένταύθα μόνον άλλά καί πανταχού τήν γλώτταν μεστήν ύβρεως έχει. Καί τοί γε νέος ών συνεγίνετο πολλοίς αίδοίοις άνδράσι καί τήν ώραν άπασαν είς τούτο δεδαπανήκει. Σεμνότητα δ' έδρακε καί σωφροσύνην ύπεκρίνατο παιδείας προσποιούμενος έράν καί τοίς είς ταύτην αύτώ χρωμένοις πάντα ύποκύπτων καί ύποκατακλινόμενος άεί.

Καταλιπών γάρ τήν πατρώαν οίκίαν όλίγον έαυτώ μισθωσάμενος στενωπείον είχεν ένταύθα τό οίκημα όμηρίζων μέν τά πολλά πάντας δέ τούς χρησίμους πρός άπερ ήθελε προσηταιρίζετο δεχόμενος. Καί ούτω μέν άσκείν τήν ψυχήν ένομίζετο ήν δ' άρα τούτο κακουργίας ύπόκρισις. Έπειτα κάν τοίς γυμνασίοις έωρώμεν πώς τό σώμα ύπηλείφετο καί πώς πλήκτρον περιέβαινε καί τούς μέν νεανίσκουσ οίς προσεπάλαιε πρός τούς άνδρειοτέρους μάλιστα συμπλεκόμενος' ούτως αύτού κέχρηται καί τώ σώματι.

Ταύτα μέν ούν ώραίος ών' έπεί δέ είς άνδρας ήκε πάντα άπεκάλυψεν ά τότε άπέκρυπτε. Καί τού μέν άλλου σώματος έξωρος γενόμενος ήμέλησε μόνην δέ τήν γλώτταν είς άσέλγειαν άκονά καί τώ στόματι χρήται πρός άναισχυντίαν ύβρίζων πάντασ έπί τών προσώπων φέρων τήν άναίδειαν ός ούκ ήδέσθη τόν ύφ' ύμών ίερωσύνη τετιμημένον ούτως άπαιδεύτως βλασφημείν ύμών έναντίον.

Άλλ' εί μέν άλλη που βεβιωκώς έτυχον καί μή παρ' ύμίν έδει μοι λόγων περί έμαυτού καί τών έμοί βεβιωμένων' έπεί δέ σύνιστέ μοι πόρρω τών τούτου βλασφημιών τόν βίον έχοντι φέρε είπω πρός ύμάς περί ών έγκέκλημαι.

φησί θανάτου κατεγνωσμένον' καί έπί τούτω πάνυ δεινώς έσχετλίασε τύραννον άποκαλών με καί όσα δή κατετραγώδησέ μου. Έστι δέ ούχ ό σώζων τούς συκοφαντηθέντας τύραννος άλλ' ό τούς μηδέν άδικούντας μήτε βουλής μήτε δήμου κατεγνωκότος.

Ή κατά ποίους νόμους είπέ τούτον τόν ξένον νεανίσκον κατέκλεισας πρώτον είς τό δεσμωτήριον; τίς προέδρων κατέγνω; ποίον δικαστήριον έκέλευσε δεθήναι τόν άνθρωπον; έστω γάρ πάντα άδικήσας όσα άν είπης άλλά καί κριθήτω πρώτον έλεγχθήτω λόγου μεταλαβών' ό νόμος αύτόν ό καί σού καί πάντων κύριος δησάτω.

Ούδενός γάρ ούδείς έστιν άνευ κρίσεως δυνατώτερος. Κλείσον ούν τά δικαστήρια κάθελε τά βουλευτήρια έκβαλε τούς στρατηγούς' πάντα γάρ όσα σύ πρός τόν πρόεδρον είρηκας έοικε δικαιότερον έρείν κατά σού άληθώς. Έπανάστηθι Θερσάνδρω πρόεδρε' μέχρι μόνων όνομάτων πρόεδρος εί.

Ούτος τά σά ποιεί μάλλον δέ όσα ούδέ σύ. Σύ μέν γάρ συμβούλους έχεις καί ούδέν άνευ τούτων έξεστί σοι' άλλ' ούτε τι τής έξουσίας δράσειας πρίν ή έλθείν έπί τούτον τόν θρόνον' ούδέ έπί τής σής οίκίας ποτέ δεσμόν άνθρώπου κατέγνως. Ό δέ γενναίος ούτος πάντα έαυτώ γίνεται δήμος βουλή πρόεδρος στρατηγός. Οίκοι κολάζει καί δικάζει καί δεθήναι κελεύει καί ό τής δίκης καιρός έσπέρα έστί' καλός γε καί ό νυκτερινός δικαστής. Καί νύν πολλάκις βοά' Κατάδικον έλυσας θανάτω παραδοθέντα. Ποίω θανάτω; ποίον κατάδικον είπέ μοι τού θανάτου τήν αίτίαν.

Έπί φόνω κατέγνωσται φησί. Πεφόνευκεν ούν; είπέ μοι τίς έστιν; ήν άπέκτεινε καί έλεγες άνηρήσθαι ζώσαν βλέπεισ καί ούκ άν έτι τολμήσειας τόν αύτόν αίτιάσθαι φόνου. Ού γάρ δή τούτο τής κόρης έστίν είδωλον' ούκ άνέπεμψεν ό Άιδωνεύς κατά σού τήν άνηρημένην.

Δυσί μέν ούν φόνοις ένοχος εί. Τήν μέν γάρ άπέκτεινας τώ λόγω τόν δέ τοίς έργοις ήθέλησασ μάλλον δέ καί ταύτην έμελλες' τό γάρ δράμά σου τό έπί τών άγρών ήκούσαμεν. Ή δέ Άρτεμις ή μεγάλη θεός άμφοτέρους έσωσε τήν μέν έκ τών τού Σωσθένους χειρών έξαρπάσασα τόν δέ τών σών.

Καί τόν μέν Σωσθένην έξήρπασασ ίνα μή κατάφωρος γένη. Ούκ αίσχύνη δέ ότι κατηγορών τούς ξένους άμφω συκοφαντών έλήλεγξαι; τά μέν έμά έπί τοσούτον είρήσθω πρός τάς τούτου βλασφημίασ τόν δέ ύπέρ τών ξένων λόγον αύτοίς τούτοις παραδίδωμι.

Μέλλοντος δέ ύπέρ έμού καί τής Μελίτης άνδρός ούκ άδόξου μέν ΄ρήτορος όντος δέ (τήσ) βουλής λέγειν φθάσας ΄ρήτωρ έτερος όνομα Σώπατρος Θερσάνδρου συνήγορος Άλλ' έμόσ είπεν έντεύθεν ό λόγος κατά τούτων τών μοιχών ώ βέλτιστε Νικόστρατε (τούτο γάρ ήν όνομα τώμώ ΄ρήτορι) είτα σός' ό γάρ Θέρσανδρος ά είπε πρός τόν ίερέα μόνον άπετείνατο όλίγον άψάμενος όσον έπιψαύσαι καί τού κατά τόν δεσμώτην μέρους.

Όταν ούν άποδείξω δυσί θανάτοις ένοχον όντα τότε άν είη καί σοί καιρός άπολύσασθαι τάς αίτίας. ταύτα είπών καί τερατευσάμενος καί τρίψας τό πρόσωπον Τής μέν τού ίερέως κωμωδίασ έφη ήκούσαμεν πάντα άσελγώς καί άναισχύντως ύποκριναμένου τά είς τόν Θέρσανδρον προσκρούσματα'

καί τού λόγου τό προοίμιον μέμψεις είς Θέρσανδρον έφ' οίς (είσ) αύτόν είπεν. Άλλά Θέρσανδρος μέν ούδέν ών είπεν είς τούτον έψεύσατο' καί γάρ δεσμώτην έλυσε καί πόρνην ύπεδέξατο καί συνέγνω μοιχώ' ά δέ αύτός μάλλον άναιδώς έσυκοφάντησε διασύρων τόν Θερσάνδρου βίον ούδεμιάς άπήλλακται συκοφαντίας.

Ίερεί δέ έπρεπεν είπερ άλλο καί τούτο καθαράν έχειν τήν γλώτταν ύβρεως (χρήσομαι γάρ τοίς αύτού πρός αύτόν). Ά δέ μετά τήν κωμωδίαν έτραγώδησεν ήδη ούτω φανερώς καί ούκέτι δι' αίνιγμάτων σχετλιάζων εί μοιχόν τινα λαβόντες έδήσαμεν ύπερτεθαύμακα τί τοσούτον ίσχυσε πρίασθαι πρός τήν τοσαύτην σπουδήν. Υπονοείν γάρ τάληθές έστιν. Είδε γάρ τών άκολάστων τούτων τά πρόσωπα τού τε μοιχού καί τής έταίρας. Ώραία μέν γάρ αύτη καί νέα ώραίον δέ καί τούτο τό μειράκιον καί ούδέπω τήν όψιν άργαλέον άλλ' έτι χρήσιμον πρός τάς τού ίερέως ήδονάς.

Όποτέρα σε τούτων έωνήσατο; κοινή γάρ πάντες έκαθεύδετε καί έμεθύετε κοινή καί τής νυκτός ύμών ούδείς γέγονε θεατής. Φοβούμαι μή τό τής Άρτέμιδος ίερόν Άφροδίτης πεποιήκατε καί περί ίερωσύνης κρινούμεν εί δεί σε τήν τιμήν ταύτην έχειν.

Τόν δέ Θερσάνδρου βίον ίσασι πάντες καί έκ πρώτης ήλικίας μετά σωφροσύνης κόσμιον καί ώς είς άνδρας έλθών έγημε κατά τούς νόμουσ σφαλείς μέν είς τήν περί τής γυναικός κρίσιν (ού γάρ εύρεν ήν ήλπισε) τώ δέ ταύτης γένει καί τή ούσία πεπιστευκώς.

Είκός γάρ αύτήν καί πρός άλλους τινάς ήμαρτηκέναι τόν πρόσθεν χρόνον λανθάνειν δέ έπ' έκείνοις χρηστόν άνδρα' τό δέ τελευταίον τού δράματος πάσαν άπεκάλυψε τήν αίδώ πεπλήρωται δέ άναισχυντίας.

Τού γάρ άνδρός στειλαμένου τινά μακράν άποδημίαν καιρόν τούτον ένόμισεν εύκαιρον μοιχείας καί νεανίσκον εύρούσα πόρνον (τούτο γάρ τό μείζον άτύχημα ότι τοιούτον ηύρε τόν έρώμενον ός πρός μέν γυναίκας άνδρας άπομιμείται γυνή δέ γίνεται πρός άνδρασ) ούτως μετά άδείας ούκ ήρκεσεν έπί τής ξένης αύτώ συνούσα φανερώσ άλλά καί ένταύθα ήγαγε διά τοσούτου πελάγους συγκαθεύδουσα κάν τώ σκάφει φανερώς άσελγαίνουσα πάντων όρώντων.

Ώ μοιχείας γή καί θαλάσση μεμερισμένης' ώ μοιχείας άπ' Αίγύπτου μέχρις Ίωνίας έκτεταμένης. Μοιχεύεταί τισ άλλά πρός μίαν ήμέραν' άν δέ καί δεύτερον γένηται τό άδίκημα κλέπτει τό έργον καί πάντας άποκρύπτεται' αύτη δέ ούχ ύπό σάλπιγγι μόνον άλλά καί κήρυκι μοιχεύεται.

Έφεσος όλη τόν μοιχόν έγνωκεν' ή δέ ούκ ήσχύνετο τούτο άπό τής ξένης ένεγκούσα τό άγώγιμον ώς φορτίον κάλλους έωνημένη ήλθε μοιχόν έμπεπορευμένη. ώμην φησί άνδρα τετελευτηκέναι.

Ούκούν εί μέν τέθνηκεν άπήλλαξαι τής αίτίας' ούδέ γάρ έστιν ό τήν μοιχείαν παθών ούδέ ύβρίζεται γάμος ούκ έχων άνδρα' εί δέ ό γάμος τώ τόν γήμαντα ζήν ούκ άνήρηται τήν γαμηθείσαν διαφθείραντος άλλου λελήστευται. Ώσπερ γάρ μή μένοντος ό μοιχός ούκ ήν μένοντος δέ μοιχός έστιν.

Έτι τού Σωπάτρου λέγοντος ύποτεμών αύτού τόν λόγον ό Θέρσανδρος Άλλ' ούκ έφη λόγων (δεί). Δύο γάρ προκαλούμαι προκλήσεισ Μελίτην τε ταύτην καί τήν δοκούσαν είναι τού θεοπρόπου θυγατέρα (ούκέτι βασανίσων ώς μικρώ πρόσθεν έλεγον) τώ δέ όντι δούλην έμήν. καί άνεγίνωσκε'

Προκαλείται Θέρσανδρος Μελίτην καί Λευκίππην (τούτο γάρ ήκουσα τήν πόρνην καλείσθαι)' Μελίτην μέν εί μή κεκοινώνηκεν είς Άφροδίτην τώδε τώ ξένω παρ' όν άπεδήμουν χρόνον είς τό τής ίεράς Στυγός ύδωρ είσβάσαν καί έπομοσαμένην άπηλλάχθαι τών έγκλημάτων τήν δέ έτέραν εί μέν τυγχάνει γυνή δουλεύειν τώ δεσπότη (δούλαις γάρ μόναις γυναιξίν έξεστιν είς τόν τής Άρτέμιδος ναόν παριέναι) εί δέ φησιν είναι παρθένος έν τώ τής σύριγγος άντρω κλεισθήναι. Ήμείς μέν ούν εύθύς έδεξάμεθα τήν πρόκλησιν' καί γάρ ήδειμεν αύτήν έσομένην. Ή δέ Μελίτη θαρρήσασα τώ παρ' όν άπεδήμει χρόνον ό Θέρσανδρος μηδέν μοι κοινόν πρός αύτήν γεγονέναι πλήν λόγων Άλλά καί έγωγε έφη ταύτην δέχομαι τήν πρόκλησιν καί έτι πλέον αύτή προστίθημι' τό δέ μέγιστον ούδέ είδον τό παρά παν μήτε πολίτην μήτε ξένον ήκειν είς όμιλίαν καθ' όν λέγεις καιρόν. Σέ (δέ τί) δεί παθείν άν συκοφάντης άλώς;

Ό τι άν έφη δόξη προστιμήσαι τοίς δικασταίς. Έπί τούτοις διελύθη τό δικαστήριον καί είς τήν ύστεραίαν διώριστο τά τής προκλήσεως ήμίν γενέσθαι.

Τό δέ τής Στυγός ύδωρ είχεν ούτως. Παρθένος ήν εύειδής όνομα ΄Ροδώπις κυνηγίων έρώσα καί θήρας' πόδες ταχείς εύστοχοι χείρες ζώνη καί μίτρα καί άνεζωσμένος είς γόνυ χιτών καί κατά άνδρας κουρά τριχών. Όρά ταύτην Άρτεμις καί έπήνει καί έκάλει καί σύνθηρον έποιήσατο καί τά πλείστα κοινά ήν αύταίς θηράματα. Άλλά καί ώμοσεν άεί παραμένειν καί τήν πρός άνδρας όμιλίαν φυγείν καί τήν έξ Άφροδίτης ύβριν μή παθείν. Ώμοσεν ή ΄Ροδώπις καί ήκουσεν ή Άφροδίτη καί όργίζεται καί άμύνασθαι θέλει τήν κόρην τής ύπεροψίας.

Νεανίσκος ήν Έφέσιος καλός έν μειρακίοις όσον ΄Ροδώπις έν παρθένοις' Εύθύνικον αύτόν έκάλουν' έθήρα δέ καί αύτός ώς ΄Ροδώπις καί τήν Άφροδίτην όμοίως ούκ ήθελεν είδέναι.

Έπ' άμφοτέρους ούν ή θεός έρχεται καί τάς θήρας αύτών είς έν συνάγει' τέως γάρ ήσαν κεχωρισμένοι' ή δέ Άρτεμις τηνικαύτα ού παρήν. Παραστησαμένη δέ τόν υίόν τόν τοξότην ή Άφροδίτη είπε' Τέκνον ζεύγος τούτο όράς άναφρόδιτον καί έχθρόν ήμών καί τών ήμετέρων μυστηρίων; ή δέ παρθένος καί θρασύτερον ώμοσε κατ' έμού. Όράς δέ αύτούς έπί τήν έλαφον συντρέχοντας. Άρξαι καί σύ τής θήρας άπό πρώτης τής τολμηράς κόρης' καί πάντως γε τό σόν βέλος εύστοχώτερόν έστιν. Έντείνουσιν άμφότεροι τά τόξα ή μέν έπί τήν έλαφον ό δέ Έρως έπί τήν παρθένον' καί άμφότεροι τυγχάνουσι καί ή κυνηγέτις μετά τήν θήραν ήν τεθηραμένη.

Καί είχεν ή μέν έλαφος είς τά νώτα τό βέλος ή δέ παρθένος είς τήν καρδίαν' τό δέ βέλος Εύθύνικον φιλείν. Δεύτερον δέ καί έπί τούτον όιστόν άφίησι.

Καί είδον άλλήλους Εύθύνικος καί ή ΄Ροδώπις. Καί έστησαν μέν τό πρώτον τούς όφθαλμούς έκάτεροι μηδέτερος έκκλίναι θέλων έπί θάτερα' κατά μικρόν δέ τά τραύματα άμφοίν έξάπτεται καί αύτούς ό Έρως έλαύνει κατά τουτί τό άντρον ού νύν έστιν ή πηγή καί ένταύθα τόν όρκον ψεύδονται.

Ή Άρτεμις όρά τήν Άφροδίτην γελώσαν καί τό πραχθέν συνίησι καί είς ύδωρ λύει τήν κόρην ένθα τήν παρθενίαν έλυσε. Καί διά τούτο όταν τις αίτίαν έχη Άφροδισίων είς τήν πηγήν είσβάσα άπολούεται' ή δέ έστιν όλίγη καί μέχρι κνήμης μέσης.

Ή δέ κρίσις' έγγράψασα τόν όρκον γραμματείω μηρίνθω δεδεμένον περιεθήκατο τή δέρη. Κάν μέν άψευδή τόν όρκον μένει κατά χώραν ή πηγή' άν δέ ψεύδηται τό ύδωρ όργίζεται καί άναβαίνει μέχρι τής δέρης καί τό γραμματείον έκάλυψε. Ταύτα είπόντες καί τού καιρού προελθόντος είς έσπέραν άπήειμεν κοιμηθησόμενοι χωρίς έκαστος.

Έπί δέ τή ύστεραία ό δήμος μέν άπας παρήν' ήγείτο δέ Θέρσανδρος φαιδρώ τώ προσώπω καί είς ήμάς άμα βλέπων σύν γέλωτι. Έστόλιστο δέ ή Λευκίππη ίερά στολή' ποδήρης χιτών όθόνης ό χιτών ζώνη κατά μέσον τόν χιτώνα ταινία περί τήν κεφαλήν φοινικοβαφής άσάνδαλος ό πούς

Καί ή μέν είσήλθε πάνυ κοσμίως' έγώ δέ ώς είδον είστήκειν τρέμων καί ταύτα πρός έμαυτόν έλεγον' Ότι μέν παρθένος εί Λευκίππη πεπίστευκα άλλά τόν Πάνα ώ φιλτάτη φοβούμαι.

Θεός έστι φιλοπάρθενος καί δέδοικα μή δευτέρα καί σύ σύριγξ γένη. Άλλ' έκείνη μέν έφυγεν αύτόν διώκοντα έν πεδίω καί έδιώκετο έν πλάτει' σέ δέ καί είσω θυρών άπεκλείσαμεν ώς έν πολιορκία ίνα κάν διώκη μή δύνη φυγείν.

Άλλ' ώ δέσποτα Πάν εύγνωμονήσειας καί μή παραβαίης τόν νόμον τού τόπου' ήμείς γάρ αύτόν τετηρήκαμεν. Έξίτω πάλιν ήμίν ή Λευκίππη παρθένος' ταύτας πρός τήν Άρτεμιν συνθήκας έχεις' μή ψεύση τήν παρθένον.

Ταύτά μου πρός έμαυτόν λαλούντος μέλος έξηκούετο μουσι κόν καί έλέγετο μηδεπώποτε λιγυρώτερον ούτως άκουσθήναι' καί εύθύς άνεωγμένας είδομεν τάς θύρας.

Ώς δέ έξέθορεν ή Λευκίππη πάς μέν ό δήμος έξεβόησεν ύφ' ήδονής καί τόν Θέρσανδρον έλοιδόρουν έγώ δέ όστις έγεγόνειν ούκ άν είποιμι λόγω. Μίαν μέν δή ταύτην νίκην καλλίστην νενικηκότες άπήειμεν' έπί δέ τήν δευτέραν κρίσιν έχωρούμεν τήν Στύγα.

Καί ό δήμος ούτως μετεσκευάζετο πρός ταύτην τήν θέαν καί πάντα συνεπεραίνετο κάκεί. Ή Μελίτη τό γραμματείον περιέκειτο' ή πηγή έστηκε διαυγής καί όλίγη' ή δέ ένέβη είς αύτήν καί έστη φαιδρώ τώ προσώπω.

Τό δέ ύδωρ οίον ήν κατά χώραν έμενε μηδέ τό βραχύτατον άναθορόν τού συνήθους μέτρου. Έπεί δέ ό χρόνος όν ένδιατρίβειν έν τή πηγή διώριστο παρεληλύθει τήν μέν ό πρόεδρος δεξιωσάμενος έκ τού ύδατος έξάγει δύο παλαίσματα τού Θερσάνδρου νενικημένου. Μέλλων δέ καί τό τρίτον ήττάσθαι ύπεκδύς είς τήν οίκίαν έκδιδράσκει φοβηθείς μή καί καταλεύσειεν αύτόν ό δήμος.

Τόν γάρ Σωσθένην είλκον άγοντες νεανίσκοι τέσσαρες δύο μέν τής Μελίτης συγγενείς δύο δέ οίκέται' τούτους γάρ έπεπόμφει ζητήσοντας αύτόν ή Μελίτη. Συνείς δέ ό Θέρσανδρος πόρρωθεν καί καταμηνύσειν τό πράγμα είδώς άν έν βασάνοις γένηται φθάσας άποδιδράσκει καί νυκτός έπελθούσης τής πόλεως ύπεξέρχεται.

Τόν δέ Σωσθένην είς τήν είρκτήν έκέλευσαν οί άρχοντες έμβληθήναι τού Θερσάνδρου φυγόντος. Τότε μέν ούν άπηλλαττόμεθα κατακρατούντες ήδη γενόμενοι καί ύπό πάντων εύφημούμενοι.

Τή δέ ύστεραία τόν Σωσθένην ήγον έπί τούς άρχοντας οί ταύτην έχοντες τήν πίστιν. Ό δέ έπί βασάνους έαυτόν άγόμενον ίδών πάντα σαφώς λέγει όσα τε έτόλμησεν ό Θέρσανδρος καί όσα αύτός ύπηρέτησεν' ού παρέλιπε δέ ούδέ όσα ίδία πρό τών τής Λευκίππης θυρών διελέχθησαν πρός άλλήλους περί αύτής.

Καί ό μέν αύθις είς τήν είρκτήν έβέβλητο δώσων δίκην τού δέ Θερσάνδρου φυγήν άπόντος κατέγνωσαν. Ήμάς δέ ό ίερεύς ύπεδέχετο πάλιν τόν είθισμένον τρόπον.

Καί μεταξύ δειπνούντες έμυθολογούμεν ά τε τήν προτέραν έτύχομεν είπόντες καί εί τι έπιδεέστερον ήν ών έπάθομεν. Ή Λευκίππη δέ άτε δή μάλλον τόν πατέρα μηκέτι αίδουμένη ώς άν σαφώς παρθένος εύρεθείσα τά συμβάντα μετά ήδονής διηγείτο. Έπεί δέ κατά τήν Φάρον έγεγόνει καί τούς ληστάς λέγω πρός αύτήν' Ούκ έρείς ήμίν τόν μύθον τών τής Φάρου ληστών καί τής άποτμηθείσης έκεί τό αίνιγμα κεφαλής ίνα σου καί ό πατήρ άκούση; τούτο γάρ μόνον ένδέει πρός άκρόασιν τού παντός δράματος.

Γυναίκα έφη κακοδαίμονα έξαπατήσαντες οί λησταί τών έπί μισθώ πωλουσών τά Άφροδίτης ώς δή ναυκλήρω τινί γυναίκα συνεσομένην έπί τού σκάφους ταύτην είχον έπί τής νεώς άγνοούσαν τήν άλήθειαν έφ' ώ παρήν ύπομένουσαν δέ ήσυχή σύν τινι τών πειρατών'

λόγω δ' ήν έραστής ό ληστής. Έπεί δέ άρπάσαντές με ώς είδες ένέθεσαν τώ σκάφει καί πτερώσαντες αύτό ταίς κώπαις έφυγον όρώντες τήν διώκουσαν ναύν φθάνουσαν περιελόντες τόν τε κόσμον καί τήν έσθήτα τής ταλαιπώρου γυναικός έμοί περιτιθέασι τούς δέ έμούς χιτωνίσκους έκείνη' καί στήσαντες αύτήν έπί τής πρύμνης όθεν διώκοντες όψεσθε τήν κεφαλήν άποτέμνουσιν αύτής καί τό μέν σώμα έρριψαν ώς είδες κατά τής θαλάσσης τήν δέ κεφαλήν ώς έπεσεν είχον έπί τής νεώς τότε.

Μικρόν γάρ ύστερον καί ταύτην άποσκευάσαντες έρριψαν όμοίως ότε μηκέτι τούς διώκοντας είχον. Ούκ οίδα δέ πότερον τούτου χάριν προπαρασκευάσαντες έτυχον τήν γυναίκα ή διεγνωκότες άνδραποδίσαντες πωλήσαι ώσπερ ύστερον πεπράκασι κάμέ' τώ δέ διώκεσθαι πρός άπάτην τών διωκόντων άντ' έμού σφάττουσι νομίζοντες πλέον έμπολήσειν έκ τής έμής πράσεως ή τής έκείνης.

Διά τούτο γάρ καί τόν Χαιρέαν τήν άξίαν δόντα δίκην έπείδον' αύτός γάρ ήν ό συμβουλεύσας άντ' έμού τήν άνθρωπον άποκτείναντας ΄ρίψαι.

Ό δέ λοιπός τών ληστών όχλος ούκ έφασάν με αύτώ άφήσειν μόνω' φθάνειν γάρ ήδη λαβόντα σώμα έτερον ό πραθέν άν παρέσχεν αύτοίς άφορμήν κέρδους' δείν δέ άντί τής θανούσης έμέ πραθείσαν κοινήν άπασιν αύτοίς γενέσθαι μάλλον ή έκείνω μόνω.

Ώς δέ άντέλεγε δικαιολογούμενος δήθεν καί τάς συνθήκας προφέρων ώς ούκ είς πράσιν άρπάσειεν αύτοίς άλλ' έρωμένην αύτώ καί τι θρασύτερον είπε τίς τών ληστών καλώς ποιών όπισθεν έστώς άποκόπτει τήν κεφαλήν αύτού.

Ό μέν ούν δίκην ού μεμπτήν δούς τής άρπαγής έρριπτο καί αύτός κατά τής θαλάσσης' οί δέ λησταί δύο πλεύσαντες ήμερών άγουσί με ούκ οίδ' όποι γε καί πιπράσκουσιν έμπόρω συνήθει κάκείνος Σωσθένει.

Λέγει δή καί ό Σώστρατος' Έπεί τοίνυν τούς ύμετέρους μύθους ώ παιδία κατελέξατε φέρε άκούσατε έφη καί παρ' έμού τά οίκοι πραχθέντα περί Καλλιγόνην τήν σήν ώ Κλειτοφών άδελφήν ίνα μή άσύμβολος ώ μυθολογίας παντάπασι.

Κάγώ άκούσας τό τής άδελφής όνομα πάνυ τήν γνώμην έπεστράφην καί Άγε πάτερ είπον λέγε' μόνον περί ζώσης λέγοις. Άρχεται δή λέγειν ά φθάνω προειρηκώς άπαντα τόν Καλλισθένην τόν χρησμόν τήν θεωρίαν τόν λέμβον τήν άρπαγήν.

Είτα προσέθηκεν ότι Μαθών κατά τόν πλούν ώς ούκ είη θυγάτηρ έμή διημαρτηθείη δέ τό πάν έργον αύτώ ήρα δέ όμως καί σφόδρα τής Καλλιγόνης. Προσπεσών αύτής τοίς γόνασι Δέσποινα είπε μή με νομίσης ληστήν είναί τινα καί κακούργον' άλλά γάρ είμι τών εύ γεγονότων γένει βυζάντιοσ δεύτερος ούδενός. Έρως δέ με ληστείας ύποκριτήν πεποίηκε καί ταύτας έπί σοί πλέξαι τάς τέχνας. Δούλον ούν με σεαυτής άπό ταύτης τής ήμέρας νόμιζε. Καί σοι προίκα έπιδίδωμι τό μέν πρώτον έμαυτόν έπειτα όσην ούκ άν ό πατήρ έπέδωκέ σοι. Τηρήσω δέ σε παρθένον μέχριπερ άν σοί δοκή.

καί ταύτα είπών καί έτι τούτων πλείονα εύαγωγοτέραν τήν κόρην αύτώ γενέσθαι παρεσκεύασεν. Ήν δέ καί όφθήναι καλός καί στωμύλος καί πιθανώτατος' καί έπειδή ήκεν είς τό βυζάντιον συμβόλαιον ποιησάμενος προικός μεγί στης καί τά άλλα πολυτελώς παρασκευάσας έσθήτά τε καί χρυσόν καί όσα είς κόσμον γυναικών εύδαιμόνων περιείπεν εύ καί καλώς άχραντον τηρών ώς έπηγγείλατο' ώστε καί αύτήν ήρήκει τήν κόρην ήδη.

Ό δέ καί τά άλλα πάντα παρείχεν έαυτόν κοσμιώτατον καί έπιεική καί σώφρονα καί ήν τις έξαίφνης περί τόν νεανίσκον θαυμαστή μεταβολή. Έδρας τε γάρ έξανίστατο τοίς πρεσβυτέροις καί έπεμελείτο φθάνειν προσαγορεύων τούς έντυγχάνοντας καί τό τέως άκριτον πολυτελές έκ τής πρίν άσωτίας είς τό εύβουλον μεταπίπτον τό μεγαλόφρον έφύλαττε πρός τούς έν χρεία τού λαβείν διά πενίαν όντας' ώστε θαυμάζειν άπαντας τό αίφνίδιον ούτως έκ τού χείρονος είς τό πάνυ χρηστόν μετελθόν.

Έμέ δ' ούν ήρήκει πάντων μάλλον καί ύπερηγάπων αύτόν καί τήν πρίν άσωτίαν φύσεως ένόμιζον είναι θαυμαστήν μεγαλουργίαν άλλ' ούκ άκρασίαν.

Κάμέ ούν ύπεισήει τό τού Θεμιστοκλέους ότι κάκείνος τήν πρώτην ήλικίαν σφόδρα δόξας άκόλαστος είναι πάντας ύπερέβαλεν Άθηναίους ύστερον σοφία τε καί άνδραγαθία. Καί δή μετενόουν άποσκορακίσας αύτόν ότε μοι περί τού τής θυγατρός διελέχθη γάμου'

καί γάρ με σφόδρα έθεράπευε καί έκάλει πατέρα καί κατά τήν άγοράν έδορυφόρει καί τών είς πόλεμον γυμνασίων ούκ ήμέλει άλλά καί πάνυ έρρωμένως έν ταίς ίππασίαις διέπρεπεν.

Ήν μέν ούν καί παρά τόν τής άσωτίας χρόνον τούτοις χαίρων καί χρώμενος άλλ' ώς έν τρυφή καί παιδιά' τό δέ άνδρείον όμως αύτώ καί τό έμπειρον λεληθότως έτρέφετο. Τέλεον δέ ήν αύτώ τό έργον πρός τό καρτερώς καί ποικίλως διαπρέπειν έν τοίς πολεμικοίς.

Έπεδίδου δέ καί χρήματα ίκανά τή πόλει. Κάκείνον άμα έμοί στρατηγόν προεβάλοντο' όθεν έτι μάλλον ύπερησπάζετό με ύπήκοόν μοι κατά πάντα παρέχων έαυτόν.

Έπεί δέ ένικήσαμεν τόν πόλεμον έπιφανεία τών θεών ύποστρέψαντες είς τό βυζάντιον εύφημούντες τόν Ήρακλέα καί τήν Άρτεμιν έχειροτονήθημεν έγώ μέν ένταύθα τή Άρτέμιδι ό δέ είς Τύρον Ήρακλεί λαβόμενός μου τής δεξιάς ό Καλλισθένης διηγείται πρώτον τά πεπραγμένα αύτώ περί τήν Καλλιγόνην.

Άλλά άπερ έποιήσαμεν πάτερ είπε μέν νεότητος φύσει πέπρακται βία τά δέ μετά ταύτα προαιρέσει. Παρθένον γάρ τήν κόρην μέχρι τούτου τετήρηκα καί ταύτα πολέμοις όμιλών έν οίς ούδείς άναβάλλεται τάς ήδονάς.

Νύν ούν είς τήν Τύρον αύτήν άπαγαγείν έγνωκα πρός τόν πατέρα καί νόμω παρ' έκείνου λαβείν τόν γάμον. Άν μέν ούν έθελήση μοι δούναι τήν κόρην άγαθή τύχη δέξομαι' άν δέ σκαιός γένηται καί δύσκολος παρθένον αύτήν άπολήψεται.

Έγώ γάρ προίκα έπιδιδούς ούκ εύκαταφρόνητον άγαπητώς άν λάβοιμι τόν γάμον. Άναγνώσομαι δέ σοι καί τό συμβόλαιον ό φθάνω πρό τού πολέμου γράψας δεόμενος συνοικίσαι τώ Καλλισθένει τήν κόρην τό τε γένος αύτού καταλέγων καί τό άξίωμα καί τάς έν τοίς πολέμοις άριστείας. Τούτο γάρ έστιν ήμίν τό συγκείμενον.

Έγώ δέ ήν τήν έφεσιν άγωνισώμεθα διέγνωκα πρώτον μέν είς τό βυζάντιον διαπλεύσαι μετά ταύτα δέ είς τήν Τύρον. Καί ταύτα διαμυθολογήσαντες έκοιμήθημεν τόν αύτόν τρόπον.

Τή δ' ύστεραία παραγενόμενος ό Κλεινίας έφη Θέρσανδρον διά τής νυκτός άποδεδρακέναι' τήν γάρ έφεσιν ούχ ώς άγωνιούμενον πεποιήσθαι βουλόμενον δέ μετά προφάσεως έπισχεθήναι τόν έλεγχον ών έτόλμησε.

Μείναντες ούν τών έξής τριών ήμερών όσων ήν ή προθεσμία προσελθόντες τώ προέδρω καί τούς νόμους άναγνόντες καθ' ούς ούδείς έτι τώ Θερσάνδρω λόγος πρός ήμάς ήν νεώς έπιβάντες καί ούρίω χρησάμενοι πνεύματι κατήραμεν είς τό βυζάντιον κάκεί τούς πολυεύκτους έπιτελέσαντες γάμους άπεδημήσαμεν είς τήν Τύρον.

Δύο δέ ύστερον ήμερών τού Καλλισθένους έλθόντες εύρομεν τόν πατέρα μέλλοντα θύειν τούς γάμους τής άδελφής είς τήν ύστεραίαν. Παρήμεν ούν ώς καί συνθύσοντες αύτώ καί εύξόμενοι τοίς θεοίς τούς τε έμούς καί τούς έκείνου γάμους σύν άγαθαίς φυλαχθήναι τύχαις. Καί διεγνώκαμεν έν τή Τύρω παραχειμάσαντες διελθείν είς τό βυζάντιον.